Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής

Ποιά είναι και πώς μπορούμε να τα διαχειριστούμε

Για διάστημα μεγαλύτερο από μια εικοσαετία, οι διπλωμάτες αγωνίστηκαν να επιβραδύνουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Διαπραγματεύθηκαν δύο μείζονος σημασίας συνθήκες για να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό: τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή το 1992 και το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997. Πέρυσι, στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, που πραγματοποιήθηκε στο Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής, συμφώνησαν να αρχίσουν συνομιλίες για μία ακόμη συνθήκη. Μια μικρή ομάδα χωρών, στην οποία περιλαμβάνεται η Ιαπωνία και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ρυθμίσει αυτήν τη στιγμή τις εκπομπές αερίων σύμφωνα με τις υφιστάμενες συμφωνίες. Όμως, τα περισσότερα κράτη, στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εκπέμπουν το μεγαλύτερο ποσοστό αερίων του θερμοκηπίου, δεν έχουν σημειώσει αρκετή πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, κατεξοχήν υπεύθυνου για την υπερθέρμανση του πλανήτη, έχουν αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980 πάνω από 50% και τείνουν να αυξηθούν κατά 30% και πλέον, μέσα στα επόμενα είκοσι ως τριάντα χρόνια.

Η ολοένα διογκούμενη ποσότητα των εκπομπών μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τον άξονα πάνω στον οποίον στηρίχτηκε η διεθνής κλιματική διπλωματία επί σχεδόν μία δεκαετία: αποτροπή της ανόδου της θερμοκρασίας της γης κατά 2ο C πάνω από το επίπεδο της προβιομηχανικής εποχής. Η αλήθεια είναι ότι, λόγω της απουσίας ουσιαστικής διεθνούς δράσης, σήμερα ο πλανήτης δείχνει ότι θα είναι τουλάχιστον κατά 2,5ο C θερμότερος στη διάρκεια του αιώνα που διανύουμε. Οι γνωστές επιπτώσεις από αυτήν τη συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας είναι πολύ ανησυχητικές: άνοδος της στάθμης της θάλασσας, λέπτυνση των πάγων της Αρκτικής, ακραία καιρικά φαινόμενα, οξινοποίηση των ωκεανών, απώλεια των φυσικών οικοτόπων και πολλά άλλα. Ίσως ακόμη μεγαλύτερο δέος, ωστόσο, δημιουργούν φαινόμενα των οποίων οι συνέπειες είναι άγνωστες, όπως είναι ο κίνδυνος να προκληθεί απελευθέρωση ακόμη περισσότερων αερίων από την τήξη των πάγων στη Αρκτική, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο συνεχούς ανόδου της θερμοκρασίας.

Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι γίνονται όλο και πιο απειλητικοί, καθώς έχει αποτύχει η παραδοσιακή προσέγγιση της διεθνούς κλιματικής διπλωματίας. Για υπερβολικά μεγάλο διάστημα, η κλιματική επιστήμη και η συναφής χάραξη πολιτικής εστίασαν το βλέμμα τους σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Η απεξάρτηση του πλανήτη από τα ορυκτά καύσιμα αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, εν μέρει λόγω του ότι οι δαπανηρές και γρήγορες μετατοπίσεις προς νέα ενεργειακά συστήματα, θα επιφέρουν ενδεχομένως αρνητικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων οικονομιών. Επιπροσθέτως, το διοξείδιο του άνθρακα έχει, δυστυχώς, την ιδιότητα να παραμένει στην ατμόσφαιρα επί αιώνες. Έτσι, ακόμη κι αν ήταν κατορθωτό να διατηρηθεί στα σημερινά του επίπεδα, θα χρειάζονταν δραστικές περικοπές των εκπομπών επί σειρά δεκαετιών, με οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες τα κράτη μάλλον δεν θα είναι πρόθυμα να υποστούν, εκτός εάν υπήρχε εμπιστοσύνη ότι και οι ανταγωνιστές τους θα έπρατταν το ίδιο. Καμία μόνιμη λύση στο κλιματικό πρόβλημα δεν είναι εφικτή χωρίς αντιμετώπιση του διοξειδίου του άνθρακα. Όμως, η οικονομική και γεωφυσική πραγματικότητα για τις εκπομπές του διοξειδίου, σχεδόν εγγυώνται πολιτικό αδιέξοδο.

