Οι «Αγανακτισμένοι» και η Ουάσιγκτον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι «Αγανακτισμένοι» και η Ουάσιγκτον

Γιατί Χρειαζόμαστε Περισσότερο και Όχι Λιγότερο Καπιταλισμό
Περίληψη: 

Οι διαδηλωτές στο νότιο Μανχάταν έχουν χάσει το νόημα: Το επονομαζόμενο «ένα τοις εκατό» (σ.σ.: το πλουσιότερο κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού) στην πραγματικότητα δρα πολύ θετικά. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η θέληση της Ουάσιγκτον να διασώσει τις τράπεζες.

Ο RUSS ROBERTS είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο George Mason. Επίσης είναι συνεργάτης ερευνητής στο ίδρυμα Hoover του Πανεπιστημίου Stanford.

Οι «αγανακτισμένοι» της Wall Street [1] μου θυμίζουν έναν γιατρό που εξετάζει έναν ασθενή ο οποίος έχει σπάσει το ένα χέρι του, αποφασίζει ότι ο ασθενής έχει σπάσει και τα δύο χέρια και προχωρά στον ακρωτηριασμό τους: η διάγνωση είναι κατά το ήμισυ σωστή και η θεραπεία είναι χειρότερη από την ασθένεια.

Ας αρχίσουμε με την διάγνωση: Το «Εμείς απέναντι σε αυτούς» είναι πάντα καλό για το θεαθήναι [2]. Αλλά είναι όντως το μεγάλο πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού έναντι όλων ημών των υπολοίπων; Γινόμαστε πράγματι τα θύματα των πλουτοκρατών; Τα στοιχεία μοιάζουν αδιαμφισβήτητα. Το μερίδιο του εισοδήματος που κατευθύνεται στο κορυφαίο 1% του πληθυσμού έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία 40 χρόνια. Αν το 1% πάρει περισσότερα, σίγουρα εμείς θα παίρνουμε λιγότερα, έτσι δεν είναι;? [3] Αλλά όπως έχει πει ο συγγραφέας P.J. O'Rourke ο πλούτος δεν είναι σαν μια πίτσα [4]. Αν μοιραζόμασταν μια πίτσα και εσείς παίρνατε μεγαλύτερο κομμάτι αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ θα έχω λιγότερο για να φάω. Εξαρτάται από το τι συμβαίνει στο μέγεθός της. Δέκα τοις εκατό από μια τεράστια πίτσα είναι πιο χορταστικό από μια ολόκληρη αλλά μικροσκοπική πίτσα.
Οι διαδηλωτές έχουν δίκιο για ένα πράγμα: Η Ουάσιγκτον φέρεται με επιείκεια στην Wall Street. Αλλά παρέβλεψαν το σημαντικότερο, τον τρόπο με τον οποίο η Wall Street ζει χάρη σε όλους εμάς. Προγράμματα όπως το Troubled Asset Relief Program (σ.σ.: σε ελεύθερη μετάφραση Πρόγραμμα Αρωγής Προβλημάτων Ενεργητικού) του 2008 αποτελούν περισπασμό. Το TARP όντως έστειλε 700 δις. δολάρια στην Wall Street αλλά τα περισσότερα από αυτά ήδη έχουν επιστραφεί.

Υπάρχει μια πολύ πιο σημαντική, αν και αθόρυβη, εύνοια της Ουάσιγκτον προς την Wall Street τα τελευταία 25 χρόνια: Όταν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν πρόβλημα, αυτοί που χαράσσουν πολιτική κάνουν σαφές στους πιστωτές ότι θα πάρουν πίσω το 100% του κεφαλαίου τους [5].

Ο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν αρέσκεται να υπογραμμίζει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα κέρδους - ζημίας. Τα κέρδη ενθαρρύνουν την ανάληψη ρίσκου. Οι ζημίες ενθαρρύνουν την σύνεση, η οποία είναι εξίσου σημαντική. Τα τελευταία 25 χρόνια, όμως, η κυβερνητική πολιτική ήταν προσανατολισμένη στο «laissez-faire» όταν επρόκειτο για κερδοφορία και σοσιαλίζουσα όταν επρόκειτο για ζημιές των πιστωτών. Αυτό είναι ένα άκρως καταστροφικό μίγμα. Έχει ενθαρρύνει την απερίσκεπτη ανάληψη ρίσκου που χρηματοδοτήθηκε με μεγάλες ποσότητες δανειακού χρήματος. Όταν επιδοτείς την απερισκεψία, δεν αποτελεί έκπληξη ότι σαν αποτέλεσμα παίρνεις πολύ περισσότερη από αυτήν.

