Τα κυριαρχικά δικαιώματα των μικρών κρατών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα κυριαρχικά δικαιώματα των μικρών κρατών

Περίληψη: 

Για τα μικρά κράτη η ιδέα ότι η ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους προστατεύονται από κάτι πέραν της ισχύος, με θεσμούς όπως ο ΟΗΕ, συνέβαλε ανάπτυξή τους αλλά και στην σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Τώρα το σύστημα δοκιμάζεται πάλι. Η Κύπρος εξασκεί νόμιμα δικαιώματά της προχωρώντας σε έρευνες στην δική της ΑΟΖ αλλά η Τουρκία πιέζει, ξεχνώντας την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και απειλώντας με στρατιωτικά μέτρα.

Η κυρία ΕΡΑΤΩ ΚΟΖΑΚΟΥ-ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ είναι Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχει διατελέσει πρέσβειρα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ΗΠΑ από το 1998 ως το 2003. Είναι νομικός, με PhD στην Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι.

Ένας από τους νεωτερισμούς της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων υπήρξε η εδραίωση της κρατικής κυριαρχίας πέρα πια από την ισχύ των όπλων. Στη μέχρι τότε πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, η στρατιωτική ισχύς αποτελούσε την εγγύηση της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Τα Ηνωμένα Έθνη άλλαξαν ωστόσο άρδην αυτή την κατάσταση: δημιούργησαν ένα πεδίο δράσης με κοινούς κανόνες για όλα τα κράτη, ισχυρά και αδύναμα, μεγάλα και μικρά, πλούσια και φτωχά.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα σύστημα με ατέλειες. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, η κρατική κυριαρχία παραβιάστηκε και καταπατήθηκε με την ισχύ των όπλων, τέθηκε υπό αμφισβήτηση ή ακόμα απορρίφθηκε πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, τα Ηνωμένα Έθνη, εκπροσωπώντας τη διεθνή κοινότητα, προσέφεραν ένα πλαίσιο όπου η κυριαρχία και η ανεξαρτησία αναγνωρίζονται μέσα από τον διάλογο και τη διπλωματία, και όχι διά της χρήσης βίας. Πράγματι, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του διεθνούς οργανισμού υπήρξε η μετατροπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των κρατών από αποικιοκρατικές κτήσεις σε ανεξάρτητα κράτη. Παρά τους χαοτικούς, ορισμένες φορές, εμφυλίους πολέμους και τις εδαφικές διενέξεις που συχνά διαδέχθηκαν την ανεξαρτησία, οι αρχές της αναδιαμόρφωσης αναγνώριζαν σαφώς ότι οι διακρατικές σχέσεις δεν θα πρέπει να διέπονται από βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές ή την απειλή χρήσης βίας.
Για τα μικρά κράτη -και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών είναι βάσει εδαφικής έκτασης, πληθυσμού, ισχύος και επιρροής, μικρά- και μόνον η ιδέα ότι η ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους προστατεύονται από κάτι πέραν της ισχύος, συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξή τους, όσο και κατ’ επέκταση στην εν γένει σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι αυτή η σταθερότητα, καθώς και η σημασία του διεθνούς δικαίου και των μηχανισμών διατήρησης της σταθερότητας και της τάξης όπως τα Ηνωμένα Έθνη, έχουν αναγνωριστεί και από τις μεγαλύτερες δυνάμεις. Από την ίδρυση του Οργανισμού το 1945, είναι οι ισχυρότερες δυνάμεις αυτές που διαδραμάτισαν τον ζωτικότερο ρόλο στη συνέχιση, τη διατήρηση και την ενίσχυση των αρχών του πλαισίου αυτού που αναγνωρίζει ότι η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών διασφαλίζονται μέσα σε ένα σύστημα που δεν θεωρεί τη βία -ή την απειλή χρήσης της- ως βασικό εργαλείο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι από το 1945, και ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είναι οι αναδυόμενες δυνάμεις αυτές που διεκδικούν μια νέα θέση για τον εαυτό τους ως κυρίαρχου παίκτη σε ένα γεωγραφικό ή ακόμη και πολιτισμικό-ιδεολογικό περιβάλλον, και επιδιώκουν να υποσκάψουν το κοινά αποδεκτό πλαίσιο της αναγνωρισθείσας κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Είναι ασφαλώς αδύνατο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι από το 1945, η διεθνής κοινότητα έχει υποστεί μια σημαντική, όσο και ουσιώδη, μεταμόρφωση. Ενώ αποτελούμε σήμερα μία διεθνή κοινότητα με περισσότερα ανεξάρτητα κράτη, με τα Ηνωμένα Έθνη να αριθμούν σήμερα 193 κράτη μέλη, πλέον συσχετιζόμαστε μεταξύ μας πολύ περισσότερο, και συνεπώς επηρεαζόμαστε πολύ περισσότερο από κρίσεις γεωγραφικά απομακρυσμένες από την κυρίαρχη επικράτειά μας. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, επηρεαζόμαστε επίσης και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα και προκλήσεις: φυσικές καταστροφές, τρομοκρατία, ανεπάρκεια φυσικών πόρων, λιμούς και ασθένειες. Επιπλέον, βιώνουμε τη δραματική αύξηση της επίδρασης που έχει η φωνή του λαού στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό, τόσο στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο με τον ενισχυμένο ρόλο των μη-κυβερνητικών οργανώσεων, όσο και σε εθνικό επίπεδο, με την επίδραση των εκδηλώσεων λαϊκής οργής, αναμεμιγμένης με την ελπίδα για ένα νέο αύριο, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην «Αραβική Άνοιξη».
Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, την περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προσφέρει ένα συνεχώς εξελισσόμενο σύνολο κυρίαρχων κρατών που έχουν εκχωρήσει με τη θέλησή τους, αν και σταδιακά, ένα μέρος της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας τους, με την ελπίδα ότι ενστερνιζόμενα κοινές αξίες όπως η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η οικονομία της αγοράς, είναι εφικτό όχι μόνο να αποτρέψουν πολεμικές συρράξεις εντός της Ευρώπης, αλλά και να έχουν θετική επίδραση στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό μοντέλο προκαλεί σύγχυση σε πολλούς παρατηρητές και γεννά μέχρι και απογοήτευση σε άλλους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και Ευρωπαίοι πολίτες που αναμένουν από το εν λόγω μοντέλο να είναι σε θέση να προσφέρει ξεκάθαρες, σχεδόν απλοϊκές, λύσεις σε εξαιρετικά σύνθετα ζητήματα.
Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, είτε εξετάσουμε το θέμα υπό το πρίσμα του μοντέλου που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε υπό το πρίσμα του απόηχου της «Αραβικής Άνοιξης», είτε ακόμη υπό το φως των εθνικών προσδοκιών των λαών των οποίων το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση παρέμεινε ανεκπλήρωτο, το διεθνές σύστημα ήταν -και εξακολουθεί να είναι- ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών. Αυτά αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του συστήματος, αυτά διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το διεθνές πολιτικό σύστημα, και αυτά αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο ασκείται και δοκιμάζεται το διεθνές δίκαιο και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό.