Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας

Πώς οι μετριοπαθείς εθνικιστικές πολιτικές του δυναμιτίζουν το σήμερα
Περίληψη: 

Ο πρώτος πρόεδρος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προσπάθησε συνειδητά να προσδώσει ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά στη χώρα του, χωρίς όμως να προσφύγει σε εθνικιστικό παραλήρημα ή χάλκευση της ιστορίας. Ωστόσο, οι προσπάθειές του εκφυλίστηκαν από τους επιγόνους του. Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Ο Δρ Αριστοτέλης Τζιαμπίρης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Ο πρόσφατος θάνατος του Κίρο Γκλιγκόροφ, πρώτου προέδρου [1991-1999] της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας το γειτονικό κράτος ανεξαρτητοποιήθηκε, εντάχθηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), επεβίωσε της ένοπλης εθνοτικής κρίσεως του 2001 και συγκρούσθηκε διπλωματικά με την Ελλάδα για το ζήτημα της ονομασίας.

Ο Γκλιγκόροφ έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλα αυτά τα επεισόδια, ακολουθώντας εξωτερική πολιτική με αυστηρά ιεραρχημένους στόχους και έχοντας πλήρη επίγνωση των περιορισμών και των ευκαιριών που προσέφερε το μεταψυχροπολεμικό περιφερειακό σύστημα των Βαλκανίων. Συγχρόνως, όμως, αγνόησε τις διεκδικήσεις και προσδοκίες της σημαντικής αλβανικής μειονότητας της ΠΓΔΜ και εισήγαγε μια έντονη εθνικιστική διάσταση στην κρατική ιδεολογία μετατοπίζοντας την ταυτότητα των Σλαβομακεδόνων προς την κατεύθυνση της αρχαιότητας.

Προφανώς, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να ελέγξει αυτές τις διεργασίες, δεν υπολόγισε ότι οι πολιτικοί του επίγονοι θα τον παραμερίσουν ως ιδεολογικά ξεπερασμένο, μετριοπαθή ηγέτη. Οδηγώντας τις επιλογές του Γκλιγκόροφ στα λογικά τους άκρα, όπως θα δούμε, με την εκστρατεία της «Αρχαιοποίησης» και την έντονη εχθρότητα προς την Ελλάδα, η ΠΓΔΜ δεν κατόρθωσε να εισχωρήσει στο ΝΑΤΟ, η ενταξιακή της πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα, ενώ η «γκρίνια" της αλβανικής μειονότητας για αυτές τις εξελίξεις υπενθυμίζει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη σοβαρών εθνοτικών εντάσεων στο εσωτερικό της χώρας. Υπό αυτή την έννοια, και παρά τις διεθνείς επιτυχίες του, η καριέρα του Γκλιγκόροφ παρουσιάζει χαρακτηριστικά τραγωδίας καθώς το σύνολο των πολιτικών του, εν δυνάμει, δυναμιτίζουν τις προοπτικές επιβίωσης της ΠΓΔΜ καθώς και τις πιθανότητες εξεύρεσης λύσεως στο θέμα της ονομασίας.

ΚΙΡΟ ΓΚΛΙΓΚΟΡΟΦ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

Για να κατανοήσουμε τις αδιάλλακτες θέσεις που επικρατούν σήμερα στην ΠΓΔΜ στο ζήτημα της ονομασίας, θα πρέπει να αναφερθούμε στον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, κλασικός εκπρόσωπος του οποίου (αν και όχι στην πλέον ακραία εκδοχή) υπήρξε ο Κίρο Γκλιγκόροφ [1].

Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζονταν ως «Μακεδόνας», υιοθετώντας μάλλον άκριτα στοιχεία ρομαντικού εθνικισμού. Χαρακτηριστικά, αμέσως μετά την εκλογή του ως πρώτου Προέδρου της ΠΓΔΜ στις 27 Ιανουαρίου 1991 απηύθυνε λόγο στο Κοινοβούλιο της χώρας του εξηγώντας: «Το μήνυμά μου “Η Μακεδονία είναι όλα όσα έχουμε”, απευθυνόταν προς την σημερινή γενιά των Μακεδόνων, ... ήταν ... μια ιερή παρακαταθήκη προς όλες τις μέλλουσες γενιές–να φυλάνε τη Μακεδονία, ως το πιο ιερό και πολύτιμο πράγμα που έχουμε [2].»

Ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός δε γεννιέται βέβαια με τον Γκλιγκόροφ. Παρά τις αστειότητες περί αρχαίας καταγωγής και συνέχειας (και μάλιστα προ της έλευσης των Σλάβων στα Βαλκάνια), στοιχεία του εν λόγω εθνικισμού, σε περιορισμένο επίπεδο, συναντώνται περί τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου. Αποκτούν χαρακτηριστικά μαζικού κινήματος με οργανωμένη κομματική και κρατική ενίσχυση μόνο επί εποχής Τίτο και μετέπειτα.

Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι Βούλγαροι στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν πεπεισμένοι ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι στη Μακεδονία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –που απαρτίζονταν από τα βιλαέτια (επαρχίες) της Θεσσαλονίκης, Σκοπίων και Μοναστηρίου– ήταν ομοεθνείς τους, οι οποίοι θα έπρεπε να βρίσκονται εντός των ορίων μιας νέας «Μεγάλης Βουλγαρίας» [3]. Συγχρόνως, όμως, αρκετοί Βούλγαροι συνειδητοποιούσαν ότι τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και η περιφερειακή ισχύς της Ελλάδος και Σερβίας δεν επέτρεπαν μια τέτοια εξέλιξη. Προκειμένου να αποφευχθεί ο εδαφικός διαμελισμός της Οθωμανικής Μακεδονίας από όλα τα γειτονικά βαλκανικά κράτη, αναπτύχθηκε (πάντα από βουλγαρική σκοπιά) κίνημα πολιτικού «σεπαρατισμού» (διαχωρισμού). Στόχος ήταν η πολιτική αυτονομία της οθωμανικής Μακεδονίας και όχι η ενσωμάτωση της με τη Βουλγαρία (εξέλιξη βεβαίως που δεν αποκλειόταν για το απώτερο μέλλον).

Ο «πολιτικός σεπαρατισμός» των Βουλγάρων δεν βασίστηκε μόνο στην «ανάγνωση» της ισορροπίας ισχύος της εποχής, αλλά ήταν και αποτέλεσμα της τοπικής δυσαρέσκειας αρκετών σλαβόφωνων με τις επιλογές του βουλγαρικού κράτους σε ζητήματα γλωσσικής, εκκλησιαστικής και εξωτερικής πολιτικής. Αποσυνέδεε το άμεσο πολιτικό μέλλον της οθωμανικής Μακεδονίας από αυτό της Βουλγαρίας, χωρίς όμως να παραδέχεται την ύπαρξη ξεχωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Ουσιαστικά επρόκειτο για ενδο-βουλγαρική διαφοροποίηση στρατηγικών επιδιώξεων. Ακολουθήθηκε, όμως, από κίνημα «εθνικού σεπαρατισμού» το οποίο διακήρυξε την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους μη ταυτιζόμενου με το βουλγαρικό ή το σερβικό [4].

Σε τελική ανάλυση «δεν είναι σωστό να μιλά κάποιος για δύο ξεχωριστά εθνικά κινήματα, το βουλγαρικό και το (σλαβομακεδονικό) ... Επρόκειτο για δύο πτέρυγες του ιδίου κινήματος. Για τους ακτιβιστές ήταν απόλυτα φυσιολογικό να αλλάζουν πλευρές, και δεν είναι συμπτωματικό ότι [οι δύο αυτές εθνικές] ιστοριογραφίες οικειοποιούνται την ίδια παράδοση εθνικού απελευθερωτικού αγώνα. Και οι δύο δοξάζουν τους ίδιους ήρωες [5]».

Ίσως άθελά του, ο Γκλιγκόροφ προσφέρει πολύτιμα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιστορικά επισφαλή ύπαρξη της εθνικής του ταυτότητας αλλά και της σχέσης της με τον βουλγαρικό εθνικισμό. Για παράδειγμα, στα απομνημονεύματά του έχει αποκαλύψει ότι μέχρι το 1941 το επώνυμό του ήταν Γκλιγκόροβιτς [6], ενώ εντυπωσιακή είναι η παραδοχή ότι η εθνική του ταυτότητα δημιουργήθηκε κάπως αργότερα στη ζωή του: «Όπως φαίνεται, μέσα μου ωρίμασε από νωρίς η πεποίθηση ότι είμαι Μακεδόνας, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον καιρό που ήμουν μαθητής Γυμνασίου στα Σκόπια [7]».