Μια νέα αρχή στην κλιματική διπλωματία θα έπρεπε να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι το διοξείδιο του άνθρακα δεν είναι ο μόνος ρύπος που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τουλάχιστον 40% της παρατηρούμενης σήμερα υπερθέρμανσης του πλανήτη, μπορεί να αποδοθεί σε άλλους τέσσερις παράγοντες μόλυνσης: τα σκούρα σωματίδια αιθάλης (ο λεγόμενος μαύρος άνθρακας), το μεθάνιο, το όζον των χαμηλοτέρων στρωμάτων της ατμόσφαιρας, τα βιομηχανικά (αέρια όπως οι χλωροφθοράνθρακες (CFC) και οι υδροφθοθάνθρακες (HFC), που χρησιμεύουν ως ψυκτικό μέσον στα ψυγεία). Σχεδόν όλες αυτές οι ρυπαντικές ουσίες έχουν διάρκεια ζωής από λίγες εβδομάδες έως μία δεκαετία, δηλαδή πολύ μικρότερη απ’ ό,τι το διοξείδιο του άνθρακα. Όμως, παρότι η διάρκειά τους είναι σύντομη, είναι πολύ ισχυροί παράγοντες υπερθέρμανσης. Η εκπομπή ενός και μόνο τόνου μαύρου άνθρακα, για παράδειγμα, έχει την ίδια άμεση επίπτωση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου με την εκπομπή 500 έως 2.000 τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Επειδή οι επιπτώσεις αυτών των βραχύβιων ρυπαντών έχουν άμεση ενέργεια και είναι πολύ σοβαρές για το κλίμα, ένας περιορισμός τους θα οδηγούσε σύντομα σε ανάσχεση της υπερθέρμανσης, προσφέροντας έτσι περισσότερο χρόνο για σημαντικές προσπάθειες ως προς το διοξείδιο του άνθρακα.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Ευτυχώς, ο περιορισμός των βραχύβιων ρυπαντών προϋποθέτει λιγότερα πολιτικά προσκόμματα σε σχέση με τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή οι υπάρχουσες τεχνολογίες και πολιτικές, αν εφαρμοστούν σωστά, εύκολα επιτρέπουν δραστικές περικοπές αυτών των ρυπαντών. Δεύτερον, σε αντίθεση με τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, που προσφέρει ορατά οφέλη μόνο ύστερα από δεκαετίες δαπανηρών προσπαθειών, ο έλεγχος επί των εκπομπών αυτών των ρυπαντικών ουσιών, θα λειτουργούσε στην πράξη ευεργετικά για τα άμεσα συμφέροντα των αναπτυσσόμενων χωρών, όπου ρυπαντές όπως η αιθάλη και το όζον καταστρέφουν ζωτικής σημασίας καλλιέργειες και προκαλούν αναπνευστικές και καρδιακές ασθένειες. Μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια τόνοι συγκομιδής χάνονται κάθε χρόνο εξαιτίας του φωτοχημικού νέφους. Στην Ινδία, οι ατμοσφαιρικοί ρύποι έχουν γίνει αιτία να μειωθεί η παραγωγή ρυζιού κατά δέκα εκατομμύρια τόνους ετησίως, σε σύγκριση με την ετήσια παραγωγή της δεκαετίας του 1980. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εισπνοή της αιθάλης που παράγεται από τη μαγειρική σε κλειστούς χώρους, ήδη αποτελεί την αιτία θανάτου για περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, κυρίως γυναίκες και παιδιά που ζουν σε καθεστώς έσχατης ένδειας. Και επειδή η αιθάλη είναι σκουρόχρωμη, παγιδεύει θερμότητα από την ηλιακή ακτινοβολία και γι’ αυτό επιταχύνει την τήξη όταν εγκαθίσταται στους παγετώνες. Το γεγονός αποτελεί άμεση απειλή για τα πόσιμα υδάτινα αποθέματα και τις καλλιεργούμενες γαίες που εξαρτώνται από ποτάμια συστήματα τροφοδοτούμενα από παγετώνες στην Κίνα και στην Ινδία, όπως είναι ο Γάγγης, ο Ινδός και ο Γιανγκτσέ. Εξαιτίας αυτών των βραχυπρόθεσμων απειλών κατά της οικονομίας και της δημόσιας υγείας, ακόμη και χώρες που έχουν υπάρξει επιφυλακτικές όσον αφορά το κόστος μακροπρόθεσμων προσπαθειών για τον έλεγχο του διοξειδίου του άνθρακα, αποδεικνύονται τώρα πιο πρόθυμες να αντιμετωπίσουν τους βραχύβιους ρυπαντές.

