Τα κέρδη του ΝΑΤΟ στη Λιβύη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα κέρδη του ΝΑΤΟ στη Λιβύη

Ο σωστός τρόπος για να γίνει μια παρέμβαση

Το ΝΑΤΟ πήρε και πάλι το προβάδισμα στη Λιβύη. Ορισμένες χώρες δίστασαν να θέσουν το ΝΑΤΟ επικεφαλής μιας στρατιωτικής δράσης, φοβούμενες ότι η συμμαχία δεν θα συγκεντρώσει αρκετή υποστήριξη στην περιοχή, αλλά αποδείχθηκε ότι τα Αραβικά κράτη προτίμησαν να εργαστούν μέσω του ΝΑΤΟ: αρκετά από αυτά, όπως η Ιορδανία, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είχαν ήδη συμμετάσχει σε ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στο Κόσοβο και το Αφγανιστάν, ενώ άλλα είχαν προωθήσει τη σύσφιξη των σχέσεων με το ΝΑΤΟ μέσω του Μεσογειακού Διαλόγου και της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης. Τα προγράμματα αυτά, που ξεκίνησαν το 1994 και 2004 αντίστοιχα, επέκτειναν την ικανότητα του ΝΑΤΟ να συνεργάζεται με χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Αυτές οι συνεργασίες με μη-μέλη του ΝΑΤΟ σηματοδοτούν τον αυξανόμενο ρόλο της συμμαχίας, πέραν των συνόρων της. Μια τέτοια συνεργασία δεν μπορεί να έχει αποφασιστική στρατιωτική επιρροή: όπως στα Βαλκάνια και το Αφγανιστάν, ήταν τα μέλη της συμμαχίας που παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής δύναμης στη Λιβύη. (Σχεδόν το 90% των μη-αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, για παράδειγμα, προέρχονται από χώρες της Ευρώπης). Αλλά αυτό το είδος κατανομής των φορτίων είναι πολιτικά απαραίτητο για τη συνολική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της Ιορδανίας, του Μαρόκου, του Κατάρ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η υποστήριξή τους στις δυνάμεις της λιβυκής αντιπολίτευσης αποδείχθηκε κρίσιμη για την απελευθέρωση της Τρίπολης, τόσο με την επίδειξη της αραβικής πολιτικής στήριξης όσο και με την παροχή πρόσθετων στρατιωτικών δυνάμεων. Η περιφερειακή συμμετοχή βοήθησε επίσης να κατευνασθούν πιθανές τριβές στο εσωτερικό της συμμαχίας, καθησυχάζοντας πολλά μέλη του ΝΑΤΟ που θα δίσταζαν υπό άλλες συνθήκες για τη νομιμότητα της αποστολής.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΒΕΛΤΙΩΝΕΤΑΙ

Όσο επιτυχής κι αν ήταν, η παρέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη υπονοεί ότι ο οργανισμός πρέπει να ενισχύσει τη βασική υποδομή του, αν ελπίζει να αυξήσει το ρόλο του στην παγκόσμια ασφάλεια. Η δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ και η κοινή χρηματοδότηση ενισχύουν τη συνοχή της συμμαχίας, αλλά παραμένουν σοβαρά κενά στις συνολικές δυνατότητές της. Στο πλαίσιο της δομής διοίκησης, για παράδειγμα, η συμμαχία δεν κατάφερε να αφιερώσει τους αναγκαίους πόρους για την ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να βρει και να αναλάβει τα είδη των κινητών στόχων που είναι κοινά στις σύγχρονες επιχειρήσεις, να σχεδιάσει κοινές επιχειρήσεις παράλληλα με γρήγορες πολιτικές αποφάσεις, να υποστηρίξει την στοχευμένη διαδικασία με νομικές συμβουλές και να παρέχει έγκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες στο κοινό για τις επιχειρησιακές εξελίξεις. Το ΝΑΤΟ έχει παραλείψει επίσης να καλλιεργήσει απαραίτητα «εργαλεία» για στρατιωτικές εκστρατείες, όπως οι μυστικές υπηρεσίες, η επιτήρηση, η αναγνώριση, η ακρίβεια στόχευσης και ο εναέριος ανεφοδιασμός - παρά τις σχεδόν δύο δεκαετίες εμπειρίας που έχουν αποδείξει την αξία τους.

