Το αγοραστικό πάρτι της Κίνας στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το αγοραστικό πάρτι της Κίνας στην Ευρώπη

Πώς η λιτότητα στην Ευρώπη δημιουργεί επενδυτικές ευκαιρίες για το Πεκίνο

Δεδομένων αυτών ή ανάλογων ανοιγμάτων, εάν ένα από τα κράτη της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία ή Πορτογαλία) επρόκειτο να αθετήσει το χρέος του, η κρίση θα εξαπλωνόταν γρήγορα στα μεγάλα κράτη της Ε.Ε. Όσοι έχουν ομόλογα των χωρών της περιφέρειας θα προσπαθούσαν να ανακόψουν τις ζημιές τους ξεπουλώντας αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να καλύψουν αυτά τα ανοίγματα, όπως έγινε στις ΗΠΑ το 2007 και το 2008. Αυτό θα δημιουργούσε ένα χρηματοπιστωτικό ντόμινο από τις τράπεζες ως τις αγορές ομολόγων, το οποίο θα κατέληγε πάλι στους ισολογισμούς των μεγαλύτερων και σημαντικότερων ευρωπαϊκών τραπεζών: Των τραπεζών που έχουν όλη αυτή την έκθεση σε ομόλογα της περιφέρειας. Τούτο θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη και θα απαιτούσε τουλάχιστον μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου για τις τράπεζες, αυξήσεις κεφαλαίου που οι παραφουσκωμένοι κρατικοί προϋπολογισμοί δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν. Δεδομένου αυτού του κινδύνου αλλά και της έλλειψης άλλης εναλλακτικής, η λιτότητα αναδύθηκε σαν η προτιμώμενη πολιτική στην Ευρώπη, προκειμένου να αποφευχθούν πολλαπλές χρεοκοπίες στην ευρωζώνη.

Η λιτότητα είναι ένα είδος εσωτερικού αποπληθωρισμού μέσω περικοπών στο κράτος όπως η μείωση των μισθών, των τιμών και των δημοσίων δαπανών προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ένα τέτοιο σύστημα προσαρμογών έχει δοκιμαστεί και στο παρελθόν, από το 1870 ως το 1914, με τον «κανόνα του χρυσού». Και τότε οι προσαρμογές ήταν βασισμένες στην αποκλιμάκωση των μισθών και των τιμών με στόχο να φέρουν την παγκόσμια οικονομία σε ισορροπία σε σχέση με τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, όπως η ευρωζώνη ζητά από τα περιφερειακά κράτη να πράξουν σήμερα.

Αλλά αυτά τα συστήματα έχουν ένα θανάσιμο ελάττωμα: Δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα μέσα σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον γιατί οι ψηφοφόροι έχουν πολύ ισχυρά κίνητρα να ψηφίσουν εναντίον όσων επιβάλλουν μέτρα λιτότητας και προσπαθούν, αντί για αυτά, να περάσουν το κόστος του αποπληθωρισμού στους κατόχους ομολόγων.

Οι κάτοχοι ομολόγων το καταλαβαίνουν αυτό, επίσης. Γνωρίζουν ότι οι πληθυσμοί που πιέζονται οικονομικά το πιθανότερο είναι να ψηφίσουν κατά των μέτρων λιτότητας, πυροδοτώντας έτσι μια χρεοκοπία η οποία θα απομειώσει την αξία των ομολόγων τους. Αυτός ο κίνδυνος δίνει στους κατόχους ομολόγων το κίνητρο να πιέσουν τις κυβερνήσεις να λάβουν το γρηγορότερο όσα μέτρα λιτότητας είναι δυνατόν, προκειμένου να μειώσουν τις ενδεχόμενες απώλειες.

