Τι μας έμαθε η ύφεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι μας έμαθε η ύφεση

Η Δύση δεν μπορεί να δανείζεται και να ξοδεύει για να ανακάμψει

Τότε, οι κεντρικές τράπεζες άλλαξαν πορεία, θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο τους την επίτευξη χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις συνέχισαν να ξοδεύουν δημιουργώντας έλλειμμα: το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στις βιομηχανικές χώρες αυξανόταν σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 - αυτή τη φορά χωρίς τον πληθωρισμό να μειώνει την πραγματική αξία του. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να βρει νέες πηγές ανάπτυξης, η Ουάσιγκτον, προς το τέλος της θητείας του προέδρου Τζίμι Κάρτερ και στη συνέχεια υπό τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν, απορρύθμισε πολλούς κλάδους, όπως τις αεροπορικές μεταφορές, την ηλεκτρική ενέργεια, τις οδικές μεταφορές και τον χρηματοοικονομικό τομέα. Το ίδιο έκανε και η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τελικά, η παραγωγικότητα άρχισε να αυξάνεται.

Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησαν στην ύφεση της δεκαετίας του 1970 με φρενήρη απορρύθμιση, η ηπειρωτική Ευρώπη έκανε μεταρρυθμίσεις που ήταν επί το πλείστον διακοσμητικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προώθησε την απορρύθμιση σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του χρηματοοικονομικού τομέα, αλλά τα μέτρα αυτά ήταν περιορισμένα, ειδικά όταν ήρθε η ώρα της λήψης μέτρων υπέρ του ανταγωνισμού και της διάλυσης της γενναιόδωρης προστασίας των εργαζομένων. Σαν αποτέλεσμα, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας άρχισε να απογειώνεται και πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην ηπειρωτική Ευρώπη σερνόταν, ιδίως στις φτωχότερες και λιγότερο φιλικές προς τις μεταρρυθμίσεις νότιες περιφέρειές της. Το 1999, όταν εισήχθη το ευρώ, το ποσοστό ανεργίας στην Ιταλία ήταν 11%, στην Ελλάδα 12% και στην Ισπανία ήταν 16%. Η παρεπόμενη διαρροή από τα ταμεία της κυβέρνησης κατέστησε δύσκολη την αποταμίευση για μελλοντικές δαπάνες στην υγειονομική περίθαλψη και τις συντάξεις, δηλαδή τις πολιτικές υποσχέσεις που γίνονταν ακόμη πιο δαπανηρές εξαιτίας της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού.

Στις χώρες που προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις, η απορρύθμιση δεν ήταν μια ευλογία για όλους. Όντως ενίσχυσε την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, αύξησε τον ανταγωνισμό και υποχρέωσε τις υπάρχουσες επιχειρήσεις να εστιάσουν στην αποδοτικότητα. Όλα αυτά έδωσαν στους καταναλωτές φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα. Αλλά είχαν επίσης την ακούσια συνέπεια της αύξησης της εισοδηματικής ανισότητας – δημιουργώντας ένα χάσμα που, σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις δεν αποκατέστησαν με την προετοιμασία της εργατικής δύναμης για την οικονομία της γνώσης, αλλά της έδωσαν πρόσβαση σε φθηνές πιστώσεις.

ΔΙΑΤΑΡΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η απορρύθμιση υπήρξε μια μικτή κατάσταση. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο ανταγωνισμός που έχει προκληθεί έχει διευρύνει το χάσμα στα εισοδήματα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και έκανε πιο δύσκολο για τον μέσο Αμερικανό να βρει μια σταθερή καλοπληρωμένη δουλειά με καλές παροχές. Αλλά, ο ανταγωνισμός έχει επίσης οδηγήσει σε μια πλημμυρίδα φθηνών καταναλωτικών αγαθών, κάτι που σημαίνει ότι το εισόδημα που παίρνει ο εργαζόμενος αξίζει πλέον περισσότερο από ποτέ.

Κατά τη μεταπολεμική εποχή της αυστηρής ρύθμισης και του περιορισμένου ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναπτυχθεί έντονα και εύκολα, απολαμβάνοντας τεράστια οιονεί μονοπωλιακά κέρδη. Μοιράστηκαν τις αποδόσεις τους με τους μετόχους και τους εργαζομένους τους. Για τις τράπεζες, αυτό ήταν η εποχή της φόρμουλας «3-6-3»: δανείσου προς 3%, δάνεισε προς 6% και πήγαινε στο γήπεδο γκολφ στις 3 το απόγευμα. Οι τράπεζες ήταν κερδοφόρες, ασφαλείς και… βαρετές και το κόστος πληρωνόταν από τους καταθέτες, οι οποίοι έπαιρναν ως περιστασιακό δώρο μια… τοστιέρα αντί για τα επιτόκια της αγοράς. Τα συνδικάτα αγωνίστηκαν για καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας με καλές παροχές και οι επιχειρήσεις ήταν στην ευχάριστη θέση να τις διευθετήσουν για να εξασφαλίσουν εργασιακή ειρήνη – στο κάτω - κάτω, υπήρχαν πολλά κέρδη να μοιραστούν.

Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, η κατάργηση των κανονισμών και των εμπορικών φραγμών έθεσε ένα τέλος σε αυτή την άνετη ζωή. Νέοι επιχειρηματίες με καλύτερα προϊόντα αμφισβήτησαν τους βραδύτερης αντίδρασης ανταγωνιστές τους και η ποικιλία και η ποιότητα των καταναλωτικών προϊόντων βελτιώθηκε ριζικά, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό προς το καλύτερο. Οι προσωπικοί υπολογιστές που συνδέονται μέσω του διαδικτύου, έχουν επιτρέψει στους χρήστες να διασκεδάσουν, να ενημερωθούν και να ψωνίσουν, και τα κινητά τηλέφωνα έχουν κάνει τους ανθρώπους να είναι σε συνεχή επαφή με τους φίλους τους (και τα αφεντικά τους). Τα κοντέινερ των πλοίων, εν τω μεταξύ, επέτρεψαν σε μικρούς ξένους κατασκευαστές να μεταφέρουν τα προϊόντα τους γρήγορα σε απομακρυσμένους καταναλωτές. Σε σχέση με τα δεδομένα εισοδήματα, π.χ. τα βαμβακερά πουκάμισα και τα κονσερβοποιημένα ροδάκινα, δεν ήταν ποτέ φτηνότερα.

Την ώρα που η αγοραστική δύναμη των απλών καταναλωτών αυξανόταν, το ίδιο γινόταν με τις πληρωμές στη Wall Street. Επειδή τα κέρδη των εταιρειών βρίσκονταν υπό πίεση, άρχισαν να καινοτομούν και να αναλαμβάνουν μεγαλύτερα ρίσκα και ενεργώντας έτσι απαιτούνταν χρηματοδότες οι οποίοι θα μπορούσαν να καταλάβουν τους κινδύνους αυτούς, να τους αποτιμήσουν με ακρίβεια και να τους διασπείρουν με σύνεση. Οι τράπεζες δεν ήταν πια βαρετές. Μάλιστα, έγιναν το κέντρο διοίκησης της οικονομίας, χρηματοδοτώντας την επέκταση μιας εταιρείας και ωθώντας σε χρεοκοπία μια άλλη.