Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι κάτι καλό για την οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι κάτι καλό για την οικονομία

Γιατί η δαιμονοποίηση των επιχειρήσεων είναι ανούσια

Ακόμη και αν οι διαδηλώσεις των «αγανακτισμένων» στις ΗΠΑ (Occupy Wall Street) [1] δείχνουν κατά περιόδους να είναι χωρίς συνοχή, ένα κύριο θέμα τους είναι σαφές: ο θυμός για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Με βάση αυτό, οι «αγανακτισμένοι» ευθυγραμμίζονται όχι μόνο με τα όσα σκιαγραφεί το Χόλυγουντ (πριν ακόμα και από το κλασικό «Citizen Kane» του 1941), αλλά και με την κοινή αντίληψη του μέσου Αμερικανού. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρείας Gallup είπαν ότι πιστεύουν πως οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υπέρμετρα μεγάλη δύναμη. Η αίσθηση αυτή υπερβαίνει τις κομματικές γραμμές. Οι λόγοι φαίνονται αρκετά απλοί. Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων κατατάσσονται συνήθως στο κορυφαίο 1% του πληθυσμού από εισοδηματικής απόψεως. Εν τω μεταξύ, η ανεργία παραμένει πάνω από 9% - και είναι πολύ υψηλότερη μεταξύ των μειονοτήτων και των νέων – ενώ ακόμη οι επιχειρήσεις κάθονται πάνω σε κεφάλαια τρισεκατομμυρίων δολαρίων που παραμένουν στο περιθώριο της οικονομικής δραστηριότητας.

Όμως, αυτή η αντίδραση βασίζεται σε τρεις συνήθεις παρανοήσεις σχετικά με μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ. Η πρώτη είναι ότι η Wall Street και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι το ίδιο πράγμα. Όταν ρωτήθηκαν ξεχωριστά σχετικά με τις «μεγάλες εταιρείες» και τα «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ίδιο ποσοστό των Αμερικανών, το 67%, συμφώνησαν ότι κάθε ομάδα από τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις έχει συγκεντρώσει πάρα πολλή δύναμη. Η δυσαρέσκεια για την Wall Street είναι κατανοητή. Οι πρακτικές της οδήγησαν στον άγριο δανεισμό και την πώληση τοξικών περιουσιακών στοιχείων αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ανυποψίαστους επενδυτές. Όταν ο πύργος από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε το 2008, η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους αναγκάστηκε να διασώσει τη Wall Street.

Αλλά τίποτε από αυτά δεν εξηγεί γιατί οι Αμερικανοί είναι εξίσου δυσαρεστημένοι με τις μεγάλες εταιρίες. Οι μόνες επιχειρήσεις που είναι μη χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και έλαβαν οικονομικά πακέτα σωτηρίας ήταν οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά η διάσωσή τους δεν είναι το αντικείμενο των πολύ δημοφιλών διαμαρτυριών των «αγανακτισμένων». Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στην πραγματικότητα λιγότερο φιλικές προς τις επιχειρήσεις από όσο πολλές άλλες χώρες - ακόμη και οι δήθεν υπέρμαχες της ισότητας, όπως ο Καναδάς και η Σουηδία. Η Ουάσιγκτον επιβάλλει το δεύτερο υψηλότερο συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, πίσω μόνο από την Ιαπωνία. Και σε αντίθεση με σχεδόν κάθε πρωτεύουσα στον κόσμο, η Ουάσιγκτον απαιτεί από τις πολυεθνικές με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες να πληρώνουν φόρους εγχωρίως για κέρδη που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό.

