Το ενεργειακό παιχνίδι στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ενεργειακό παιχνίδι στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο

Τι αλλάζει με την Αραβική Εξέγερση
Περίληψη: 

Οι επαναστάσεις στα αραβικά κράτη έχουν αλλάξει άρδην τους ενεργειακούς συσχετισμούς στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι παλιές σχέσεις αντικαθίστανται με νέες, όχι πάντα με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Στο νέο σκηνικό, οι δυνητικές ενεργειακές δυνατότητες του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας συνιστούν παράγοντα που μπορεί να αλλάξει την δυναμική των χωρών αυτών απέναντι στην Ευρώπη.

Η απρόσμενη ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ στην Αίγυπτο σε συνδυασμό με τις δραματικές προκλήσεις της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της Λιβύης και τη δομική αποσταθεροποίηση του Μπαχρέιν, της Υεμένης και της Συρίας, έχουν δημιουργήσει έναν εντελώς νέο παράγοντα πολιτικού ρίσκου αναφορικά με την παραγωγή και εξαγωγή υδρογονανθράκων στην πιο ασταθή και ενεργειακά πλούσια περιοχή του κόσμου• μια περιοχή η οποία τυχαίνει να περιέχει περίπου τα 2/3 των βεβαιωμένων παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και περίπου το 50% των εγνωσμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου του πλανήτη. [1]

Μολονότι υπάρχουν ακόμη πολλοί άγνωστοι παράγοντες σχετικά με το βάθος και τη διάρκεια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», «Αραβικής Εξέγερσης» ή «Αραβικής Αναγέννησης» - ανάλογα με την εκάστοτε υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων- έχει καταστεί σαφές ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των μορφών των πολιτικών ανακατατάξεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό των αραβικών καθεστώτων και το επίπεδο της αντίστοιχης τρωτότητας των καθεστώτων αυτών στις εγχώριες εξεγέρσεις.

Οι μοναρχίες του Αραβικού Κόλπου έχουν μέχρι σήμερα επιδείξει μια πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να κατευνάζουν αποτελεσματικά, να εξουδετερώνουν πολιτικά και εάν αυτό καταστεί απαραίτητο να υποτάσσουν με τη βία τις εστίες πιθανών εξεγέρσεων, οι οποίες, στην περίπτωσή τους, κατά κύριο λόγο προέρχονται από μια βαθιά θρησκευτική και συνεπαγόμενα πολιτική διαίρεση μεταξύ σημαντικών σε μέγεθος Σιιτικών μειονοτήτων (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) [2] και της κυβερνώσας Σουνιτικής ελίτ.

Υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας οι μοναρχίες του Κόλπου - σε μια νέα έκδοση της Ιεράς Συμμαχίας του 19ου αιώνα στην Ευρώπη - έχουν καταφέρει να καταστείλουν στρατιωτικά τη μεγαλύτερη πηγή πιθανής αναταραχής στην περιοχή- δηλαδή την εξέγερση στο Μπαχρέιν, η οποία θα μπορούσε - εάν είχε αφεθεί ανεξέλεγκτη – να δημιουργήσει το τρίτο κράτος παγκοσμίως του οποίου η κυβέρνηση θα ελεγχόταν από Σιίτες, μετά το Ιράν και το (μεγαλύτερο μέρους του) Ιράκ.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα αποτελούσε καλό οιωνό για την εσωτερική σταθερότητα της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ, ενώ θα επηρέαζε αρνητικά τη γεωστρατηγική θέση των ΗΠΑ και της ΕΕ στην περιοχή του Κόλπου δεδομένου ότι το Μπαχρεΐν αποτελεί τη βάση του 5ού αμερικανικού στόλου. Μια ενδεχόμενη έξωση του Στόλου παράλληλα με την προοπτική αποσταθεροποίησης της Σαουδικής Αραβίας θα είχε άμεσες και πιθανόν δραματικώς δυσμενείς επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου, εν μέσω μιας πρωτοφανούς διεθνούς οικονομικής ύφεσης.

