Πώς οι σοβιετικοί συνέτριβαν τους αντιφρονούντες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς οι σοβιετικοί συνέτριβαν τους αντιφρονούντες

Πριν από το Πεκίνο ήταν η Μόσχα…
Περίληψη: 

Το να αποδεχτούν οι Σοβιετικοί ότι θα μπορούσαν να βρεθούν κάποιοι διαφωνούντες μέσα στον κομμουνιστικό παράδεισο υπονόμευε την κοσμοθεωρία τους, οπότε με το να τους στέλνουν στο εξωτερικό ήταν ένας τρόπος να τους βγάζουν από την εικόνα. Συγκριτικά, η προσέγγιση της Κίνας σήμερα πηγάζει περισσότερο από μια αμυντική στάση σχετικά με το κύρος της ως παγκόσμιου ηγέτη.

Ο GAL BECKERMAN είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο When They Come for Us, We’ll Be Gone: The Epic Struggle to Save Soviet Jewry (Όταν έλθουν για μας, εμείς θα έχουμε φύγει: Ο επικός αγώνας για την σωτηρία των σοβιετικών εβραίων).

Από τότε που ο κινέζος ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων Chen Guangcheng πραγματοποίησε την επικίνδυνη απόδρασή του από τον κατ' οίκον περιορισμό και βρήκε προσωρινό καταφύγιο στην πρεσβεία των ΗΠΑ, το Πεκίνο έχει προσφέρει στον κόσμο μια νέα άποψη για το πώς χειρίζεται τους αντιφρονούντες. Ταυτόχρονα, το περιστατικό φέρνει στο νου ένα αυταρχικό καθεστώς από το παρελθόν, τη Σοβιετική Ένωση. Και παρότι η Σοβιετική Ένωση θα πρέπει να αποτελεί μια προειδοποιητική ιστορία για τις κινεζικές αρχές, υπήρξαν ενδείξεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων ότι το παλιό Κρεμλίνο έχει γίνει ένα πρότυπο για τους απαράτσικ στο Πεκίνο. Στην καρδιά του θέματος είναι ένα δίλημμα: Είναι καλύτερα να εξορίζονται ή να κρατούνται οι ενοχλητικοί πολίτες;

Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Κίνα ασχολείται με τους διαφωνούντες θέτοντάς τους σε εξωδικαστικό κατ' οίκον περιορισμό. Εφόσον οι αρχές κάνουν κάποιον έλεγχο για το ποιος μπορεί να εισέλθει και να διαμένει νόμιμα στην Κίνα - είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν ο Τσεν αποδεχθεί μια προσφορά για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ποτέ δεν θα του επιτραπεί να επιστρέψει - οι πολίτες μπορούν, κατ' αρχήν, να φύγουν. Δεν ήταν έτσι στη Σοβιετική Ένωση. Η χώρα ουσιαστικά έκλεισε τα σύνορά της για τους δικούς της ανθρώπους, μετατρέποντας την αχανή αυτοκρατορία σε μια φυλακή από την οποία για να βγει κανείς έστω και προσωρινά, θα έπρεπε να είναι μέλος του κόμματος με άριστο βιογραφικό.

Σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, οι Κινέζοι δεν έχουν τόσο ιδεολογικά κίνητρα στην καταστολή της πολιτικής αντίστασης. Για τους Σοβιετικούς, το να αποδέχονται την ιδέα ότι κάποιοι αντάρτες θα μπορούσαν να βρεθούν στον κομμουνιστικό παράδεισό τους, υπονόμευε ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους - έτσι το να τους στέλνουν στο εξωτερικό ήταν ένας τρόπος να τους βγάλουν από τη μέση και να διασφαλίσουν ότι δεν θα μολύνουν άλλους με την, όπως ήταν γνωστή, «αντικοινωνική» νοοτροπία τους. Η αντίδραση της Κίνας έχει ρίζες σε μια πιο βασική αντιμετώπιση, μια άμυνα σχετικά με τον ρόλο της ως παγκόσμιου ηγέτη. Αλλά και η προσέγγισή της, επίσης, χαρακτηρίζεται από περισσότερη αυτοπεποίθηση. Τις περισσότερες φορές δεν εξώθησαν τους ανθρώπους από τη χώρα. Παρά το γεγονός ότι πολλοί Κινέζοι ακτιβιστές έφυγαν μετά τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, η Κίνα φαίνεται να ασχολείται με τους διαφωνούντες με το να τους κρατά περιορισμένους και να τους λογοκρίνει - συχνά βίαια.

