Η μάχη κατά της διαφθοράς γίνεται πλέον παγκόσμια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μάχη κατά της διαφθοράς γίνεται πλέον παγκόσμια

Η χρονιά που οι διαδηλωτές είπαν «ως εδώ!»
Περίληψη: 

Πέρυσι, οι διαδηλωτές σε όλο τον κόσμο μοιράζονταν μια κοινή αιτία: την οργή απέναντι σε κάποιας μορφής διαφθορά. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτή την ιστορική στιγμή για να διπλασιάσει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Η ANDREA BONIME-BLANC είναι επικεφαλής του τμήματος Παγκόσμιας Εταιρικής Ευθύνης και Διαχείρισης Κινδύνου στην Verint Systems. Προεδρεύει στην ομάδα διευθυντών της Ένωσης Αξιωματούχων για την Ηθική και την Συμμόρφωση (Ethics and Compliance Officer Association) και είναι συγγραφέας του βιβλίου Spain’s Transition to Democracy: The Politics of Constitution-Making.

Το 2011 αποτέλεσε μια κρίσιμη καμπή στον αγώνα κατά της διαφθοράς. Σε όλο τον κόσμο, κάθε διαδήλωση είχε έναν κοινό παρονομαστή: την οργή απέναντι σε κάποιας μορφής διαφθορά. Στη Μέση Ανατολή, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να εκδιώξουν την πολιτική ελίτ, που έχτισε τεράστια προσωπική περιουσία, ενώ στερούσε από τους πολίτες τις πιο βασικές ανάγκες. Το Ισραήλ, επίσης, αντιμετώπισε για πρώτη φορά τις μαζικές διαδηλώσεις της μεσαίας τάξης. Στην Ινδία, εν τω μεταξύ, ο κοινωνικός ακτιβιστής Anna Hazare ηγήθηκε πολλών απεργιών πείνας σε μια εκστρατεία εναντίον της εκμετάλλευσης. Και οι πολίτες της Κίνας οργάνωσαν διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς. Μετά τις φαινομενικά νοθευμένες βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου, η Ρωσία είδε επίσης ένα άνευ προηγουμένου κίνημα από τη μεσαία τάξη να κινητοποιείται ενάντια στο κατεστημένο. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη, οι πολίτες κινητοποιήθηκαν κατά της ανεργίας, της εταιρικής απληστίας και της ανισότητας.

Όπως κάθε φοιτητής ιστορίας γνωρίζει, η διαφθορά είναι ένα πανάρχαιο πρόβλημα. Προσπάθειες για την επίλυσή του χρονολογούνται από αιώνες, αλλά η σύγχρονη, πιο παγκόσμια μάχη ξεκίνησε το 1977,όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέσπισαν για πρώτη φορά το Νόμο για τις Πρακτικές Διαφθοράς στο Εξωτερικό [Foreign Corrupt Practices Act (FCPA)]. Ψηφίστηκε ως απάντηση σε μια σειρά από σκάνδαλα της αμυντικής βιομηχανίας όπου ενέχοντο επιχειρήσεις όπως η General Electric, η Lockheed Martin και η McDonnell Douglas, στην Ασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, ένας νόμος σχεδιάστηκε να εφαρμόζεται πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ.

Πριν από τον FCPA, οι προσπάθειες κατά της διαφθοράς στο δημόσιο ήταν περιορισμένης εμβέλειας - ήταν εθνικές ή τοπικές - και θέσπιζαν αποσπασματικές δράσεις, συνήθως στοχεύοντας μόνο μικρότερης σημασίας πράξεις διαφθοράς. Σπάνια, αν γινόταν ποτέ, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονταν με άλλες χώρες για να ξεριζώσουν συστημικές ανισότητες.
Για δεκαετίες αφότου ψηφίστηκε, ακόμα και ο FCPA δεν τύγχανε ιδιαίτερα ευρείας εφαρμογής. Οι αμερικανικές εταιρείες τον απεχθάνονταν, διότι, όπως ισχυρίζονταν, τις έθετε σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό τους με ξένες εταιρείες. Μη αμερικανικές επιχειρήσεις και κυβερνήσεις τον λοιδόρησαν επίσης ιδιαιτέρως, επειδή η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να έχουν δικαιοδοσία σε ξένα εδάφη φαινόταν ως παραβίαση της βασικής εθνικής κυριαρχίας.