Αν και είναι ακόμη συζητήσιμο το κατά πόσο η παρέμβαση του καθοδηγούμενου από τη Σαουδική Αραβία GCC (Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου) στο Μπαχρέιν έλυσε αποτελεσματικά το πρόβλημα της εσωτερικής ασφάλειας του Βασιλείου, η επέμβαση αυτή έχει καταστήσει σαφές τόσο εντός του Κόλπου όσο και διεθνώς ότι η ανωτέρω «Σουνιτική Ιερά Συμμαχία» των συντηρητικών μοναρχικών καθεστώτων έχει ακόμα τον έλεγχο των γεγονότων χωρίς να ελέγχεται από αυτά. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε μία δυτική - ή παγκόσμια - δύναμη δεν έχει δείξει καμιά απολύτως τάση υποστήριξης των απαιτήσεων της σιιτικής αντιπολίτευσης του Μπαχρεΐν [3]. Ακόμα και η υποστήριξη από το Ιράν παραμένει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μια στάση λεκτικής καταδίκης των ενεργειών του GCC παρά μια πολιτική ουσιαστικής υποβοήθησης των Σιιτών του Βασιλείου.

Ασχέτως του εάν κανείς συμφωνεί ή όχι με την επέμβαση του GCC η απουσία διεθνούς υποστήριξης προς τους εξεγερμένους του Μπαχρεΐν σε συνδυασμό με την συντονισμένη και αποφασιστική αντίδραση των περιφερειακών δυνάμεων, αποτελούν έναν παράγοντα πολιτικής σταθερότητας ο οποίος απουσιάζει από την αντίδραση του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος ισχύος σε ότι αφορά τις εξεγέρσεις που είτε έχουν ανατρέψει ή βρίσκονται στη διαδικασία ανατροπής των ηγετικών ελίτ στο μεσογειακό τόξο του αραβικού κόσμου, όπως συνέβη στην περίπτωση των καθεστώτων του Μουμπάρακ, του Καντάφι και του Άσαντ.

Είναι επίσης ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο δυνητικός αντίκτυπος από πλευράς εξωτερικής πολιτικής αυτών των εξεγέρσεων στη σταθερότητα της Μεσογείου είναι αρκετά σημαντικός, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι ΗΠΑ φαίνονται απρόθυμες να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πιο βαθιάς πηγής περιφερειακού κινδύνου, δηλαδή το Λιβυκό εμφύλιο πόλεμο και το ενδεχόμενο διάχυσης του στην Αλγερία και το Μαρόκο.

Η Βόρεια Αφρική, αν και λιγότερο σημαντική για το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα συγκριτικά με την περιοχή του Κόλπου, αποτελεί μια ζώνη πρωτεύουσας σπουδαιότητας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης δεδομένου ότι (α) το 35% του συνόλου των ευρωπαϊκών εισαγωγών πετρελαίου διέρχεται μέσω του Σουέζ, (β) η Αλγερία και η Λιβυή αναλογούν στο 14% του συνόλου των πετρελαϊκών εισαγωγών της Ε.Ε. για το 2010 και (γ) η Αλγερία, η Αίγυπτος και η Λιβυή αποτελούν συνδυαστικά τη μεγαλύτερη –μετά τη Ρωσία- πηγή εισαγωγής φυσικού αερίου για την Ευρώπη, αναλογώντας το 2010 περίπου στο 17% της ευρωπαϊκής ζήτησης αερίου [4].

Ως εκ τούτου επιβάλλεται να αναλύσουμε κατά προτεραιότητα τις δύο σημαντικότερες πηγές αυτής της συνεχιζόμενης αστάθειας στη περιοχή της Μεσογείου, (i) την μετα-Μουμπάρακ Αίγυπτο και τις επιπτώσεις της στην Ισραηλινή ενεργειακή πολιτική ασφάλειας και (ii) την επιτακτική ανάγκη για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Λιβύης.

Η συνεχιζόμενη ασταθής μετάβαση της Αιγύπτου