Ένα σχέδιο για τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών θα συντόνιζε τα συμφέροντα των τριών μεγαλυτέρων ρυπογόνων χωρών (Κίνας, Ινδίας, ΗΠΑ), που εμφανώς δεν έχουν πράξει κάτι σημαντικό για την κλιματική αλλαγή. Ένα τέτοιο σχέδιο θα σήμαινε, επίσης, συμμετοχή της Ευρώπης, η οποία είναι από καιρό στρατευμένη στο Πρωτόκολλο του Κιότο, αλλά αγωνίζεται να βρει πρόθυμους εταίρους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και μερικές άλλες χώρες βρίσκονται στην πρώτη φάση δημιουργίας ενός συνασπισμού που θα ασχοληθεί με τους βραχύβιους ρυπαντές. Η Κίνα και η Ινδία θα πρέπει να βρουν εποικοδομητικούς τρόπους για να συμπράξουν. Ο περιορισμός αυτών των ρυπαντών θα μπορούσε να μειώσει στο μισό τον ρυθμό της κλιματικής αλλαγής μέσα σε λίγες δεκαετίες. Μια αισθητή επιτυχία στην καταπολέμησή τους είναι σε θέση να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της διπλωματίας για την κλιματική αλλαγή, πράγμα ουσιώδες για την επίτευξη προόδου στο πιο δύσκολο έργο του περιορισμού του διοξειδίου του άνθρακα. Αν συνδυαστούν και τα δύο, δηλαδή άμεση δράση για τους βραχύβιους ρυπαντές και σοβαρές προσπάθειες για τον έλεγχο του διοξειδίου του άνθρακα, θα καταστεί -μόλις και μετά βίας- επιτεύξιμος ο στόχος για περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς C.