Η δεύτερη παρανόηση συγχέει τις μεγάλες επιχειρήσεις με τους εκατομμυριούχους. Τα διάσημα λόγια του δημοκρατικού υποψήφιου για το προεδρικό αξίωμα Mitt Romney, «οι εταιρείες οι άνθρωποι, φίλε μου», είναι νομικώς ορθή. Η εταιρική προσωπικότητα είναι μια νομική αρχή που έχει θεσπιστεί εδώ και πολύ καιρό. Αλλά, ο Romney μιλούσε για τους ανθρώπους που εργάζονται σε εταιρείες ή είναι ιδιοκτήτες τους: τους εργαζόμενους και τους μετόχους. Και πολύ λίγοι από αυτούς κερδίζουν εισόδημα ενός εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο ή περισσότερο. Πράγματι, οι εκκλήσεις για υψηλότερη φορολόγηση των εκατομμυριούχων, συμπεριλαμβανομένων των εταιρικών στελεχών, δεν πρέπει να συγχέεται με τις εκκλήσεις για αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Η αύξηση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για τις σημαντικές εταιρείες των ΗΠΑ θα συμβάλει μόνο στην επιδείνωση των μειονεκτημάτων τους σχετικά με την παγκόσμια ανταγωνιστική τους θέση. Αυτό θα πλήξει την οικονομία των ΗΠΑ και θα βοηθήσει πολύ λίγο στο να βγουν χρήματα από τις τσέπες του Warren Buffett και των δισεκατομμυριούχων συναδέλφων του ή από ανώτατα στελέχη όπως ο Jeffrey Immelt, ο επικεφαλής της General Electric. Στην πραγματικότητα, εάν ο στόχος είναι να φορολογηθούν οι πλούσιοι, το σχέδιο του Warren Buffett προκειμένου οι εκατομμυριούχοι να φορολογηθούν περισσότερο από τη μεσαία τάξη είναι η σωστή οδός που πρέπει να βαδίσουμε. Η ιδέα υιοθετήθηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα στο σχέδιό του για τη μείωση του ελλείμματος στα μέσα Σεπτεμβρίου. Οι Δημοκρατικοί κάνουν λάθος όταν επιδιώκουν να αυξήσουν τους φορολογικούς συντελεστές και για τις μεγάλες επιχειρήσεις και για τους πλούσιους. Το λάθος των Ρεπουμπλικανών είναι να υποστηρίξουν μείωση των φορολογικών συντελεστών τόσο για τους εύπορους ιδιώτες όσο και και για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η σωστή συνταγή είναι να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις και να αυξηθούν ελαφρώς για τους πλούσιους.

Η τρίτη συχνή παρανόηση έχει να κάνει με το ρόλο των μεγάλων επιχειρήσεων στην καινοτομία. Σε μια προηγούμενη εποχή, οι Αμερικανοί εξιδανίκευαν το οικογενειακό αγρόκτημα. Σήμερα, εκτιμούμε ιδιαίτερα τις μεγάλες ιδέες που προέρχονται από… μικρούς χώρους. Είναι αλήθεια ότι ο Steve Jobs κατασκεύασε τον πρώτο υπολογιστή της Apple στο γκαράζ του και ότι ο Mark Zuckerberg πληκτρολόγησε τις αρχικές γραμμές του κώδικα για το Facebook στο δωμάτιο της εστίας του. Αλλά η ιδιοφυΐα του Jobs, του Zuckerberg, και πολλών άλλων ήταν στο να μετατρέψουν την ιδέα τους σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές παγκόσμιες επιχειρήσεις. Η Apple απασχολεί σήμερα 46.000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης - και αυτό είναι η συνδυασμένη ενέργεια των εν λόγω εργαζομένων που παρήγαγαν το iPod, το iPhone και το iPad.

Στο γύρισμα του εικοστού πρώτου αιώνα, η Εθνική Ακαδημία Μηχανικών κατέταξε τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του προηγούμενου αιώνα με βάση το πώς κάθε καινοτομία βελτίωσε την ποιότητας της ζωής των ανθρώπων. Μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ - οι εταιρείες Edison, General Electric, AT & T, και General Motors – έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διανομή της πλειοψηφίας αυτών των επιτευγμάτων.

Είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι χωρίς τις μεγάλες εταιρίες η οικονομία των ΗΠΑ δεν θα ήταν, και δεν θα παραμείνει, η μεγαλύτερη και η πλουσιότερη στον κόσμο. Οι μεγάλες επιχειρήσεις επενδύουν σημαντικά περισσότερο στην έρευνα και ανάπτυξη από όσο οι μικρές επιχειρήσεις. Και είναι σε πολύ καλύτερη θέση για να επωφεληθούν των οικονομιών κλίμακας και φάσματος, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για να κάνουν τα αμερικανικά αγαθά και τις υπηρεσίες ανταγωνιστικά στο εξωτερικό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% των εξαγωγών των ΗΠΑ. Το ίδιο όφελος αφορά και στους καταναλωτές. Παρά την δαιμονοποίηση της Wal-Mart, για παράδειγμα, το άνοιγμα ενός σούπερ μάρκετ Wal-Mart σε μια γειτονιά οδηγεί σε μείωση του κόστους του «καλαθιού της νοικοκυράς» των κατοίκων της περιοχής κατά 25%.

Πέρα από τις επιδόσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, τις πωλήσεις στο εξωτερικό και τις ευκαιρίες αγορών, οι μεγάλες επιχειρήσεις προσφέρουν ό, τι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται περισσότερο: θέσεις εργασίας, και, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις από τις καλύτερες στη χώρα. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις πληρώνουν περίπου 50% περισσότερο και παρέχουν το 10% περισσότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα από όσο οι μικρές επιχειρήσεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις παρέχουν εργασία σχεδόν στο ένα τρίτο του αμερικανικού εργατικού δυναμικού.

Παρά το γεγονός ότι οι «αγανακτισμένοι» θέλουν να ποτίσουν το μεγάλο κεφάλαιο με ξύδι, για να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας, η Ουάσιγκτον πρέπει να του προσφέρει μέλι. Είναι βέβαιο ότι, φοβισμένες από τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές, οι επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα συσσωρεύουν τεράστια ταμειακά αποθέματα. Αν οι επιχειρήσεις δουν πολλά υποσχόμενες ευκαιρίες, θα ήταν πιο πιθανό να ξοδέψουν αυτά τα κεφάλαια και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας μέσω επενδύσεων σε ιδέες, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. Για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία, το Κογκρέσο πρέπει να περάσει μια άμεση μείωση του ομοσπονδιακού φορολογικού συντελεστή, από 20 έως 35%. Πολλά επενδυτικά σχέδια που κάποτε θα κρίνονταν σαν επικίνδυνα ξαφνικά φαίνονταν ιδιαιτέρως ελκυστικά.

Με το ίδιο σκεπτικό, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να προωθήσει μια ολόκληρη σειρά των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για να ανακαινίσουν τη σχεδόν εγκαταλελειμμένη υποδομή των ΗΠΑ. Επιτυχημένα παραδείγματα περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση, την κατασκευή και την συντήρηση των οδικών αξόνων με διόδια (Ώστιν, Τέξας), τους αστικούς σιδηροδρόμους μονής ράγας (Λας Βέγκας, Νεβάδα) και τα ελαφρά σιδηροδρομικά δίκτυα (St. Paul, Minnesota και Hudson-Μπέργκεν, Νιου Τζέρσεϋ). Σε διεθνές επίπεδο, οι ΣΔΙΤ αξιοποιούνται για ζητήματα πέραν των καθαρών υποδομών. Η Cisco Systems ξεκίνησε μια Παγκόσμια Πρωτοβουλία για την Εκπαίδευση το 2003. Μετά από ένα επιτυχημένο πιλοτικό πρόγραμμα στην Ιορδανία, εκπαιδευτικές συνεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ινδία και την Αίγυπτο. Πολλές αμερικανικές σχολικές περιφέρειες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την εφευρετικότητα της Cisco .

Οι «αγανακτισμένοι» (Occupy Wall Street) έχουν χαλυβδώσει την κοινή γνώμη αλλά δεν είναι τώρα η εποχή για να βάλουν τρικλοποδιά στα εταιρικά blue chips της Αμερικής.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136633/gary-hufbauer-and-martin-v...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/node/133733