Οι διασώσεις των μεγάλων πιστωτών – όπως η διάσωση της Continental Illinois το 1984, η διάσωση του Μεξικό το 1995 και η ενορχηστρωμένη από την κυβέρνηση προσπάθεια διάσωσης των πιστωτών της Long-Term Capital Management το 1998 – στέλνουν το μήνυμα στους μεγάλους δανειστές ότι μπορεί να χάσουν λίγα ή και καθόλου αν οι επενδύσεις στις οποίες κατηύθυναν τα κεφάλαιά τους καταρρεύσουν. Αυτό με τη σειρά του έκανε τους πιστωτές πολύ λιγότερο προσεκτικούς, επιτρέποντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν δανειακά κεφάλαια αντί για ίδια κεφάλαια, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν στην στεγαστική έκρηξη.

Με τη χρήση δανειακών κεφαλαίων αντί των ιδίων, γίνεται εφικτό να μείνει κανείς στην κορυφή. Μια τέτοια κατάσταση είναι πάντα ελκυστική. Αλλά γιατί οι δανειστές αποδέχονται τέτοια ρίσκα όταν δεν μοιράζονται την κορυφή, ιδίως όταν οι επενδύσεις γίνονται αυξανόμενα επικίνδυνες; Μέρος της απάντησης είναι ότι η κυβέρνηση δημιούργησε την προσδοκία ότι οι δανειστές θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω ούτως ή άλλως.

Και συχνά έτσι συμβαίνει. Όταν η Bear Stearns κατέρρευσε το Μάρτιο του 2008, η κυβέρνηση δεν την άφησε να χρεοκοπήσει. Η κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (σ.σ.: Federal Reserve ή συντομότερα FED) εγγυήθηκε για όλα τα «τοξικά» περιουσιακά στοιχεία της Bear Stearns, προκειμένου να κάνει ευκολότερη μια συμφωνία εξαγοράς της από την J.P. Morgan Chase. Αλλά η πραγματική επίδραση της συμφωνίας εξαγοράς ήταν ότι οι πιστωτές της Bear Stearns –κυρίως άλλες μεγάλες φίρμες της Wall Street – δεν σήκωσαν κανένα βάρος από την χρηματοδότηση των λανθασμένων επενδύσεων της Bear Stearns. Η J.P. Morgan εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της Bear Stearns κατά 100%. Αυτό ενίσχυσε την πεποίθηση ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να δανείζουν και να δανείζονται οι μεν από τους δε με ελάχιστο ή και καθόλου ρίσκο. Αυτή η απερίσκεπτη μόχλευση είναι που έκανε την κρίση πραγματική κρίση και όχι κάτι πιο ήπιο.

Η κοινή αντίληψη είναι ότι η οικονομική κρίση χειροτέρεψε μετά την αποτυχία να διασωθεί η Lehman Brothers. Αλλά ήταν η διάσωση των πιστωτών της Bear Sterns που άφησε την Lehman να συνεχίζει τις ίδιες δραστηριότητες, να χρησιμοποιεί δανειακά κεφάλαια αντί να ανασυνταχθεί και να αυξήσει το δικό της κεφάλαιο.

Το κόστος για την πραγματική οικονομία δεν ήταν η μεταφορά χρημάτων από τους φορολογούμενους προς στην Wall Street. Το κόστος για την πραγματική οικονομία ήταν ο απερίσκεπτος δανεισμός και οι εξίσου απερίσκεπτες επενδύσεις της Wall Street, πράγματα που οδήγησαν στην χορήγηση συνολικά τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να χτιστούν περισσότερα και μεγαλύτερα σπίτια. Αυτή ήταν μια κακή χρήση πολύτιμου κεφαλαίου. Τα κίνητρα για συνετές επενδύσεις είχαν διαστρεβλωθεί. Και πληρώνουμε όλοι το κόστος για την κατάρρευση εταιρειών που είχαν μοχλευθεί πάρα πολύ.

Αυτό δεν είναι καπιταλισμός. Είναι ευνοιοκρατικός καπιταλισμός (σ.σ.: crony capitalism στο πρωτότυπο). Η διάγνωση των «αγανακτισμένων» της Wall Street περί παρασιτικής διαβίωσης μεταξύ Wall Street και Ουάσιγκτον είναι σωστή. Η επιεικής μεταχείριση της Wall Street άφησε τον δανεισμό να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, μεγέθυνε αφύσικα τις τράπεζες και βοήθησε να δικαιολογηθούν και να χρηματοδοτηθούν τα εταιρικά μπόνους που σε άλλη περίπτωση θα ήταν πολύ πιο μικρά.