Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου

Μια κρίσιμη καμπή για την παγκόσμια Δημόσια Υγεία
Περίληψη: 

Στις μέρες μας, τα παγκόσμια προγράμματα υγείας παραπαίουν στην κόψη του ξυραφιού. Η διεθνής οικονομική κρίση και οι πολιτικές περιστολής του δανεισμού απειλούν τα πάντα, από τον έλεγχο της ελονοσίας και την αντιμετώπιση του AIDS, μέχρι τα εκπαιδευτικά προγράμματα για πολύ νεαρές υποψήφιες μητέρες και τις δράσεις κατάρτισης των εργαζομένων στην υγειονομική περίθαλψη. Ακόμη και αν το υπάρχον παγκόσμιο οικοδόμημα της δημόσιας υγείας επιζήσει αυτής της εποχής των περιστολών και της λιτότητας, θα πρέπει στην πορεία να αναδιαρθρωθεί.

Η LAURIE GARRETT είναι βασική υπότροφος για τη Δημόσια Υγεία στο Council on Foreign Relations.

Στις μέρες μας, τα παγκόσμια προγράμματα υγείας παραπαίουν στην κόψη του ξυραφιού. Η διεθνής οικονομική κρίση και οι πολιτικές περιστολής του δανεισμού απειλούν τα πάντα, από τον έλεγχο της ελονοσίας και την αντιμετώπιση του AIDS, μέχρι τα εκπαιδευτικά προγράμματα για πολύ νεαρές υποψήφιες μητέρες και τις δράσεις κατάρτισης των εργαζομένων στην υγειονομική περίθαλψη. Ακόμη και αν το υπάρχον παγκόσμιο οικοδόμημα της δημόσιας υγείας επιζήσει αυτής της εποχής των περιστολών και της λιτότητας, θα πρέπει στην πορεία να αναδιαρθρωθεί.

Πριν από το 2000, οι δεσμοί ανάμεσα στα προγράμματα για την παγκόσμια υγεία σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος και στις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των πλουσίων χωρών ήταν χαλαροί, κυρίως επειδή τα προγράμματα καθαυτά δεν ήταν και τόσο εκτεταμένα. Το 1999, για παράδειγμα, οι συνολικές δαπάνες για την υγεία στις αναπτυσσόμενες χώρες (για δράσεις που ξεκινούν από την εξασφάλιση καθαρού νερού μέχρι τις κρατικές κλινικές για τον εμβολιασμό και τη θεραπεία από τον ιό HIV), ήταν περίπου 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια, με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να προσφέρει περίπου το ένα τρίτο της δαπάνης και τους Αμερικανούς ιδιώτες δωρητές άλλο ένα δέκατο. Όμως, κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, η εικόνα άλλαξε δραστικά, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής άνθησης και του φόβου από την εξάπλωση της πανδημίας του AIDS.

Την άνοιξη του 2000, η κυβέρνηση Κλίντον χαρακτήρισε επισήμως ως απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας τον ιό HIV και τις αναδυόμενες νόσους, γεγονός που σήμανε την επέκταση της αμερικανικής δέσμευσης στον τομέα της παγκόσμιας υγείας. Σε ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο εκείνου του καλοκαιριού, ο πρώην πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής, Νέλσον Μαντέλα, χαρακτήρισε την ισότιμη πρόσβαση στη θεραπεία από τον HIV και την πρόληψη της ασθένειας, ως την κατεξοχήν ηθική πρόκληση για τον 21ο αιώνα. Με την έκκληση αυτή συντονίστηκαν γνωστοί ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται κατά της φτώχιας, όπως ο ροκ σταρ Μπόνο και ο οικονομολόγος Τζέφρι Σαξ, οργανώσεις υπεράσπισης της υγείας, όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, οι Partners in Health και η ACT UP, και θεσμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η UNICEF και το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών κατά του AIDS. Ο ιδρυτής της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, και η σύζυγός του, Μελίντα, ενέτειναν τη συναρπαστικά γενναιόδωρη φιλανθρωπική προσφορά τους στην παγκόσμια υγεία, μέσω του Ιδρύματος Γκέιτς. Και το 2003, στον Λόγο του προς το Έθνος, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους πρότεινε ένα πρόγραμμα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση του AIDS στην Αφρική, μια δράση που έγινε γνωστή με τα αρχικά PEPFAR, δηλαδή Προεδρικό Πρόγραμμα Έκτακτης Ανάγκης για την ανακούφιση από το AIDS.