Εντούτοις, ακόμη και αυτές οι συνδυασμένες προσπάθειες δεν μπορούν να ανακόψουν την υπερθέρμανση, η οποία αναπόφευκτα θα προκύψει. Κατά συνέπεια, όλες οι χώρες θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν σε ορισμένες από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και ιδιαίτερα οι φτωχότερες χώρες, οι οικονομίες των οποίων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωργία και άλλους τομείς επηρεαζόμενους από το κλίμα. Η διεθνής συνεργασία μπορεί να βοηθήσει αυτά τα μέρη να προσαρμοστούν, αλλά όχι με στόχους που θέτουν οι διπλωμάτες στη Νέα Υόρκη και στη Γενεύη, ή με μεγάλης κλίμακας δαπανηρά προγράμματα, που διευθύνονται από πλούσιες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, δηλαδή τους μέχρι σήμερα στυλοβάτες της κλιματικής διπλωματίας. Αντιθέτως, μια αποτελεσματική προσαρμογή απαιτεί την οικοδόμηση θεσμών από τη βάση προς την κορυφή, που σε τοπικό επίπεδο θα ενεργοποιούν όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μαχόμενοι κατά της κλιματικής αλλαγής, όπως πολεοδόμους που δίνουν απαντήσεις στον κίνδυνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και υπηρεσίες γεωργίας που βοηθούν τους αγρότες στην πρόληψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής επί των καλλιεργειών τους. Η νέα εποχή της κλιματικής διπλωματίας θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διασύνδεση των διεθνών εμπειρογνωμόνων με τέτοιους τοπικούς φορείς, έτσι ώστε η πληροφόρηση σχετικά με τις καλύτερες πρακτικές να διαχέεται πιο εύκολα.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ωρίμασε η κλιματική επιστήμη, όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο διοξείδιο του άνθρακα. Ήταν γνωστό ότι και άλλα αέρια επηρέαζαν αρνητικά το κλίμα, αλλά οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες είναι υπεύθυνες για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε επίπεδο ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο αέριο του θερμοκηπίου. Επειδή το διοξείδιο του άνθρακα προέρχεται κυρίως από ορυκτά καύσιμα, στα οποία οι κυβερνήσεις έχουν πλήρη έλεγχο, οι εκπομπές του είναι εύκολο να μετρηθούν. Αντιθέτως, άλλοι ρυπαντές πολύ δύσκολα γίνονται αντιληπτοί. Όταν για πρώτη φορά οι πολιτικοί άρχισαν να δίνουν προσοχή στην υπερθέρμανση του πλανήτη, επικεντρώθηκαν και αυτοί στο διοξείδιο του άνθρακα. Η Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή και το Πρωτόκολλο του Κιότο αναγνωρίζουν ότι και άλλα αέρια προκαλούν άνοδο της θερμοκρασίας. Το Πρωτόκολλο του Κιότο καθιέρωσε ένα σύστημα μέσω του οποίου οι χώρες μπορούν να πετύχουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση εκπομπών αερίων, αναπληρώνοντας με άλλα αέρια το διοξείδιο του άνθρακα, σε τιμές ανταλλαγής καθορισμένες από τον ΟΗΕ. Όμως, οι διπλωμάτες καθόρισαν τις τιμές ανταλλαγής με τρόπους που αφορούσαν κυρίως τη μακροπρόθεσμη κλιματική αλλαγή, δίνοντας κίνητρα για ελάττωση του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων μακρόβιων αερίων του θερμοκηπίου, ενώ στην πράξη τιμωρούσαν τις προσπάθειες για μείωση των βραχύβιων ρυπαντών. Ορισμένοι από αυτούς, όπως τα σωματίδια της αιθάλης, αποκλείστηκαν επίσης από αυτές τις συνθήκες, επειδή οι ακριβείς επιπτώσεις τους στην υπερθέρμανση ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν.

Στο παρασκήνιο, ωστόσο, οι κλιματολόγοι άρχισαν να εστιάζουν την προσοχή τους σε μια πιο μακροσκελή λίστα με αέρια του θερμοκηπίου. Στη δεκαετία του 1970, οι χλωροφθράνθρακες (CFC) ήταν οι πρώτοι που έγιναν αντικείμενο ελέγχων. Αν ένα μόριο CFC προστεθεί στην ατμόσφαιρα, προκαλεί την ίδια επιβάρυνση με την προσθήκη περισσότερων των 10.000 μορίων διοξειδίου του άνθρακα. Οι πολιτικοί, ωστόσο, ανησύχησαν πιο πολύ για τον ρόλο που οι CFC έπαιζαν στη μείωση της στοιβάδας του όζοντος, που είναι γενεσιουργός αιτία για τον καρκίνο του δέρματος, την καταστροφή των καλλιεργειών και τα απειλούμενα οικοσυστήματα. Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι ενέπνευσαν το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, μια συμφωνία που υπογράφηκε το 1987 και απαγόρευε τη χρήση CFC και άλλων παραγόντων που καταστρέφουν το όζον. Επειδή το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ εστίαζε σε ρύπους που είχαν μικρή επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας, υπήρξε η πλέον δημοφιλής περιβαλλοντική συνθήκη στην ιστορία. Έθεσε τις βάσεις για την επούλωση της στοιβάδας του όζοντος και, καθώς οι CFC είναι επίσης αέρια του θερμοκηπίου, ως παράπλευρη ενέργεια βοήθησε στην επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής. Πράγματι, μελέτες έδειξαν ότι η μείωση των εκπομπών CFC από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 συνέβαλε τα μέγιστα στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, συγκρινόμενη με όλες τις κλιματικές συνθήκες που έχουν μέχρι σήμερα εστιάσει στο διοξείδιο του άνθρακα. Δυστυχώς, οι υδροφθοράνθρακες (HFC) και ορισμένα από τα αέρια που χρησιμοποιήθηκαν για να αντικαταστήσουν τους CFC, αποτελούν επίσης πολύ ισχυρούς παράγοντες υπερθέρμανσης. Αν προστεθούν στη λίστα των ρύπων που καλύπτονται από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, μια πολιτική που τώρα μελετάται, είναι δυνατόν γρήγορα να εξαλειφθούν.

