Μπορεί να αλλάξει η εικόνα της Ελλάδας; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί να αλλάξει η εικόνα της Ελλάδας;

Τα διεθνή media επαληθεύτηκαν στις προβλέψεις τους
Περίληψη: 

Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έχουν εμπάθεια με την Ελλάδα. Δεν μισούν τη χώρα ούτε ασκούν κριτική χωρίς αφορμή ή λόγο. Είναι η σωρεία των λαθών της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας των τελευταίων ετών που αφύπνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη και έστρεψε τα φώτα στον πιο αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης. Τώρα, χρειάζεται πολλή και σοβαρή δουλειά για να ανατραπεί η κακή εντύπωση.

Ο Δρ. ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο The Greek Drama in the Media: Stereotyping in the International Press θα εκδοθεί από τον βρετανικό οίκο Ashgate τον Οκτώβριο του 2012.

Η Ελλάδα βρίσκεται από τον Οκτώβριο του 2009 σε καθεστώς οικονομικού πολέμου. Μπορεί η κρίση να είναι ευρωπαϊκή και να έχει ήδη επεκταθεί στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, με επόμενους πιθανούς σταθμούς την Ισπανία και την Ιταλία, το ελληνικό πρόβλημα, όμως, είναι το πιο επώδυνο και το μόνο για το οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή χαραμάδα αισιοδοξίας. Ιδίως μετά την επιβολή του «κουρέματος» στα ελληνικά ομόλογα, το μέλλον προδιαγράφεται ακόμα πιο δυσοίωνο. Ποιος άραγε θα ξαναεμπιστευθεί την Ελλάδα; Οι ξένοι πιστωτές ή οι Έλληνες πολίτες που εξαπατήθηκαν από τις προτροπές διαφόρων κυβερνήσεων του παρελθόντος και αγόρασαν για αποταμιευτικούς σκοπούς ομόλογα του δημοσίου, χάνοντας, τελικά, το σημαντικότερο τμήμα της περιουσίας τους; Για τα επόμενα χρόνια η χώρα θα είναι όμηρος των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που για να παρέχουν ρευστότητα, θα επιβάλουν ακόμα πιο δυσβάσταχτους όρους. Όποιος δεν παραδέχεται αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, εθελοτυφλεί.

Η ελληνική περιπέτεια εξελίσσεται σε τρία διαφορετικά αλλά απολύτως συνδεόμενα μέτωπα: το οικονομικό, το πολιτικό και το κοινωνικό. Ταυτόχρονα, έχει αποκτήσει και μία τέταρτη διάσταση: την επικοινωνιακή. Και αυτό γιατί η Ελλάδα αποτελεί εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια σημαντικό θέμα της διεθνούς ειδησεογραφίας. Η ανάλυση που ακολουθεί έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να αξιολογήσει το έργο των ξένων δημοσιογράφων στην προσπάθειά τους να καλύψουν την πολυδιάστατη ελληνική κρίση, δίνοντας έμφαση σε θετικές και αρνητικές πτυχές της δουλειάς τους. Και, ο δεύτερος είναι να διερευνήσει κατά πόσο η εξαιρετικά αρνητική εικόνα της Ελλάδας στην παγκόσμια σκηνή είναι αναστρέψιμη, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.

ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Η ενασχόληση των ξένων δημοσιογράφων με την Ελλάδα μετά τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ στις εκλογές του 2009 έχει μία πολύ απλή και λογική εξήγηση: την έντονη ανησυχία τους για πιθανή μετάσταση της ελληνικής κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και τον αντίκτυπό της για τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Το ενδιαφέρον των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν πηγάζει από την ευαισθησία τους για το δράμα των Ελλήνων πολιτών αλλά απορρέει από τη φοβία τους πως το ελληνικό πρόβλημα δεν θα παρέμενε περιορισμένο εντός των συνόρων της χώρας αλλά θα επεκτεινόταν. Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα δεν ανήκε στο ευρωσύστημα, δεν θα είχε υψηλή θέση στην ατζέντα τους.

