Τι κρύβουν οι τεράστιες αγορές όπλων από την Ιαπωνία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι κρύβουν οι τεράστιες αγορές όπλων από την Ιαπωνία

Πώς η Ουάσιγκτον εξοπλίζει τον Ασιάτη σύμμαχό της
Περίληψη: 

Με την πρόσφατη συμφωνία για την πώληση των μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενισχύσει τον βασικό περιφερειακό τους σύμμαχο έναντι της Κίνας, ενώ εξακολουθούν να μειώνουν τον δικό τους αμυντικό προϋπολογισμό κατά 487 δισεκατομμύρια δολάρια, όπως έχει προσχεδιαστεί.

Ο HUMZA AHMAD είναι ο λογογράφος στο γενικό Προξενείο της Ιαπωνίας στη Νέα Υόρκη και εξωτερικός υπότροφος στο Asia Policy Point. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές και δεν εκπροσωπούν την ιαπωνική κυβέρνηση.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, το Τόκιο ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει τα αεροσκάφη Lockheed-Martin F-35 Lightning II, ως τα επόμενης γενιάς μαχητικά της. Με τον τρόπο αυτό, απογοήτευσε την BAE Systems, την ευρωπαϊκή εταιρεία κατασκευής του Eurofighter Typhoon, η οποία ήλπιζε να κερδίσει τα 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια της σχετικής σύμβασης. Για λίγο, φάνηκε σαν να μπορούσε να κερδίσει το συμβόλαιο αυτό. Η συμφωνία με τη Lockheed είχε τα μειονεκτήματά της: Αρχικά, οι ιαπωνικές εταιρείες δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στην παραγωγή των νέων μαχητικών. Παρομοίως, δεν θα είχαν πρόσβαση στις μυστικές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό του F-35. Η Ιαπωνία δεν αποφάσισε να προχωρήσει στην παραγγελία με τη Lockheed παρά μόνο όταν η αμερικανική κατασκευάστρια εταιρεία συμφώνησε να επιτρέψει σε Ιάπωνες κατασκευαστές να συμμετάσχουν στην κατασκευή των νέων jet και να μοιραστούν μαζί τους κάποιες άκρως απόρρητες τεχνολογίες. Εκ των υστέρων, αυτή η κίνηση δεν έπρεπε ποτέ να έχει τεθεί σε σοβαρή αμφιβολία. Η σύμβαση ακολουθεί επακριβώς το ιαπωνικό ιστορικό στην αμυντική πολιτική: την απόκτηση του πιο προηγμένου αμερικανικού στρατιωτικού υλικού που διατίθεται στο πλαίσιο συμφωνιών αδειών εκμετάλλευσης, την παραγωγή αυτού του υλικού στην Ιαπωνία για την τόνωση της οικονομίας της και τη διατήρηση της συμμαχίας Ιαπωνίας-ΗΠΑ σε πολύ στενή συνεργασία, κάτι που τοποθετεί την Ιαπωνία ως ενδιάμεσο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή.

Η Ιαπωνία έπαιξε αυτόν τον ρόλο για δεκαετίες. Το 1946, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής κατοχής των Ηνωμένων Πολιτειών επί της Ιαπωνίας, ο στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, ο ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων, επέμεινε ότι το νέο σύνταγμα της χώρας πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρα που να εμποδίζει την Ιαπωνία από το να διαθέτει πολεμικές δυνατότητες. Σε αντάλλαγμα, η Ουάσιγκτον θα προστατεύει την Ιαπωνία από όποια εξωτερική επίθεση και θα διατηρεί σημαντική στρατιωτική παρουσία εκεί για να μπορεί να το καταφέρνει. Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας, ο αριθμός των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ιαπωνία μειώθηκε, καθώς οι αμερικανοί στρατιώτες μετακινήθηκαν από την Ιαπωνία για να πολεμήσουν στην κορεατική χερσόνησο. Συνειδητοποιώντας ότι η δύναμη που μπορούσαν να αντέξουν να σταθμεύει στην Ιαπωνία δεν ήταν επαρκής για τη διατήρηση της τάξης ή την απόκρουση μιας κομμουνιστικής διείσδυσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεσαν την Ιαπωνία να χαλαρώσει την απαγόρευση σχετικά με τη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων. Υπό την καθοδήγηση του κυριαρχούμενου από τις ΗΠΑ Γενικού Επιτελείου των Συμμαχικών Δυνάμεων, η χώρα δημιούργησε μια παραστρατιωτική δύναμη, την Εθνική Έφεδρη Αστυνομία (η οποία σταδιακά μεταμορφώθηκε στις Δυνάμεις Αυτοάμυνας [ Self-Defense Forces ή SDF], που είναι η κύρια στρατιωτική οργάνωση της Ιαπωνίας σήμερα). Εν τω μεταξύ, συμβάσεις παραγωγής αμυντικών συστημάτων από επιχειρήσεις των ΗΠΑ εισέρευσαν στη χώρα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των τριών ετών του Πολέμου της Κορέας, 235 ιαπωνικές εταιρείες παρήγαγαν πυρομαχικά αξίας 500 εκατομμυρίων δολαρίων για τον αμερικανικό στρατό.

Καθώς τα ιαπωνικά εργοστάσια κατασκευάζουν στρατιωτικό υλικό με άδεια από τις αμερικανικές αμυντικές εταιρείες, η βαριά βιομηχανία της χώρας πήρε την τεχνογνωσία για τη δημιουργία εγχώριας μη στρατιωτκής τεχνολογίας αιχμής. Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, για παράδειγμα, τα ιδιαίτερα ενισχυμένα πλαστικά που ήταν αρχικά σχεδιασμένα για την κατασκευή του Lockheed F-104 Starfighter βρήκαν τον δρόμο τους προς τα αεροσκάφη της Mitsubishi YS-11 και MU-2 turboprop. Και η ιαπωνική εμπειρία με την τεχνολογία των αμερικανικών κινητήρων τζετ - η οποία επιτρέπει στα μηχανικά μέρη να λειτουργούν σε υψηλές ταχύτητες -διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της παραδειγματικών υπερταχέων αμαξοστοιχιών Shinkansen. Σύντομα, το να παράγει στρατιωτικό υλικό με την άδεια των ΗΠΑ και στη συνέχεια το να καρπώνεται τα πολιτικά τεχνολογικά και οικονομικά οφέλη, έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της ιαπωνικής πολιτικής προμήθειας όπλων από το εξωτερικό: Κατά τις διαπραγματεύσεις για αγορά όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Τόκιο συχνά απαιτούσε ότι κάποιες ειδικές διαδικασίες -όπως δοκιμές ποιότητας, κάμψης μετάλλων και ανάπτυξης καμερών, ελαστικών, κινητήρων και συνθετικών υλικών – θα πραγματοποιούντα στην Ιαπωνία, έτσι ώστε οι ιαπωνικές επιχειρήσεις να μπορούν να αξιοποιούν προσοδοφόρα την εμπειρία τους σε αυτά τα πεδία. Η παραγωγή της ατράκτου του F-35 και η μελέτη της τεχνολογίας Stealth, επίσης, θα δώσει στην ιαπωνική αμυντική βιομηχανία μια ώθηση. Ήδη, η Mitsubishi παράγει ένα πρωτότυπο αεροσκάφος stealth (κλίμακας 1 προς 3), το Mitsubishi ATD-Χ Shinshin, και το σχέδιο αυτό σίγουρα θα επωφεληθεί από την εξοικείωση με τις εσωτερικές εργασίες στο F-35.