Καθώς προόδευε η κλιματική επιστήμη, οι ερευνητές συνειδητοποίησαν την ύπαρξη περισσότερων παραγόντων υπερθέρμανσης. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι εκπομπές αυτών των ρύπων πηγάζουν από πρωτόγονες ενεργειακές τεχνολογίες, που υπάρχουν ως επί το πλείστον στις αναδυόμενες οικονομίες. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος του μαύρου άνθρακα εκπέμπεται από απαρχαιωμένες κουζίνες, από κακοσυντηρημένους και ελλιπώς ελεγχόμενους πετρελαιοκινητήρες και από ξεπερασμένες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Οι εκπομπές και από τις τρεις αυτές πηγές θα μπορούσαν να περιοριστούν με τις διαθέσιμες τεχνολογίες, με κίνητρα που να βασίζονται στην αγορά και με κυβερνητικές ρυθμίσεις χαμηλού κόστους. Μεταξύ των ετών 1987 και 2007, η Καλιφόρνια ελάττωσε σχεδόν στο μισό τις εκπομπές μαύρου άνθρακα από πετρελαιοκινητήρες, επιβάλλοντας τη χρήση καλύτερης ποιότητας καυσίμων και φίλτρων.

Παρόμοια μέτρα θα είχαν ακόμη πιο θετικά αποτελέσματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου οι έλεγχοι για τη ρύπανση είναι πιο πρωτόγονοι. Το 2008, μια ομάδα επιστημόνων που εργάζονταν για λογαριασμό του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) εξέφρασε την εκτίμηση ότι σχεδόν το 60% των εκπομπών αιθάλης στην Ινδία θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την αντικατάσταση των παραδοσιακών θερμαστρών που καίνε ανεπεξέργαστα ξύλα και κοπριά, με πιο καθαρές θερμάστρες που καίνε πιο αποτελεσματικά, με τη χρήση πέλετ. Η Ινδία και άλλες χώρες της Νότιας Ασίας θα μπορούσαν να μειώσουν ακόμη περισσότερο τα επίπεδα της αιθάλης, αν σταματούσαν τη λειτουργία των πρωτόγονων φούρνων που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τούβλων, και στρέφονταν σε πιο εκσυγχρονισμένες και αποτελεσματικές εκδοχές. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν η Κίνα καταργούσε την καύση στερεού άνθρακα για τη θέρμανση των σπιτιών, θα μπορούσε να μειώσει κατά 50% τις εκπομπές μαύρου άνθρακα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούσαν να πετύχουν περαιτέρω μειώσεις στις εκπομπές αιθάλης με την εγκατάσταση καλύτερων μονώσεων στις κατοικίες (ώστε να μειωθεί η ανάγκη για θέρμανση) και με τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων για τη θέρμανση, όπως το φυσικό αέριο, το οποίο δεν παράγει αιθάλη όταν καίγεται. Για να γίνουν αυτές οι αλλαγές είναι απαραίτητο οι κυβερνήσεις να επιδοτήσουν το αρχικό κόστος των νέων τεχνολογιών. Όμως, αυτές οι δαπάνες θα αντισταθμιστούν σχετικά γρήγορα από τα οφέλη στη δημόσια υγεία και στην παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα.

Η στρατηγική για τη μείωση της αιθάλης από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής προϋποθέτει, επίσης, την εφαρμογή πιο αποτελεσματικών τεχνολογιών, μαζί με τη στροφή προς το φυσικό αέριο και την εγκατάσταση εξοπλισμού ελέγχου της αέριας ρύπανσης, όπως πλυντρίδες και φίλτρα σε μονάδες που καίνε άνθρακα. Στα περισσότερα μέρη, μεταρρυθμίσεις αποδεκτές από την αγορά θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε αυτές τις αλλαγές. Στην Ινδία, η απορρύθμιση και αναδιάρθρωση των κρατικών εταιριών, οδήγησε σε αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών τεχνολογίας και των χειριστών ενεργειακών μονάδων. Ως αποτέλεσμα, οι πιο νέες μονάδες της χώρας, που λειτουργούν με άνθρακα, είναι ριζικά αποτελεσματικότερες.