Αλλά δύο μακροχρόνιες πιέσεις συνέκλιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η μια πίεση προήλθε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που αντιπροσώπευε την απογοήτευση των αμερικανικών εταιρειών οι οποίες ήταν πολύ δυσαρεστημένες με το σχετικό μειονέκτημά τους σε σύγκριση με εταιρείες από άλλες χώρες που ήταν απαλλαγμένες από τα «δεσμά» του FCPA. Η άλλη πίεση προήλθε από τις όλο και περισσότερο ενισχυμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ). Η πίεση αυτή αντιπροσωπεύθηκε καλύτερα από την Transparency International, που ιδρύθηκε το 1989 για την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλο τον κόσμο. Έτσι, το 1997, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διοργάνωσε μια Σύνοδο κατά της Δωροδοκίας, με στόχο μια συμφωνία που θα εναρμονίζει τα μέτρα κατά της διαφθοράς, ενθαρρύνοντας πολλές χώρες να υιοθετήσουν νόμους παρόμοιους με το νόμο FCPA που απαγορεύει τη δωροδοκία ξένων αξιωματούχων. 29 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ υπέγραψαν την συμφωνία.

Μέχρι σήμερα, 38 χώρες (τα αρχικά 29 μέλη συν εννέα ακόμα, συμπεριλαμβανομένων της Αργεντινής, της Βραζιλίας και του Ισραήλ) έχουν θεσπίσει νόμους παρόμοιους με τον FCPA. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια όχι μόνο επέτρεπαν στις εταιρείες τους να προσφέρουν δωροδοκίες σε ξένους αξιωματούχους για να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν δουλειές σε αγορές του εξωτερικού αλλά τους επέτρεπαν και να διεκδικούν φορολογικές εκπτώσεις για αυτές τις δωροδοκίες, τελικά έθεσαν εκτός νόμου και τις δύο πρακτικές.

Πρόσφατα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έγινε πιο αυστηρή σχετικά με τη διαφθορά. Σύμφωνα με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει θέσει σε εφαρμογή μια πρωτοφανή εκστρατεία διεθνούς καταπολέμησης της δωροδοκίας και έχει επικεντρωθεί περισσότερο στην εφαρμογή του FCPA εντός των ΗΠΑ. Στα 35 χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας, το ποινικό τμήμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ πιο απασχολημένο. Την περασμένη χρονιά σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες ποινικές κυρώσεις που αφορούν σε υποθέσεις διεθνούς δωροδοκίας, με πάνω από 1 δισ. δολάρια σε πρόστιμα. Σήμερα, το ποινικό τμήμα έχει ανοικτές πάνω από 150 έρευνες για υποθέσεις δωροδοκίας. Αυτό συγκρίνεται με έναν μέσο όρο πέντε έως δέκα υποθέσεων ετησίως κατά την τελευταία δεκαετία.

Πέρυσι, το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθέτησε τον πιο τολμηρό και παρόμοιο νόμο με τον FCPA μέχρι σήμερα: την βρετανική Πράξη περί Δωροδοκίας. Ποινικοποιεί όχι μόνο την επίσημη αλλά και την ανεπίσημη διεθνή εμπορική δωροδοκία και επιβάλλει σαφέστατη ευθύνη σε ανώτερα στελέχη που παραβλέπουν δωροδοκία η οποία έγινε από τους οργανισμούς στους οποίους ανήκουν.

Ακόμη και οιονεί δημοκρατικά και αυταρχικά καθεστώτα έχουν αρχίσει να εντάσσονται ή να συζητούν την ένταξή τους στη σύμβαση του ΟΟΣΑ. Η Ρωσική Ομοσπονδία υπέγραψε τη συμφωνία το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους. Τον Μάιο του 2011, έγινε παράνομη η δωροδοκία ξένων αξιωματούχων στην Κίνα. Σίγουρα, η Κίνα είχε μια ακανόνιστη πορεία σχετικά με τη διαφθορά - μερικές φορές αγνοεί την εκμετάλλευση και μερικές φορές εκτελεί άτομα που βρέθηκαν ένοχα ακριβώς για αυτό. Αλλά η πιο πρόσφατη προσπάθεια του καθεστώτος είναι τουλάχιστον, εν μέρει μια γνήσια προσπάθεια, εν μέρει μια θεωρητική απάντηση στις εγχώριες πιέσεις και εν μέρει ένας τρόπος για να αποκτήσει την πλήρη αποδοχή της διεθνούς οικονομικής κοινότητας, ιδιαίτερα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.