Αντί να επενδύσουν στο ΝΑΤΟ, πολλά κράτη μέλη εξαρτώνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αντισταθμίσουν αυτές τις ελλείψεις. Στη Λιβύη, η Ουάσιγκτον παρείχε το 75% των πληροφοριών και των στοιχείων παρακολούθησης και αναγνώρισης που χρησιμοποιήθηκαν για την προστασία των αμάχων της Λιβύης και την επιβολή του εμπάργκο όπλων. Συνέβαλε, επίσης, στο 75% του ανεφοδιασμού αεροσκαφών που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την αποστολή - χωρίς τον οποίο τα πολεμικά αεροσκάφη δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν κοντά σε πιθανούς στόχους, ώστε να ανταποκριθούν γρήγορα στις εχθρικές δυνάμεις που απειλούσαν να επιτεθούν στους αμάχους. Και οι διοικητές των ΗΠΑ στην Ευρώπη έπρεπε να αποστείλουν γρήγορα πάνω από 100 άτομα στρατιωτικό προσωπικό στο Κέντρο Στόχων του ΝΑΤΟ στην αρχή της παρέμβασης, όταν κατέστη σαφές ότι τα άλλα κράτη μέλη δεν είχαν τη γνώση και την πείρα να παρέχουν στα αεροσκάφη τους τις σωστές πληροφορίες στόχευσης.

Η μεγάλη εξάρτηση των μελών της συμμαχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης υπογράμμισε το κόστος μιας δεκαετούς περιόδου ανεπαρκών επενδύσεων της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας. Κατά μέσο όρο, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη ξοδεύουν τώρα μόλις το 1,6% του ΑΕΠ τους στις ένοπλες δυνάμεις και πολλοί δαπανούν λιγότερο από το ένα τοις εκατό: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, δαπανούν πάνω από τέσσερα τοις εκατό του ΑΕΠ τους. Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον δαπανά σχεδόν τρεις φορές περισσότερα για την άμυνα από ότι όλοι οι άλλοι 27 σύμμαχοι του ΝΑΤΟ μαζί, έχει διευρύνει το χάσμα στις δυνατότητες των κρατών μελών. Όπως προειδοποίησε ο πρώην αμερικανός υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του τον περασμένο Ιούνιο, η ανισορροπία αυτή απειλεί να δημιουργήσει μια συμμαχία δύο «ταχυτήτων» που θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

Το ΝΑΤΟ άρχισε να αντιμετωπίζει τις ελλείψεις αυτές πριν από τον πόλεμο στη Λιβύη. Κατά τη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας τον Νοέμβριο του 2010, για παράδειγμα, η συμμαχία υιοθέτησε μια νέα «στρατηγική αντίληψη» για να την καθοδηγήσει στην επόμενη δεκαετία. Σε αυτή, οι σύμμαχοι δεσμεύτηκαν να αναπτύξουν το «πλήρες φάσμα των δυνάμεων που απαιτούνται για την αποτροπή και την άμυνα ενάντια σε οποιαδήποτε απειλή για την ασφάλεια και την προστασία του πληθυσμού τους». Επίσης, εντόπισε και προέταξε τις δέκα δυνατότητες, για τις οποίες τα κράτη μέλη συμφώνησαν ότι ήταν απαραίτητες για την ενδυνάμωση του Οργανισμού όχι μόνο σε σύγχρονες επιχειρήσεις (όπως η βελτίωση των μεθόδων για την αντιμετώπιση των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών) αλλά και στο μέλλον (όπως η πυραυλική άμυνα και οι κοινές μυστικές υπηρεσίες παρακολούθησης και αναγνώρισης - μια βασική έλλειψη στη Λιβύη).