Τι μας έμαθε η ύφεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι μας έμαθε η ύφεση

Η Δύση δεν μπορεί να δανείζεται και να ξοδεύει για να ανακάμψει
Περίληψη: 

Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι η παγκόσμια ύφεση προκλήθηκε από την κατάρρευση της ζήτησης - και έτσι, πιστές στην κεϋνσιανή σκέψη, οι κυβερνήσεις θέλουν να αυξήσουν τις δαπάνες για να εξισορροπήσουν την κατάσταση. Όμως, η πρόσφατη ανάπτυξη της Δύσης ήταν εξαρτημένη από τον δανεισμό. Ακόμα περισσότερο χρέος δεν μπορεί να βοηθήσει πια. Αντί γι' αυτό, οι χώρες πρέπει να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες ρωγμές στις οικονομίες τους.

Ο RAGHURAM G. RAJAN είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στην Οικονομική Σχολή Booth του Πανεπιστημίου του Σικάγο και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Fault Lines: How Hidden Fractures Still Threaten the World Economy.

Σύμφωνα με την συμβατική ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η ανάπτυξη σταμάτησε στη Δύση επειδή η ζήτηση κατέρρευσε, ούσα θύμα του υψηλού χρέους που είχε συσσωρευθεί πριν από την κρίση. Νοικοκυριά και χώρες δεν ξοδεύουν επειδή δεν μπορούν να δανειστούν τα κεφάλαια για να το πράξουν και ο καλύτερος τρόπος για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης, συνεχίζει το επιχείρημα, είναι να βρουν τρόπους για να ρεύσει το χρήμα και πάλι. Οι κυβερνήσεις που ακόμα μπορούν, θα πρέπει να δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ωθήσουν τα επιτόκια ακόμη πιο κάτω για να ενθαρρύνουν τα φειδωλά νοικοκυριά να αγοράζουν και όχι να αποταμιεύουν. Οι ηγέτες θα πρέπει να ανησυχήσουν για το συσσωρευμένο χρέος αργότερα, όταν οι οικονομίες τους θα έχουν πάρει και πάλι μπροστά.

Αυτή η θεωρία – η κλασσική κεϋνσιανή γραμμή, τροποποιημένη για να ταιριάζει σε μια κρίση χρέους - είναι εκείνη την οποία οι περισσότεροι Δυτικοί αξιωματούχοι, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι οικονομολόγοι της Wall Street υιοθετούν σήμερα. Δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει σημάδια ανάκαμψης, οι αυθεντίες της θεωρίας του Κέυνς γρήγορα ανακήρυξαν επιτυχείς τις πολιτικές τους, καταδεικνύοντας την αναδυόμενη ύφεση στις οικονομίες της Ευρώπης ως την απόδειξη της τρέλας της δημοσιονομικής λιτότητας. Αλλά είναι δύσκολο να συνδεθεί η ανάκαμψη (ή η έλλειψή της) με συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις. Μέχρι πρόσφατα, οι ίδιοι αυτοί ειδήμονες, διαμαρτύρονταν ότι τα πακέτα αναθέρμανσης στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ μικρά. Έτσι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν να πιστωθούν το κεϋνσιανό πρόγραμμα αναθέρμανσης ακόμη και αν η ανάκαμψη δεν είχε πραγματοποιηθεί, λέγοντας: «Σας είπαμε να κάνετε περισσότερα». Και τα μαζικά δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ευρώπη, καθώς και η τεράστια αύξηση της χορήγησης δανείων σε εμπορικές τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δείχνουν ότι δεν είναι λόγω έλλειψης προγραμμάτων αναθέρμανσης της οικονομίας που η ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι εύθραυστη στη γηραιά ήπειρο.

Στην πραγματικότητα, τα σημερινά οικονομικά προβλήματα δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ζήτησης, αλλά εξίσου το αποτέλεσμα μιας στρεβλής προσφοράς. Για δεκαετίες πριν από την οικονομική κρίση του 2008, προηγμένες οικονομίες έχαναν την ικανότητά τους να αναπτύσσονται κάνοντας χρήσιμα πράγματα. Αντίθετα, χρειαζόταν να αντικαταστήσουν με κάποιο τρόπο τις θέσεις εργασίας που χάνονταν λόγω της τεχνολογίας και του ξένου ανταγωνισμού και να πληρώσουν για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη του γηράσκοντος πληθυσμού τους. Έτσι, σε μια προσπάθεια να ωθήσουν την ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις ξόδεψαν περισσότερα από ό, τι μπορούσαν να αντέξουν και προώθησαν την εύκολη πίστωση, ώστε τα νοικοκυριά να πράξουν το ίδιο. Η εξαρτώμενη από τον δανεισμό ανάπτυξη που δημιούργησαν οι χώρες αυτές, αποδείχθηκε μη βιώσιμη.

Αντί να προσπαθήσουν να επιστρέψουν στους τεχνητά υψηλούς προ κρίσης ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν τις βασικές αδυναμίες των οικονομιών τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό σημαίνει την εκπαίδευση ή την επανεκπαίδευση των εργαζομένων που υστερούν, την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, καθώς και την εκμετάλλευση της δύναμης του χρηματοπιστωτικού τομέα να κάνει κάτι καλό εμποδίζοντάς τον ταυτόχρονα να χάσει τον δρόμο του. Στη νότια Ευρώπη, αντίθετα, αυτό σημαίνει κατάργηση των ρυθμίσεων που προστατεύουν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους από τον ανταγωνισμό και τη συρρίκνωση της παρουσίας της κυβέρνησης σε ένα πλήθος κλάδων και, στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, την κατάργηση των περιττών, μη παραγωγικών θέσεις εργασίας (στο δημόσιο).

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Για να γίνει κατανοητό τι θα δουλέψει και τι όχι στην προσπάθεια να αποκατασταθεί η βιώσιμη ανάπτυξη, βοηθά να εξετασθεί μια μικρογραφία της οικονομικής ιστορίας των τελευταίων 60 ετών. Οι δεκαετίες 1950 και 1960 ήταν μια περίοδος ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στη Δύση και την Ιαπωνία. Διάφοροι παράγοντες ενίσχυσαν αυτήν την μεγάλη έκρηξη: η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, η ανάκαμψη του εμπορίου μετά τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930, το πιο μορφωμένο εργατικό δυναμικό και η ευρύτερη χρήση των τεχνολογιών, όπως π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας και του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Αλλά, όπως ο οικονομολόγος Tyler Cowen έχει υποστηρίξει, όταν αυτοί οι πιο προσιτοί καρποί γίνουν κοινό κτήμα, καθίσταται πολύ πιο δύσκολο να συντηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης των οικονομιών. Η εποχή της ταχείας ανάπτυξης έφτασε σε ένα ξαφνικό τέλος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν οι χώρες του ΟΠΕΚ, συνειδητοποιώντας την αξία της συλλογικής διαπραγματευτικής ισχύος τους, εκτόξευσαν στα ύψη την τιμή του πετρελαίου.

Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε, οι κυβερνητικές δαπάνες διογκώθηκαν. Κατά τη διάρκεια των καλών χρόνων της δεκαετίας του 1960, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν γρήγορες στο να επεκτείνουν το κράτος πρόνοιας. Αλλά αυτό σημαίνει ότι όταν αργότερα η ανεργία αυξηθεί, το ίδιο θα έκαναν και οι δημόσιες δαπάνες για τις παροχές προς τους ανέργους, ακόμη και αν τα φορολογικά έσοδα συρρικνωθούν. Για λίγο, οι κεντρικές τράπεζες κάλυψαν αυτές τις δαπάνες με την επεκτατική νομισματική πολιτική. Αυτό, όμως, οδήγησε σε υψηλό πληθωρισμό στη δεκαετία του 1970, κάτι το οποίο επιδεινώθηκε από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Αυτός ο πληθωρισμός, αν και μείωσε την πραγματική αξία του χρέους των κυβερνήσεων, δεν προκάλεσε ανάπτυξη. Αντ' αυτού, ο στασιμοπληθωρισμός διάβρωσε την πίστη των περισσότερων οικονομολόγων και πολιτικών στις κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της οικονομίας.