Οι πολιτικές λιτότητας, λοιπόν, όχι μόνο φέρνουν τους πολίτες σε αντιπαράθεση με την κυβέρνησή τους δημιουργώντας εσωτερική αστάθεια, αλλά φέρνουν και τα κράτη σε τροχιά σύγκρουσης με τους κατόχους ομολόγων. Παρά την τελευταία προσπάθεια διάσωσης, η Ελλάδα, όπως είναι σήμερα, δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει τέτοια οικονομική ανάπτυξη ώστε να ξεπληρώσει όσα χρωστάει, και ο νέος δανεισμός χρησιμεύει πια μόνο στο να εναποθέτει χρέος πάνω στο χρέος. Το να προσθέτει κανείς νέα μέτρα λιτότητας δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα, καθώς οι πολίτες πιθανότατα θα απορρίψουν μια τέτοια πολιτική, πυροδοτώντας μια χρεοκοπία.

Έτσι, οι επιλογές που έχουν γίνει στην Ευρώπη αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές: Η λιτότητα στην περιφέρεια συμπιέζει την ανάπτυξη ενώ με το να προστίθεται χρέος χειροτερεύει και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό, με την σειρά του, οδηγεί σε υποβαθμίσεις και αύξηση επιτοκίων, στις οποίες η Ευρώπη απαντά με νέες προσπάθειες διάσωσης, οι οποίες απλώς προστίθενται στο χρέος που έχει δημιουργηθεί.

Όλα αυτά μπορεί να είναι πολύ άσχημα για την Ευρώπη αλλά πώς εμπλέκουν τις ΗΠΑ και την Κίνα; Εδώ είναι που απρόσμενοι δεσμοί μεταξύ της κρίσης του 2008 και της σημερινής έρχονται στο προσκήνιο.

Από το 2008, με τα επιτόκια πολύ κοντά στο μηδέν, τα funds στην αμερικανική αγορά χρήματος και κεφαλαίου δυσκολεύονταν να καταγράψουν κέρδη. Πριν από την κρίση, αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια κέρδιζαν αγοράζοντας εμπορικούς τίτλους με εγγύηση παγίων, πιο γνωστά ως ενυπόθηκα χρέη. Έρευνα της Cretid Suisse δείχνει ότι όταν αυτή η αγορά «στέγνωσε» σαν αποτέλεσμα της «βουτιάς» στις τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ, τα funds άρχισαν να επενδύουν σε βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά τραπεζικά δάνεια. Στο κάτω – κάτω της γραφής, το 2009 το ευρώ έδειχνε να είναι ένα σίγουρο στοίχημα, πράγμα που είναι και ο πιο πιθανός λόγος για να εξηγήσει κανείς γιατί οι αμερικανικές τράπεζες συνήψαν συμβάσεις CDS (credit default swap) με αυτές τις ίδιες ευρωπαϊκές τράπεζες, υποβάλλοντάς τις επίσης σε ανάλογες προοπτικές χρεοκοπίας. Και παρά το γεγονός ότι το ύψος της καθαρής έκθεσης των αμερικανικών τραπεζών σε CDS οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας ξεχωριστά είναι μικρό, αν υπήρχαν μαζικές ρευστοποιήσεις στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, η συνδυασμένη έκθεση των αμερικανικών τραπεζών είναι αρκετά σημαντική.

Οπότε, πώς αυτό βοηθάει την Κίνα; Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να πουλήσουν στην Κίνα τα ευαίσθητα περιουσιακά στοιχεία και τις επιχειρήσεις που αυτή επιθυμεί και η Κίνα έχει απομείνει με μεγάλες ποσότητες δολαρίων. Η Κίνα δεν πρόκειται να διασώσει την Ευρώπη. Οι ευρωπαίοι έχουν δημιουργήσει μια διελκυστίνδα μεταξύ των ψηφοφόρων και των κατόχων ομολόγων η οποία μάλλον θα καταλήξει σε χρεοκοπία και πιθανώς σε ντόμινο για τις βασικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Η έκθεση στα κρατικά χρέη των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι μεγάλη και έχει προεκτάσεις μέσω των επενδυτικών κεφαλαίων (funds) της χρηματαγοράς και των CDS ως τον ήδη εύθραυστο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό τομέα.