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, δεκάδες ερευνητικές ομάδες παρουσίασαν αποτελεσματικές και χαμηλού κόστους μεθόδους για τη μείωση των τιμών της αιθάλης και των τριών άλλων βραχύβιων ρυπαντών του θερμοκηπίου. Πέρυσι, το UNEP συνόψισε το έργο τους τονίζοντας τα δυνητικά οφέλη από την εγκατάσταση νέων εστιών μαγειρικής, την κατασκευή πιο αποτελεσματικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την αντιμετώπιση των διαρροών φυσικού αερίου κατά τη διαδικασία εξόρυξης στις γεωτρήσεις. Το UNEP κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τέτοια μέτρα είναι σε θέση να οδηγήσουν στην κατά 40% μείωση των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών μεθανίου και στην κατά σχεδόν 75% μείωση των παγκόσμιων εκπομπών μαύρου άνθρακα μέχρι το 2030. Αυτές οι μειώσεις θα μπορούσαν τελικά να αποτρέψουν τον θάνατο περίπου πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο και να διασφαλίσουν περίπου 140 εκατομμύρια τόνους καλαμποκιού, ρυζιού, και σόγιας, δηλαδή το 4% της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής. Τα μέτρα αυτά είναι σε θέση να μειώσουν κατά το ήμισυ την αναμενόμενη, για το διάστημα από τώρα μέχρι το 2050, άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη και να αυξήσουν δραματικά τις πιθανότητες αυτή να περιοριστεί στους 2 βαθμούς C.

Αυτοί οι στόχοι είναι φιλόδοξοι αλλά όχι εξωπραγματικοί. Η Κίνα και η Ινδία, οδηγούμενες από βραχυπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα που καμία σχέση δεν έχουν με την κλιματική αλλαγή, ήδη καταβάλλουν προσπάθειες να ελαττώσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση που πλήττει τις πόλεις τους και υπονομεύει την αγροτική παραγωγή τους. Η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή ένα αναλυτικό πρόγραμμα για να τεκμηριώσει το οικονομικό κόστος της τοπικής ρύπανσης για την εθνική οικονομία και έχει θέσει την ενεργειακή αποδοτικότητα στο επίκεντρο των πιο πρόσφατων πενταετών πλάνων της. Στην Ινδία, οι δικαστικές αποφάσεις πιέζουν την εθνική κυβέρνηση να αναλάβει ενεργότερη δράση για τον έλεγχο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Τον Φεβρουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν ότι επρόκειτο να ηγηθούν μιας ομάδας χωρών που θα συμπεριελάμβανε το Μπανγκλαντές, τον Καναδά και τη Σουηδία, σε μια νέα στρατηγική για την ελάττωση των βραχύβιων ρυπαντών. Στο πλαίσιο του UNEP, η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί να βοηθήσει τις χώρες να προχωρήσουν στις μεγαλύτερες δυνατές μειώσεις, εφαρμόζοντας μια τακτική διακριτικών πιέσεων και ανταλλαγής πληροφοριών πάνω στις καλύτερες δυνατές πρακτικές. Εδώ και πολλά χρόνια, οι χώρες που ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της ρύπανσης ασκούσαν κριτική όσον αφορά τις κλιματικές συνομιλίες στον ΟΗΕ, θεωρώντας τις πολύ σκληρές. Η παραπάνω πρωτοβουλία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα χρήσιμο συμπλήρωμα, αλλά για να έχει επιτυχία, η Κίνα και η Ινδία θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να συμμετάσχουν. Και οι δύο χώρες έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενοχλητικούς ελέγχους εκπομπών, καθώς επίσης και την καχυποψία τους μήπως οι προσπάθειες για περιορισμό των βραχύβιων ρυπαντών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ακόμη τρόπος ώστε τα βιομηχανικά κράτη να αποφύγουν την ανάληψη των ευθυνών τους για τις τόσες δεκαετίες εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Οι Κινέζοι και Ινδοί πολιτικοί οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι, στην πραγματικότητα, η τωρινή έμφαση στους βραχύβιους ρυπαντές θα τους επιτρέψει να στρέψουν τις κλιματικές διαπραγματεύσεις σε συζήτηση με τους δικούς τους όρους. Θα συμβάλει στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει στην Κίνα και στην Ινδία να εστιάσουν σε ρυπαντές τους οποίους είναι και πιο διατεθειμένες και πιο ικανές να ελέγξουν.

