Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής

Ποιά είναι και πώς μπορούμε να τα διαχειριστούμε
Περίληψη: 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κλιματική διπλωματία έχει επικεντρωθεί στο διοξείδιο του άνθρακα. Αλλά για τουλάχιστον το 40% της υπερθέρμανσης του πλανήτη μπορεί να κατηγορηθεί μια ομάδα ρύπων μικρότερης διάρκειας ζωής, που προκαλούν επίσης ζημιές στις καλλιέργειες και ασθένειες στους ανθρώπους στα αναπτυσσόμενα κράτη. Το φρένο στη ρύπανση θα εξυπηρετούσε επομένως δύο στόχους, εμπλέκοντας τελικά χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία στο θέμα της κλιματικής αλλαγής.

Ο DAVID G. VICTOR είναι καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων και Ειρηνευτικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο.
Ο CHARLES F. KENNEL έχει τον τίτλο του Διακεκριμένου καθηγητή και είναι επίτιμος διευθυντής στο Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Scripps.
Ο VEERABHADRAN RAMANATHAN έχει τον τίτλο του Διακεκριμένου καθηγητή Ατμοσφαιρικών και Κλιματικών Επιστημών στο Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Scripps.

Για διάστημα μεγαλύτερο από μια εικοσαετία, οι διπλωμάτες αγωνίστηκαν να επιβραδύνουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Διαπραγματεύθηκαν δύο μείζονος σημασίας συνθήκες για να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό: τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή το 1992 και το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997. Πέρυσι, στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, που πραγματοποιήθηκε στο Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής, συμφώνησαν να αρχίσουν συνομιλίες για μία ακόμη συνθήκη. Μια μικρή ομάδα χωρών, στην οποία περιλαμβάνεται η Ιαπωνία και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ρυθμίσει αυτήν τη στιγμή τις εκπομπές αερίων σύμφωνα με τις υφιστάμενες συμφωνίες. Όμως, τα περισσότερα κράτη, στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εκπέμπουν το μεγαλύτερο ποσοστό αερίων του θερμοκηπίου, δεν έχουν σημειώσει αρκετή πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, κατεξοχήν υπεύθυνου για την υπερθέρμανση του πλανήτη, έχουν αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980 πάνω από 50% και τείνουν να αυξηθούν κατά 30% και πλέον, μέσα στα επόμενα είκοσι ως τριάντα χρόνια.

Η ολοένα διογκούμενη ποσότητα των εκπομπών μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τον άξονα πάνω στον οποίον στηρίχτηκε η διεθνής κλιματική διπλωματία επί σχεδόν μία δεκαετία: αποτροπή της ανόδου της θερμοκρασίας της γης κατά 2ο C πάνω από το επίπεδο της προβιομηχανικής εποχής. Η αλήθεια είναι ότι, λόγω της απουσίας ουσιαστικής διεθνούς δράσης, σήμερα ο πλανήτης δείχνει ότι θα είναι τουλάχιστον κατά 2,5ο C θερμότερος στη διάρκεια του αιώνα που διανύουμε. Οι γνωστές επιπτώσεις από αυτήν τη συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας είναι πολύ ανησυχητικές: άνοδος της στάθμης της θάλασσας, λέπτυνση των πάγων της Αρκτικής, ακραία καιρικά φαινόμενα, οξινοποίηση των ωκεανών, απώλεια των φυσικών οικοτόπων και πολλά άλλα. Ίσως ακόμη μεγαλύτερο δέος, ωστόσο, δημιουργούν φαινόμενα των οποίων οι συνέπειες είναι άγνωστες, όπως είναι ο κίνδυνος να προκληθεί απελευθέρωση ακόμη περισσότερων αερίων από την τήξη των πάγων στη Αρκτική, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο συνεχούς ανόδου της θερμοκρασίας.

Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι γίνονται όλο και πιο απειλητικοί, καθώς έχει αποτύχει η παραδοσιακή προσέγγιση της διεθνούς κλιματικής διπλωματίας. Για υπερβολικά μεγάλο διάστημα, η κλιματική επιστήμη και η συναφής χάραξη πολιτικής εστίασαν το βλέμμα τους σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Η απεξάρτηση του πλανήτη από τα ορυκτά καύσιμα αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, εν μέρει λόγω του ότι οι δαπανηρές και γρήγορες μετατοπίσεις προς νέα ενεργειακά συστήματα, θα επιφέρουν ενδεχομένως αρνητικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων οικονομιών. Επιπροσθέτως, το διοξείδιο του άνθρακα έχει, δυστυχώς, την ιδιότητα να παραμένει στην ατμόσφαιρα επί αιώνες. Έτσι, ακόμη κι αν ήταν κατορθωτό να διατηρηθεί στα σημερινά του επίπεδα, θα χρειάζονταν δραστικές περικοπές των εκπομπών επί σειρά δεκαετιών, με οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες τα κράτη μάλλον δεν θα είναι πρόθυμα να υποστούν, εκτός εάν υπήρχε εμπιστοσύνη ότι και οι ανταγωνιστές τους θα έπρατταν το ίδιο. Καμία μόνιμη λύση στο κλιματικό πρόβλημα δεν είναι εφικτή χωρίς αντιμετώπιση του διοξειδίου του άνθρακα. Όμως, η οικονομική και γεωφυσική πραγματικότητα για τις εκπομπές του διοξειδίου, σχεδόν εγγυώνται πολιτικό αδιέξοδο.

Μια νέα αρχή στην κλιματική διπλωματία θα έπρεπε να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι το διοξείδιο του άνθρακα δεν είναι ο μόνος ρύπος που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τουλάχιστον 40% της παρατηρούμενης σήμερα υπερθέρμανσης του πλανήτη, μπορεί να αποδοθεί σε άλλους τέσσερις παράγοντες μόλυνσης: τα σκούρα σωματίδια αιθάλης (ο λεγόμενος μαύρος άνθρακας), το μεθάνιο, το όζον των χαμηλοτέρων στρωμάτων της ατμόσφαιρας, τα βιομηχανικά (αέρια όπως οι χλωροφθοράνθρακες (CFC) και οι υδροφθοθάνθρακες (HFC), που χρησιμεύουν ως ψυκτικό μέσον στα ψυγεία). Σχεδόν όλες αυτές οι ρυπαντικές ουσίες έχουν διάρκεια ζωής από λίγες εβδομάδες έως μία δεκαετία, δηλαδή πολύ μικρότερη απ’ ό,τι το διοξείδιο του άνθρακα. Όμως, παρότι η διάρκειά τους είναι σύντομη, είναι πολύ ισχυροί παράγοντες υπερθέρμανσης. Η εκπομπή ενός και μόνο τόνου μαύρου άνθρακα, για παράδειγμα, έχει την ίδια άμεση επίπτωση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου με την εκπομπή 500 έως 2.000 τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Επειδή οι επιπτώσεις αυτών των βραχύβιων ρυπαντών έχουν άμεση ενέργεια και είναι πολύ σοβαρές για το κλίμα, ένας περιορισμός τους θα οδηγούσε σύντομα σε ανάσχεση της υπερθέρμανσης, προσφέροντας έτσι περισσότερο χρόνο για σημαντικές προσπάθειες ως προς το διοξείδιο του άνθρακα.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