Από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά, λοιπόν, οι ξένοι δημοσιογράφοι είναι ουσιαστικά «αναγκασμένοι» να ασχολούνται με την Ελλάδα, αναλύοντας το οικονομικοπολιτικό της γίγνεσθαι και αναδεικνύοντας πτυχές της κοινωνικής διάστασης της κρίσης. Αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται είναι η διάθεσή τους να επικεντρώνονται σε αρνητικές ιστορίες. Αν και στην Ελλάδα υπάρχουν θετικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η εξαιρετική πορεία της ναυτιλίας και η αύξηση των εξαγωγών, τέτοιες εξελίξεις σπάνια συζητούνται στο εξωτερικό. Αντιθέτως, παθογένειες όπως η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η κρατική σπατάλη και η φοροδιαφυγή αποτελούν αγαπημένες πτυχές του έργου των ξένων ανταποκριτών. Το ίδιο ισχύει με τα επεισόδια, τις καταστροφές της δημόσιας περιουσίας, τις πορείες διαμαρτυρίας και τις συνεχιζόμενες απεργίες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα βρέθηκε και συνεχίζει να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Αυτό έχει κυρίως συμβεί με δική της ευθύνη και όχι επειδή τα διεθνή δίκτυα έχουν δώσει έμφαση στις παθογένειές της. Αρκεί να θυμηθούμε πως ακριβώς μπήκε η χώρα στην κρίση. Από τη μία πλευρά, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θυμήθηκε για πρώτη φορά την ανάγκη περιορισμού των δαπανών στην προεκλογική περίοδο του Σεπτεμβρίου 2009, και από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ έταζε χρήματα, παραπλανώντας την κοινή γνώμη. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είχε έμπρακτα διαπιστώσει την αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών από την απογραφή του 2004, έμοιαζε αιφνιδιασμένη από την αναθεώρηση του ελλείμματος από το 6% στο 12,5% και μετά στο 13,7% ως ποσοστού του ΑΕΠ το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2009.

Από τις 5 Οκτωβρίου 2009 και μετά, οι πολιτικοί του ΠΑ.ΣΟ.Κ, πολλοί από τους οποίους έχουν πολύ μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κρίση, έπρεπε ξαφνικά να γκρεμίσουν το πελατειακό σύστημα το οποίο οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει για να επανεκλέγονται. Αντίπαλος τους δεν ήταν μόνο οι οργισμένοι Έλληνες πολίτες αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τα οποία - ως συνήθως – δεν έδειχναν καμία διάθεση συναίνεσης αποσκοπώντας σε προσωρινά πολιτικά οφέλη. Πόσω μάλλον οι συνδικαλιστές που έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται. Μία χώρα, λοιπόν, με τεράστια ελλείμματα και χρέη, χωρίς ανταγωνιστικότητα στην οικονομία της, με την ύφεση να μεγαλώνει, την ανεργία να αυξάνεται και τη φτώχεια να εξαπλώνεται, αιχμαλωτίστηκε σε ένα φαύλο κύκλο.

Συνοψίζοντας, από τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομική κρίση μεταφέρθηκε από τις ΗΠΑ και την Lehman Brothers στην Ευρώπη και την Ελλάδα ήταν απολύτως φυσιολογικό τα διεθνή δίκτυα να εστιάσουν στα αρνητικά χαρακτηριστικά του πιο προβληματικού κράτους της ευρωζώνης. Αυτή ακριβώς ήταν η δουλειά τους και είναι άδικο να κατηγορούνται για αυτό. Άλλωστε τα προβλήματα τα οποία έχουν σχολιάσει είναι υπαρκτά. Υπαρκτό, είναι, επίσης, το έλλειμμα αξιοπιστίας των Ελλήνων πολιτικών το οποίο δημιουργεί επιπρόσθετη αλλά απολύτως δικαιολογημένη καχυποψία για τη χώρα στο εξωτερικό.