Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα

Πώς Αθήνα και Σκόπια θα προχωρήσουν στο μέλλον
Περίληψη: 

Τα χαρακτηριστικά της διαφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ δεν βασίζονται σε κάποιον ανταγωνισμό σχετικά με πόρους στην περιοχή αλλά αφορούν σε σύμβολα και εμβλήματα. Οι σκοπιανοί θεωρούν παραλογισμό την κατηγορία που τους απευθύνεται ότι «κλέβουν την (ελληνική) ιστορία». Ωστόσο, επιθυμούν μια τελική λύση καθώς φοβούνται ότι το κράτος τους θα αντιμετωπίσει τεράστιους κινδύνους αν παραμείνει απομονωμένο. Αρκεί να λέγονται «Μακεδόνες».

O LjIUBOMIR D. FRCKOSKI είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Kiril and Metody στα Σκόπια. Έχει υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών της FYROM.

Η κλασική προσέγγιση κάθε ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής σχετικά με την επίλυση διαφορών ή απλώς ένα σχόλιο πάνω σε μια διαφορά, προϋποθέτει την εξέταση των καθοριστικών παραγόντων της, δηλαδή τους παράγοντες που έχουν δημιουργήσει και διατηρήσει τη δυναμική της και είναι «τόπος προς επίλυση» της διαφοράς (ή, εάν τα πράγματα αρχίσουν να πηγαίνουν προς λάθος κατεύθυνση – η μεγάλη κλιμάκωση της έντασης προς τη σύγκρουση).

Πράγματι, πρέπει να πω, είχα την ευκαιρία να ακούσω και να δω, είτε ως υπουργός ή σύμβουλος καθηγητής, όλους τους τύπους των ερμηνειών, τις απόψεις και τις αναλύσεις σχετικά με τις παραξενιές, τους παραλογισμούς και τα απίστευτα της διαφωνίας περί του ονόματος μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Δημοκρατίας της Ελλάδας, από την διεθνή ανακήρυξή της το 1991.

Την ίδια στιγμή, αυτό το ζήτημα ή διαφωνία περί την ονομασία φέρει και πολιτικές επιπτώσεις στην παρεμπόδιση της ανάπτυξης των συνολικών σχέσεων στην περιοχή, στο πλαίσιο ιδίως της Μακεδονίας. Η πιο εμφανής διάσταση αυτής της διαφωνίας περί του ονόματος είναι παραμόρφωση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με τη λεγόμενη ομάδα των χωρών της Αδριατικής (Κροατία, Μακεδονία και Αλβανία, εκ των οποίων μόνο η Μακεδονία έχει αποκλειστεί από το ελληνικό βέτο στην πρώτη της προσπάθεια).
Αυτός ο αποκλεισμός ανακοινώθηκε στην ενταξιακή διαδικασία της Μακεδονίας προς την ΕΕ, από άλλο ένα ελληνικό βέτο, εάν δεν υπάρξει λύση της διαφωνίας επί του ονόματος, κλπ.

Αυτή η διαμάχη για το όνομα, όπως είδαμε, έχει καταφέρει να παραβιάσει τους κανόνες των διαδικασιών για την εισδοχή νέων κρατών μελών, όπως προβλέπεται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της διαδικασίας εισδοχής στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η περίπτωση της Μακεδονίας σχετικά με τον ΟΗΕ, σήμερα διδάσκεται ως παράδειγμα παραβίασης του Χάρτη του ΟΗΕ, όταν γίνεται δεκτό ένα νέο κράτος μέλος.

Η διαμάχη για το όνομα έχει καταφέρει να παγιδεύσει την ΕΕ, και στο παρελθόν ακόμη και το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) και το ΝΑΤΟ, σε έναν διαδικαστικό λαβύρινθο.
Η διαμάχη για το όνομα έχει στρεβλώσει τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις σχετικά με τα σχέδια ανάπτυξης της περιοχής, δημιουργώντας αυξημένες πιθανότητες να πάρουν ακόμη πιο περίπλοκη μορφή, ειδικά αν η Μακεδονία παραμείνει απομονωμένη από την Ευρω-Ατλαντική διαδικασία ενσωμάτωσης, και με δεδομένη την περίπλοκη, πολυ-πολιτισμική κοινωνική της σύνθεση, να μπει σε μια μακροχρόνια περίοδο στασιμότητας.

Ως εκ τούτου, αυτό θα ήταν ένας σοβαρός «παραλογισμός» της διαφωνίας επί του ονόματος, επομένως χρήζει μιας λεπτομερούς ανάλυσης.

