Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας

Πώς οι μετριοπαθείς εθνικιστικές πολιτικές του δυναμιτίζουν το σήμερα

Ο Γκλιγκόροφ παρέμενε αδιάλλακτος στην αντίθεσή του προς οποιαδήποτε συμφωνία στη βάση της ελληνικής θέσης και κατόρθωσε να αντισταθεί επιτυχώς στις πολύπλευρες και έντονες πιέσεις της Αθήνας (μη αναγνώριση, εμπάργκο κτλ.). Αυτό το επέτυχε, εν μέρει, διότι εκτίμησε σωστά τις μεταψυχροπολεμικές προτεραιότητες και τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι η ελληνική πίεση προς την ΠΓΔΜ θα οδηγούσε σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων.

Πράγματι, οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και χώρες ήθελαν να περιορίσουν ή και να δώσουν τέλος στους πολέμους που συνδέονταν με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αποφεύγοντας έτσι το σενάριο της εκτεταμένης εξάπλωσης των ενόπλων συγκρούσεων. Η ιστορική αλήθεια δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τη διεθνή κοινότητα. Αν και η Ελλάδα έθετε εντυπωσιακά επιχειρήματα, που στήριζαν τις θέσεις της στο ζήτημα της ονομασίας, η ΠΓΔΜ του Γκλιγκόροφ τα αντέκρουε αποτελεσματικά, όχι απορρίπτοντας την εγκυρότητά τους, αλλά υποστηρίζοντας πειστικά ότι η εφαρμογή των θέσεων της Αθήνας θα οδηγούσε σε ευρύτερα περιφερειακά προβλήματα.

Επίσης, ο Γκλιγκόροφ στήριξε σημαντικά την εξωτερική πολιτική της ΠΓΔΜ και με μια σειρά συγκεκριμένων χειρισμών. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η απόφασή του να πραγματοποιηθεί γρήγορα το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου 1991, που ανακήρυξε την ΠΓΔΜ ανεξάρτητο κράτος, και αμέσως μετά να υιοθετήσει ένα σύνταγμα βασισμένο στα δυτικά πρότυπα. Και οι δύο αποφάσεις αυτές βοήθησαν να καθιερωθεί στον έξω κόσμο η εντύπωση μιας δημοκρατικής, σχετικά φιλελεύθερης χώρας, με δυτικό προσανατολισμό.

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ο Γκλιγκόροφ διέθετε την εξαιρετική ικανότητα να παρουσιάζεται στη διεθνή κοινότητα ως πρόθυμος για συμβιβασμό, χωρίς όμως να χρειάζεται ποτέ να προχωρήσει σε ουσιαστικές παραχωρήσεις. Μολονότι ποτέ δεν αποδέχτηκε την ελληνική θέση για το θέμα του ονόματος, σε αρκετές περιπτώσεις φάνηκε πρόθυμος να αλλάξει την πολιτική της χώρας του για το ζήτημα αυτό.

Συγκεκριμένα, στις 9 Δεκεμβρίου 1992, δήλωσε στο Κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ ότι ήταν έτοιμος να στηρίξει την πρωτοβουλία του Βρετανού διπλωμάτη (εκπροσώπου της βρετανικής προεδρίας) Ρόμπιν Ο’ Νήλ και την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)» για όλες τις διεθνείς υποθέσεις, αν και διευκρίνισε ότι στο εσωτερικό της χώρας θα χρησιμοποιούνταν η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας.» Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, απέρριψε το σχέδιο όπως ήταν αναμενόμενο, αφού δεν ήταν σύμφωνο με την επίσημη θέση στο θέμα του ονόματος.

Επιπλέον, ένας ακόμα επιτυχημένος «συμβιβασμός» του Γκλιγκόροφ για να καταφέρει την ένταξή του κράτους του στον ΟΗΕ, ήταν ότι δέχτηκε το 1993 την προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ. Θεώρησε την ένταξη στον ΟΗΕ γεγονός υψίστης πολιτικής σημασίας και κατά συνέπεια δεν δίστασε να συμβιβαστεί, αγνοώντας το αναπόφευκτο εσωτερικό πολιτικό κόστος και κριτική.

Θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί κάποιος ότι η διεθνής αναγνώριση της χώρας του ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν ήταν ο μοναδικός στόχος του Γκλιγκόροφ καθώς, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, επεδίωξε σοβαρές διαπραγματεύσεις και αποδέχτηκε συμβιβασμούς. Ωστόσο, σε αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να αντιπαρατάξουμε ότι το πέρασμα του χρόνου λειτουργούσε υποστηρικτικά στις πολιτικές προθέσεις της ΠΓΔΜ. Για παράδειγμα, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αποκαλούσαν συνεχώς τη νεόκοπη δημοκρατία ως «Μακεδονία», κερδίζοντας έτσι μια άτυπη αλλά σημαντική «αναγνώριση». Επιπροσθέτως, άρχισε η διαδικασία αναγνωρίσεων για διμερείς σχέσεις με τη συνταγματική ονομασία της ΠΓΔΜ (ως τις αρχές του 2012, 133 κράτη είχαν προβεί σε ανάλογες ενέργειες).

Επιπλέον, ο Γκλιγκόροφ κατόρθωσε να φαίνεται «εκ του ασφαλούς» πιο ευέλικτος και ανεκτικός στα μέλη της διεθνούς κοινότητας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι, για διαφόρους λόγους που συνδέονταν κυρίως με την ελληνική εσωτερική πολιτική κατάσταση, καμία κυβέρνηση δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί στο θέμα του ονόματος, και συνεπώς η Αθήνα θα απέρριπτε τις διάφορες μεσολαβητικές προσπάθειες, αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο διεθνές πολιτικό κόστος.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Γκλιγκόροφ δεν ηττήθηκε στο θέμα της ονομασίας αν και αντιμετώπιζε μια πανίσχυρη –σε σχέση με την ΠΓΔΜ– Ελλάδα, οι πολιτικές που ακολούθησε δυναμίτισαν εν τέλει την εσωτερική συνοχή της ΠΓΔΜ, έφεραν στο προσκήνιο ακραίους εθνικιστές και δυσχέραναν σημαντικά τη μελλοντική επίλυση του ζητήματος της ονομασίας.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ, ο εθνικισμός του Κίρο Γκλιγκόροφ δεν του επέτρεψε ποτέ να αποδεχτεί ότι οι Αλβανοί (περίπου το 1/3 του πληθυσμού) αποτελούσαν ισότιμο έθνος με τους Σλαβομακεδόνες. Αποκαλυπτική είναι μια αναφορά του για το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, πριν από την ένταξη της ΠΓΔΜ στον ΟΗΕ: «Θεώρησα σκόπιμο να εντάξω στην αποστολή για τη Νέα Υόρκη και κάποιον Αλβανό. Μέσω αυτού, [επιθυμούσα] να συμμετάσχει και η αλβανική εθνότητα στη Μακεδονία και να εκπροσωπηθεί και αυτή στην ιστορική συνάντηση. Θυμήθηκα ότι εκείνοι δεν έλαβαν μέρος στο δημοψήφισμα, δεν ψήφισαν για το Σύνταγμα κλπ, και αν επαναληφθεί το ίδιο και στην ένταξή μας στα Ηνωμένα Έθνη, θα συνεχιστεί η τακτική αμφισβήτησης των βασικότερων πράξεων αυτού του κράτους». [16]

Τελικά, ως αποτέλεσμα μιας σχεδόν ύστερης σκέψης, τον Γκλιγκόροφ συνόδευσε και ένας Αλβανός βουλευτής. Το γεγονός είναι ενδεικτικό της περιορισμένης σημασίας που έδινε ο Γκλιγκόροφ στους Αλβανούς του κράτους του. Ο εθνικισμός του τον έκανε να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τις ανάγκες και τους στόχους των Σλαβομακεδόνων.