Όμως, η αντίδραση στην υπόθεση Τσεν ανάμεσα στα μέλη της ηγεσίας της Κίνας, και η προθυμία της να τον δει να εξαφανίζεται (μετά την αρχική αναποφασιστικότητα σχετικά με το αν θα μπορούσε να μείνει ή να φύγει), παρουσίασε ένα νέο επίπεδο ευθιξίας, ίδιο με τους Σοβιετικούς. Αποκαλύφθηκε μέσω ενός κύριου άρθρου που δημοσιεύθηκε από την κρατική εφημερίδα Global Times: «Η Δύση και οι υποστηρικτές της στην Κίνα χρειάζονται πάντα ένα εργαλείο για να δουλέψουν εναντίον του τρέχοντος πολιτικού συστήματος της Κίνας». Σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, αν και οι κινεζικές αρχές κατά τη διαπραγμάτευση για τον Τσεν αποδέχθηκαν τελικά την ιδέα ότι θα έφευγε, δεν ανέχονταν την προσβολή των Ηνωμένων Πολιτειών που στην πραγματικότητα του χορήγησαν άσυλο.

Η απροθυμία του Πεκίνου φανερώνει την ανασφάλεια που μοιράζονται όλα τα αυταρχικά καθεστώτα. Όπως στη Σοβιετική Ένωση, όταν οι απόψεις ενός ανθρώπου θεωρούνταν άκρως επικίνδυνες για τους ηγέτες της χώρας και ότι θα έπρεπε να συντριβούν από όλη την δύναμη του κράτους, αυτό χρησίμευε στην πραγματικότητα ως ένα σημάδι της αδυναμίας εκείνου του καθεστώτος. Αυτή η ανασφάλεια έγινε πασιφανής στην Κίνα, όταν ο καθηγητής και ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Liu Xiaobo κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης πριν από δύο χρόνια. Οι αρχές προσπάθησαν να λογοκρίνουν τις ειδήσεις περί του βραβείου. Ο Λιού φυλακίστηκε. Δεν τον πέταξαν έξω από τη χώρα, αλλά τον κατήγγηλαν ως «εγκληματία» του οποίου το βραβείο ήταν «μια βλασφημία κατά του βραβείου ειρήνης». Οι Αρχές παρενόχλησαν επίσης και τη γυναίκα του.

Η κινεζική αντίδραση στον Liu ήταν πανομοιότυπη με την αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης όταν ο Αντρέι Ζαχάρωφ παρέλαβε το βραβείο του το 1975. (Το Κρεμλίνο είχε χρησιμοποιήσει ακόμη και την ίδια λέξη, «βλασφημία», για να το περιγράψει). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο πυρηνικός φυσικός –που έγινε- αντιφρονών, ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά του καθεστώτος. Το 1980, μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, η κομμουνιστική ηγεσία, αισθανόμενη απομονωμένη και κατατροπωμένη, εξόρισε τον Ζαχάρωφ στην κλειστή πόλη Γκόρκι, κρατώντας τον υπό συνεχή παρακολούθηση και αποκομμένο από κάθε επαφή με τη Δύση. Κατά ειρωνικό τρόπο, η κίνηση αποκάλυψε τη δύναμη του Ζαχάρωφ και απλώς υπογράμμισε το πόσο αλλόφρονες είχαν γίνει οι σοβιετικοί ηγέτες. Ο Αντρέι Γκρομίκο, τότε υπουργός Εξωτερικών, είχε πει κατά τη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου που σφράγισε τη μοίρα του Ζαχάρωφ: «Το ζήτημα του Ζαχάρωφ έχει πάψει να είναι καθαρά εγχώριο ζήτημα. Αντιμετωπίζουμε έναν τεράστιο αριθμό αντιδράσεων στο εξωτερικό. Όλα αυτά τα αντι-σοβιετικά αποβράσματα, όλος αυτός ο όχλος περιστρέφεται γύρω από τον Ζαχάρωφ. Είναι αδύνατον να αγνοήσουμε κι άλλο αυτή την κατάσταση».