Τα επόμενα βήματα στις σχέσεις Ελλάδας - Σκοπίων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα επόμενα βήματα στις σχέσεις Ελλάδας - Σκοπίων

Τι σημαίνει η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης

«Διαπραγμάτευση», λοιπόν, στη βάση της γνωστής θέσης μας «σύνθετη γεωγραφική ονομασία με ισχύ έναντι όλων - erga omnes». Υπογραμμίζω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν ασάφειες ή να επιτρέπονται παρανοήσεις για το ενιαίο και αδιαίρετο αυτής της θέσης. Η θέση αυτή δεν διασπάται και δεν τεμαχίζεται. Έτσι, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή λύση μια σχετικά ικανοποιητική ονομασία αλλά με περιορισμένο εύρος εφαρμογής. Ούτε μια μη-ικανοποιητική ονομασία αλλά ευρείας εφαρμογής.

Για να έχει, όμως, σοβαρή προοπτική αίσιας έκβασης αυτή η διαπραγμάτευση - όπως άλλωστε κάθε διαπραγμάτευση - πρέπει να διεξάγεται σε ατμόσφαιρα αποφυγής εντάσεων και προκλήσεων κάθε μορφής.

Η έως τώρα εμπειρία έχει δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχει αναγάγει τις προκλήσεις έναντι της Ελλάδας σε συστατικό στοιχείο της διαπραγματευτικής της τακτικής. Επαναπαυμένη στις 133 διμερείς αναγνωρίσεις με το λεγόμενο συνταγματικό όνομα, η κυβέρνηση Γκρουέφσκι «βολεύεται» στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, εκτιμώντας ότι τελικά ο χρόνος εργάζεται προς όφελος των επιδιώξεών της.

Η Ελλάδα θα πρέπει, λοιπόν, να απαιτήσει τη «δέσμευση» των Σκοπίων ότι δεν θα προβούν με ενέργειες ή παραλείψεις σε οιασδήποτε μορφής πρόκληση που θα μπορούσε να διαταράξει την απαραίτητη για την ευόδωση των διαπραγματεύσεων ατμόσφαιρα ηρεμίας και μετριοπάθειας. Σε αντίθετη περίπτωση - και αυτό θα πρέπει να καταστεί σαφές προς όλους- η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Η κυβέρνηση των Σκοπίων θα γνωρίζει έτσι ότι η υπονόμευση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με προκλήσεις όπως αυτές που συνεχίζονται χωρίς σοβαρότητα και μέτρο - θυμίζω τις αψίδες που οδηγούν στη «Μεγάλη Μακεδονία», τα πανάκριβα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και το κάψιμο της ελληνικής σημαίας σε τοπικές «πολιτιστικές» εκδηλώσεις - δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες.

ΟΧΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Στο σημείο αυτό, δύο λόγια για το κρίσιμο ζήτημα της καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Πολλοί, ειδικά μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στην καταγγελία της ώστε να απαλλαγεί η Αθήνα από δεσμεύσεις και να ασκήσει νέα πίεση προς τα Σκόπια.

Για πολλούς και –θεωρώ - προφανείς λόγους, δεν θα έπρεπε να είμαστε εκ προοιμίου αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο βασικότερος από αυτούς είναι ότι ουδείς θα πρέπει να περιορίζει τις επιλογές του.

Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι μια τέτοια μείζων κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας δεν πρέπει να έχει τη μορφή ανακλαστικής αντίδρασης σε κάποια αρνητική εξέλιξη. Αντίθετα, θα πρέπει να έχει μελετηθεί λεπτομερώς και σε βάθος σε όλες της τις προεκτάσεις. Επομένως, δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτόματα την επιλογή της καταγγελίας ως χρήσιμο και αποτελεσματικό χειρισμό.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, η Ενδιάμεση Συμφωνία - παρά τις προφανείς σε βάρος της Ελλάδας αδυναμίες της - με τη σχεδόν εικοσαετή εφαρμογή της έχει δημιουργήσει μια κατάσταση πραγμάτων και ένα πλαίσιο σχέσεων που η ανατροπή τους θα είχε σοβαρά παρεπόμενα όχι μόνον σε διμερές αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Επομένως, μια απόφαση καταγγελίας δεν μπορεί να ληφθεί αβασάνιστα. Είναι απαραίτητο να έχει προηγουμένως ενταχθεί σε μια συνολική, ολοκληρωμένη και συνεκτική στρατηγική που θα έχει λάβει υπόψη της όλες τις παραμέτρους, όλες τις πιθανές -γιατί όχι και τις απίθανες- αντιδράσεις που μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει. Όλα τα πιθανά και τα απίθανα σενάρια και όλες οι εξελίξεις με τις οποίες ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα πρέπει να μελετηθούν με μεγάλη σοβαρότητα, ψυχραιμία και ρεαλισμό. Τα όποια θετικά θα πρέπει να συγκριθούν με τα αναμενόμενα αρνητικά.

Με λίγα λόγια, θα πρέπει να υπάρχει μια πλήρως επεξεργασμένη πολιτική που να απαντά στο καίριο ερώτημα: «Και μετά την καταγγελία, τί;». Χωρίς ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, η καταγγελία μπορεί να περιμένει, παραμένοντας μια δυνητική επιλογή.

Εν κατακλείδι, η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης χωρίς να αποτελεί μια δραματική εξέλιξη που ανέτρεψε τα βασικά δεδομένα των σχέσεων μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μας υποχρεώνει να μελετήσουμε με προσοχή όχι μόνον την πολιτική μας αλλά και τον τρόπο εργασίας, παραγωγής και διαμόρφωσης των αποφάσεων και προώθησης των θέσεών μας.

Ως προς αυτό το τελευταίο σημείο περιορίζομαι σε τρεις επιγραμματικές επισημάνσεις.

Θα πρέπει το συντομότερο να συσταθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών μια ειδική, ευάριθμη ομάδα με μορφή task force που θα παρακολουθεί με τρόπο ολοκληρωμένο και συνεκτικό όλες τις πτυχές -πολιτικές, οικονομικές, νομικές και επικοινωνιακές- των σχέσεών μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Η διαπραγματευτική μας πολιτική θα πρέπει να είναι στο πλαίσιο των υπό τον ΟΗΕ συνομιλιών, με αποδέκτη απευθείας τον επίσημο μεσολαβητή. Η πρακτική των παράλληλων διαύλων και των ημιεπίσημων ή ανεπίσημων συμβούλων, ενδιάμεσων και απεσταλμένων, δεν έχει προσφέρει κάτι άλλο από το να θολώνει τελικά, τις διαπραγματευτικές θέσεις και τα μηνύματα της χώρας.

Τέλος, οι «έτσι, χωρίς πρόγραμμα», συναντήσεις που γίνονται χωρίς προετοιμασία, κυρίως για το θεαθήναι, δεν μπορούν να παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα και δεν βοηθούν τη διαπραγμάτευση. Ο κ. Γκρουέφσκι πάντα επεδίωκε τέτοιες ανούσιες, επικοινωνιακής στόχευσης συναντήσεις, ώστε να καλλιεργείται διεθνώς η ψευδής εντύπωση «business as usual». Τις επιδιώκει και θα συνεχίσει να τις επιδιώκει. Μέσα σε αυτές, και μέσα από αυτές ο κ. Γκρουέφσκι αναζητεί άλλοθι για τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία του. Η Ελλάδα θα πρέπει να αποφεύγει την συμμετοχή της σε αυτό το παιγνίδι εντυπώσεων.