Παράλληλα με την άνοδο της κρατικής υποστήριξης προς τον τομέα της παγκόσμιας υγείας, αυξήθηκε και το ενδιαφέρον από τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα, με αποτέλεσμα κάποιοι να χαρακτηρίσουν τη δεκαετία ως την «εποχή της γενναιοδωρίας». Μέχρι το 2008, η παγκόσμια υγεία ευεργετήθηκε με δημόσια χρηματοδότηση εκτιμώμενου ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ μαζί με την ιδιωτική χρηματοδότηση και τις αυξημένες δαπάνες για την υγεία, στις οποίες προχώρησαν οι ίδιες οι φτωχές χώρες, η συνολική δαπάνη για τη δημόσια υγεία για τους φτωχούς του κόσμου, άγγιξε τα περίπου 27 δισεκατομμύρια δολάρια.

Τότε, όμως, χτύπησε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Κράτη, οργανισμοί και ιδιώτες, όλοι ένιωσαν να συμπιέζονται. Πολλοί ήταν εκείνοι που περιέκοψαν δραστικά τις δωρεές τους. Καθώς η οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη έχει επιδεινωθεί, η ήπειρος μείωσε την αναλογία των εκταμιεύσεων προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της σε όλους τους τομείς, από την ανακούφιση της πείνας μέχρι τα θεραπευτικά προγράμματα για τον HIV, υπονομεύοντας την αξιοπιστία των εξαγγελιών τόσο του G-8 όσο και του G-20.

Εξαιρουμένων των Σκανδιναβών, οι χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου έτειναν να κρίνουν την εξωτερική βοήθεια με όρους φιλανθρωπίας και, όπως σημείωνε μια αναφορά του Brookings Blum Roundtable, «από τη στιγμή που οι παγκόσμιες συμφωνίες διατυπώθηκαν με όρους φιλανθρωπικούς, η αποτυχία επίτευξης των παγκόσμιων στόχων δεν μπορεί να θεωρηθεί σκανδαλώδης, αφού οι οποιεσδήποτε προσπάθειες των πλουσίων χωρών, οσοδήποτε μικρές κι αν είναι, αξίζουν αναγνώρισης». Η Ιταλία, η οποία συνεισέφερε περί το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως από το 2001 μέχρι το 2008, δεν έδωσε τίποτα το 2009 και έκτοτε δεν έχει δώσει σχεδόν τίποτα. Η Ελλάδα προσέφερε το 2007 περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια βοήθεια για την υγεία και τώρα δεν δίνει τίποτα. Η Ισλανδία διέκοψε τις δεσμεύσεις και τις εισφορές της το 2008, η Πορτογαλία το 2009 και η Ισπανία το 2010. Το 2009 ικανοποιήθηκε το 94% του συνόλου των υποσχέσεων για την παγκόσμια υγεία από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών-μελών της, αλλά μέχρι το τέλος του 2010 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 78%, ενώ το χάσμα αυτό φάνηκε να διευρύνεται μέσα στο 2011.

Η υποστήριξη στην παγκόσμια υγεία από όλες συνολικά τις πηγές χορηγίας παρουσίασε από το 2002 μέχρι το 2008 αύξηση της τάξεως του 10% κατά προσέγγιση. Αυτός ο ρυθμός αύξησης άρχισε να παρουσιάζει επιβράδυνση το 2009, και το 2010 έπεσε στο 4%. Οι τελικοί αριθμοί για το 2011 και το 2012 βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας, αλλά φαίνεται ότι ο ρυθμός αύξησης έχει σταματήσει εντελώς και ότι πιθανότατα έχει αρχίσει μια μικρή μείωση.