Ι. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ

1. Το πρώτο σημαντικό πράγμα που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι αυτή η διαφορά δεν είναι στρατηγική και πολιτική («real-politic»), με την έννοια που ορίζονται οι διαφορές εκείνες που αφορούν σε ανταγωνιστικά πολιτικά συμφέροντα των διαφωνούντων προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε ορισμένους πόρους. Δηλαδή, η Μακεδονία και η Ελλάδα δεν είναι χώρες που ανταγωνίζονται για τους ίδιους πόρους, αντίθετα μάλλον είναι συμπληρωματικές. Η σιωπηλή και, ακόμη και τώρα, επιτυχής οικονομική συνεργασία τους μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στον ΟΗΕ το 1995, το έχει δείξει αυτό. Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έχει γίνει ο πρώτος εταίρος της Μακεδονίας στην εξωτερική πολιτική και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής.

Παρ' όλα αυτά, η επιτυχής οικονομική κατάσταση δεν κατάφερε να επιλύσει τη διαφορά (από μόνη της), όπως οι πολιτικοί «νεωτεριστές» είχαν ελπίσει. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της αιχμής της συνεργασίας αυτής, η διαφωνία «εξεράγη» σε μια νέα φάση και ακόμη περισσότερη αρνητική ενέργεια (2004-2012).

Ο λόγος για αυτό είναι ότι το βασικό χαρακτηριστικό της διαφωνίας επί του ονόματος μεταξύ της Μακεδονίας και της Ελλάδας είναι ο συμβολισμός της, το «έμβλημα». Αυτή είναι μια διαφορά που περιλαμβάνει τη χρήση και τον έλεγχο των συμβόλων που δηλώνουν την ταυτότητα και αφορούν τις λέξεις «Μακεδονία και Μακεδονικός». Γι' αυτό, και οι δύο χώρες έχουν επικαλεστεί, για διαφορετικούς λόγους, την «ιδιοκτησία» τους, τον έλεγχο ή τη συμμετοχή τους σε αυτές τις έννοιες. Από αυτή την άποψη, ετούτη η διαφορά είναι πολύ μεταμοντέρνα, μια διαφορά σχετικά με τα σύμβολα, κατασκευάζοντας ομοιώματα της ερμηνείας της ιστορίας. Ο προσδιορισμός από το όνομα και η αναγνώριση εξ αυτού (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Charles Taylor), δηλαδή, η αναγνώριση της ταυτότητας της ομάδας, έχει γίνει όλο και περισσότερο, στα Βαλκάνια και στο σύγχρονο κόσμο, μια βάση για συγκρούσεις και διαφωνίες.

Αυτοί οι τύποι διαφωνιών δεν επηρεάζονται άμεσα από την οικονομική συνεργασία και την αλληλεπίδραση των διαφωνούντων. Οι εν λόγω διαφορές έχουν «εμβολιαστεί» σε ένα περιβάλλον νεωτεριστικό, με μια φωτισμένη αισιοδοξία ότι η ανάπτυξη αυτή καθ’ αυτή θα επιλύσει ή θα μετριάσει κάθε πρόβλημα.

Με αυτό δεν θα ήθελα να πω ότι η οικονομική συνεργασία δεν δημιουργεί μια πιο φιλική ατμόσφαιρα και μια καλύτερη γνώση του ενός για τον άλλον. Παρ' όλα αυτά, στο τέλος, είναι αναγκαίο να γίνει μια γέφυρα ή διάσπαση και επιμερισμός των νοημάτων επί και περί το βασικό σύμβολο-έμβλημα ως ένα άλμα προς την λύση. Χωρίς ένα τέτοιο βήμα προς τα εμπρός, η διαφωνία σιγοκαίει ή κλιμακώνεται με κυκλικό τρόπο.

Αν κάποιος αδυνατεί να το κατανοήσει αυτό, τότε είναι αδύνατον να συλλάβει την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν οι δύο πλευρές, με όλες τις υπερβολές της και, μερικές φορές, με τη βαλκανική, τύπου καφενείου, ρητορική. Το να κατανοήσουμε την επιχειρηματολογία και τον χαρακτήρα της διαφωνίας είναι κάτι βασικό για την επίλυσή της, και ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας και όχι συμπληρωματική, η βιβλιογραφία για τους εμπλεκόμενους διπλωμάτες.

Τότε δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσει κανείς, για παράδειγμα, τον ελληνικό νεολογισμό της «κλοπής της ιστορίας», που υποτίθεται ότι τους έκαναν οι «Σκοπιανοί», ή τη μακεδονική παράνοια ότι οι Έλληνες πραγματικά δεν ήθελαν να υπάρχει καθόλου η Μακεδονία και οι Μακεδόνες.