Πώς θα συμβιβαστούν ο καπιταλισμός με τη μαζική δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς θα συμβιβαστούν ο καπιταλισμός με τη μαζική δημοκρατία

Κινητοποιώντας τη νεωτερικότητα

Αυτό που τελικά αναδείχθηκε νικητήριο μέσα από τα χαλάσματα, ήταν ένα υβριδικό σύστημα, που συνδύαζε τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη μικτή οικονομία. Όπως παρατήρησε ο πολιτικός επιστήμονας Sheri Berman, «η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων παρουσίαζε ένα ιστορικό παράδοξο: ο καπιταλισμός επέζησε, αλλά ήταν ένας καπιταλισμός διαφορετικός από τον προπολεμικό, πιο ήπιος και περιορισμένος από την ισχύ του δημοκρατικού κράτους, συχνά υπόδουλος στον στόχο της κοινωνικής σταθερότητας και αλληλεγγύης μάλλον, παρά το αντίθετο». Ο Berman αποκαλεί αυτό το μίγμα «σοσιαλδημοκρατία». Άλλοι διανοούμενοι χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους: ο Jan-Werner Müller προτιμά τη «χριστιανοδημοκρατία», ο John Ruggie προτείνει τον «ενσωματωμένο φιλελευθερισμό», ο Karl Dietrich Bracher μιλά για «δημοκρατικό φιλελευθερισμό», ο Francis Fukuyama έγραψε για το «τέλος της Ιστορίας», οι Daniel Bell και Seymour Martin Lipset είδαν το «τέλος της ιδεολογίας». Όλοι ουσιαστικά αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Ο Bell τοποθετήθηκε ως εξής το 1960:

Ελάχιστοι σοβαροί άνθρωποι πιστεύουν πια ότι μπορεί κάποιος να καταστρώσει «πρόγραμμα» και μέσω της «κοινωνικής μηχανικής» να φέρει στον κόσμο μια νέα ουτοπία κοινωνικής αρμονίας. Ταυτόχρονα, οι παλιές «αντι-πεποιθήσεις» έχασαν επίσης την πνευματική τους δύναμη. Λίγοι «παραδοσιακοί» φιλελεύθεροι επιμένουν ακόμη ότι το Κράτος δεν θα πρέπει να παίζει κανέναν ρόλο στην οικονομία, και ελάχιστοι σοβαροί συντηρητικοί, τουλάχιστον στην Αγγλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη, πιστεύουν ότι το Κράτος Πρόνοιας αποτελεί «οδό υποδούλωσης». Συνεπώς, σήμερα στον δυτικό κόσμο υπάρχει μια χονδρική συναίνεση των διανοουμένων πάνω στα πολιτικά ζητήματα: την αποδοχή του Κράτους Πρόνοιας, την επιθυμία για αποκεντρωμένη εξουσία, το σύστημα μικτής οικονομίας και τον πολιτικό πλουραλισμό.

Αντανακλώντας τα κατάλοιπα της ιδεολογικής αποχαλίνωσης του Μεσοπολέμου, το σύστημα έδωσε έμφαση όχι στην υπέρβαση αλλά στον συμβιβασμό. Δεν προσέφερε ούτε σωτηρία ούτε ουτοπία, παρά μόνο ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολίτες θα μπορούσαν να επιδιώξουν την προσωπική βελτίωσή τους. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο ικανοποιητικό όσο οι θρησκείες τις οποίες αντικατέστησε, ιερές ή κοσμικές. Μάλιστα, παραμένει σε εξέλιξη, καθώς απαιτεί επιδιορθώσεις και τροποποιήσεις, δεδομένου ότι οι συνθήκες και οι τάσεις αλλάζουν. Εντούτοις, η επιτυχία του είναι προφανής, και φανερώνει ότι το βασικό του πλαίσιο έχει παραμείνει εντυπωσιακά άθικτο.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Κεντρικό ζήτημα στη νεωτερικότητα υπήρξε το πώς θα συμβιβαζόταν ο καπιταλισμός με τη μαζική δημοκρατία. Από τη στιγμή που η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων έδωσε μια καλή απάντηση, πέτυχε να αντιμετωπίσει όλες τις επακόλουθες προκλήσεις. Οι ανακατατάξεις που συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 απείλησαν να την αποδιοργανώσουν. Όμως, παρά τα όσα πίστευαν οι ακτιβιστές εκείνης της εποχής, δεν είχαν πολλά να προτείνουν όσον αφορά την πολιτική ή την οικονομία, κι έτσι η διαρκέστερη επίδρασή τους περιορίστηκε στην κοινωνική ζωή. Παραδόξως, τα γεγονότα αυτά σταθεροποίησαν το σύστημα αντί να το ανατρέψουν, βοηθώντας το να επιβιώσει στην πλήρη δυναμική του, φέρνοντας μέσα από τα τείχη του κάστρου ομάδες πληθυσμού που προηγουμένως ήταν υποβαθμισμένες και στερημένες. Οι νεοφιλελεύθεροι επαναστάτες της δεκαετίας του 1980 δεν είχαν καλύτερη τύχη και ποτέ δεν κατόρθωσαν να γυρίσουν πολύ πίσω τους δείκτες του ρολογιού.

Εν τω μεταξύ, όλες οι πιθανές εναλλακτικές προτάσεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αποδείχθηκε ότι ήταν αδιέξοδες ή πρόσκαιρες παρακάμψεις από την πεπατημένη. Η πολυδιαφημισμένη άνοδος των Τρίτων χωρών (“rise of the rest”) δεν αφορούσε την αμφισβήτηση της μεταπολεμικής μορφής της δυτικής πολιτικής οικονομίας, αλλά την ενίσχυσή της: οι χώρες που είχαν παρουσιάσει άνοδο, είχαν φθάσει σε αυτό το επίπεδο ενστερνιζόμενες το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, τιθασεύοντας ορισμένα από τα αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά του και φιλελευθεροποιώντας το καθεστώς που διέπει τη δημόσια διοίκηση, παράλληλα με τη φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών τους (και θα αποτύχουν αν δεν συνεχίσουν να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο).

Εντούτοις, αν και το οικοδόμημα εξακολουθεί να υπάρχει, στο παρελθόν έχει ζήσει καλύτερες μέρες. Η κακοδιαχείριση των δημοσίων δαπανών και της δημοσιονομικής πολιτικής, είχε ως αποτέλεσμα τα μη βιώσιμα επίπεδα χρέους στον προηγμένο βιομηχανικό κόσμο, την ώρα που ώριμες οικονομίες δυσκολεύονταν να παράγουν δυναμική ανάπτυξη και να παράσχουν πλήρη απασχόληση σε ένα ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Η χαλαρότητα στο σύστημα ελέγχου και η αμέλεια επέτρεψαν σε ριψοκίνδυνες και ληστρικές χρηματοοικονομικές πρακτικές να οδηγήσουν μεγάλες οικονομίες στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η οικονομική ανισότητα διευρύνθηκε ενώ παράλληλα μειώθηκε η κοινωνική κινητικότητα. Η απώλεια, μάλιστα, της ευρείας κοινωνικής αλληλεγγύης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού διάβρωσε τη λαϊκή υποστήριξη σε δραστικά φάρμακα, απαραίτητα για την αντιμετώπιση αυτών και άλλων προβλημάτων.

Η ανακαίνιση του οικοδομήματος θα είναι ένα έργο βραδύ και δύσκολο, το κόστος και η διάρκεια του οποίου παραμένουν τόσο ασαφή όσο και οι εμπλεκόμενοι κατασκευαστές. Το ζήτημα, στη ρίζα του, δεν είναι ιδεολογικό. Το πρόβλημα δεν είναι το τι πρέπει να γίνει, αλλά το πώς πρέπει να γίνει, πώς -υπό τις συνθήκες που υπαγορεύει ο 21ος αιώνας- να φθάσουμε στην πρόκληση που περιέγραψε ο Laski, καθιστώντας τη σύγχρονη πολιτική οικονομία ικανή να παρέχει ικανά και σταθερά ευεργετήματα στους πολλούς, που βλέπουν τη συνέχισή της ως επείγουσα υπόθεση για την ύπαρξή τους. ( … )

Μερικοί είναι σαφέστατα απαισιόδοξοι, κι αυτό εξηγείται από μια και μόνη ματιά στις εφημερίδες. Φέρνοντας, ωστόσο, στον νου μας τα πολύ μεγαλύτερα εμπόδια που υπερνικήθηκαν στο παρελθόν, η αισιοδοξία θα έπρεπε να είναι το καλύτερο μακροπρόθεσμο στοίχημα.