Μια επιτυχία όσον αφορά τους βραχύβιους ρυπαντές θα συμβάλει επίσης σε μια γενικότερη επανεκκίνηση της κλιματικής διπλωματίας. Οι περισσότερες κυβερνήσεις του κόσμου και οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, δηλαδή παράγοντες των οποίων οι πολιτικές και οι επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση του κλιματικού προβλήματος, εμφανίζονται ολοένα και πιο δύσπιστοι απέναντι σε κλιματικές συνομιλίες που αργοσέρνονται επί δεκαετίες και δεν έχουν επιφέρει παρά ελάχιστα χειροπιαστά αποτελέσματα. Μια σχετικά γρήγορη και εύκολη νίκη επί των βραχύβιων ρυπαντών ενδέχεται να ανατρέψει αυτήν τη στάση και να ενδυναμώσει τις προσπάθειες για τη διαχείριση του δυσκολότερου έργου, που είναι η ελάττωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Όμως, ακόμη και μια ουσιαστική διεθνής προσπάθεια κατά των βραχύβιων ρυπαντών δεν πρόκειται να αποτρέψει μια αύξηση στη θερμοκρασία της γης, συνέπεια αναπόφευκτη αφού οι εκπομπές εξακολουθούν να επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα. Επιπλέον, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ακόμη και η συζήτηση γύρω από την προσαρμογή στα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής ήταν θέμα-ταμπού, επειδή τόσο οι ακτιβιστές όσο και οι πολιτικοί λανθασμένα νόμιζαν ότι η συζήτηση και μόνο σχετικά με μια προετοιμασία επιβίωσης σε έναν θερμότερο πλανήτη θα έκανε την πρόληψη της υπερθέρμανσης να μοιάζει λιγότερο επείγουσα. Οι περισσότεροι από αυτούς συνειδητοποιούν τώρα ότι η προσαρμογή είναι απαραίτητη. Αυτό που εξακολουθεί να λείπει, ωστόσο, είναι μια στρατηγική καθοδήγησης της διεθνούς διπλωματίας γύρω από το ζήτημα.

Οι φτωχές χώρες είναι οι πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή και θα ήταν ασυνειδησία από πλευράς της διεθνούς κοινότητας να μην τις βοηθήσει να την αντιμετωπίσουν. Κατά παράδοση, οι συζητήσεις για ξένη βοήθεια που θα συνέβαλλε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής επικεντρώθηκαν σε μακροπρόθεσμα προγράμματα ή στην ενθάρρυνση κυβερνητικών αξιωματούχων από φτωχές χώρες για συμμετοχή τους σε διεθνείς συναντήσεις. Στο τέλος αυτές οι προσεγγίσεις θα αποτύχουν, επειδή η προσαρμογή είναι μια δράση κατά βάση τοπικού χαρακτήρα. Η βοήθεια πρέπει να παίζει κάποιον ρόλο, αλλά οι χώρες πρέπει να έχουν τον έλεγχο της μοίρας τους. Ακόμη και στις πιο φτωχές χώρες, τα προγράμματα με διεθνή χρηματοδότηση, όπως για παράδειγμα η κατασκευή κυματοθραυστών σε μέρη που απειλούνται από την άνοδο της στάθμης των ωκεανών, στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορούν παρά να παίξουν έναν περιθωριακό ρόλο. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι διεθνείς οργανώσεις, ωστόσο, είναι η χρηματοδότηση δικτύων που θα συνδέουν μεταξύ τους τις ανά τον κόσμο τοπικές αρχές. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν πληροφόρηση γύρω από τις καλύτερες ακολουθητέες πρακτικές. Τέτοια δίκτυα θα συνδέουν τις τοπικές αρχές με διεθνείς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι είναι σε θέση να τις βοηθούν να εκτιμούν και να αντιδρούν κατάλληλα όσον αφορά τα κλιματικά προβλήματα των περιοχών τους.

Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες εκτιμήσεις των απειλών κατά του κλίματος γίνονταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολύ λίγες ήταν οι χώρες ή οι περιφέρειες που ήταν πρόθυμες να επενδύσουν για να μετασχηματίσουν τους αφηρημένους παγκόσμιους κινδύνους σε πρακτικές τοπικές δράσεις. Όμως, τα καλύτερα προγράμματα προσαρμογής βασίζονται στη λεπτομερέστερη πληροφόρηση όσον αφορά την κατάσταση, για τον λόγο ότι αυτή είναι γνωστή μόνο στους ντόπιους. Για παράδειγμα, το 2006 η Καλιφόρνια προέβη σε διεξοδική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μιας σειράς παραγόντων επί του κλίματός της, στους οποίους περιέλαβε το ενδεχόμενο συχνότερων ή πολύ πιο καταστροφικών πυρκαγιών στα άγρια δάση της και την πιθανότητα μέχρι το τέλος του αιώνα να μειωθεί κατά 90% η χιονοκάλυψη στην οροσειρά της βόρειας Σιέρα Νεβάδας, πράγμα που θα απειλούσε όλους τους μεγάλους ποταμούς της πολιτείας. Στη συνέχεια, οι τοπικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν αυτές τις μελέτες σαν άξονα για τον σχεδιασμό τους. Παρόμοιες μελέτες έχουν γίνει παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως για παράδειγμα σε πολιτείες κατά μήκος της κόλπου του Μεξικού, όπου διοίκηση και εταιρείες που έχουν στην ευθύνη τους τη λειτουργία των υποδομών της περιφέρειας, ετοιμάζονται από τώρα για υψηλότερο επίπεδο της στάθμης της θάλασσας και ισχυρότερες καταιγίδες, που είναι πιθανές σε έναν πιο ζεστό κόσμο.

Πολλές κυβερνήσεις αναπτυσσόμενων χωρών διενεργούν, επίσης, σοβαρές μελέτες. Τέτοιες χώρες είναι η Βραζιλία, η Κίνα και η Ινδία. Ωστόσο, μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων υπό την καθοδήγηση των τοπικών αρχών δεν διεξάγονται στις πιο ευαίσθητες και πιο φτωχές περιοχές, όπως είναι οι αγροτικές περιοχές της Αφρικής, όπου η ευάλωτη στις κλιματικές συνθήκες γεωργία, αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα. Το ίδιο συμβαίνει στις νησιωτικές χώρες του Ειρηνικού, που έχουν χαμηλό υψόμετρο. Εκεί, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι ισχυρότερες καταιγίδες αναμένεται να επανασχεδιάσουν τις ακτές. Τέτοιου είδους περιοχές θα έχουν τα μεγαλύτερα οφέλη από την εγκαθίδρυση συνεργατικών δικτύων, αποτελούμενων από κυβερνητικούς αξιωματούχους, ιδιωτικές εταιρείες και μη κυβερνητικές οργανώσεις, που μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφόρηση και τεχνογνωσία, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους και την επιτάχυνση στον ρυθμό εφαρμογής των προσαρμογών.

Τέτοιου είδους διασυνδέσεις κάνουν ήδη τη διαφορά. Για παράδειγμα, το 2004 μια ομάδα τριακοσίων επιστημόνων, που περιελάμβανε αντιπροσώπους και από τις οκτώ χώρες που έχουν επικράτεια στην Αρκτική, δημοσίευσαν τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το κλίμα της Αρκτικής (Arctic Climate Impact Assessment), η οποία αποτελούσε μια επιτομή της τοπικής και της διεθνούς έρευνας πάνω στις πιθανές επιπτώσεις για την περιοχή, από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η έκθεση αυτή αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης, συλλογικής προσπάθειας των αρκτικών χωρών να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, καθώς και για την ελαχιστοποίησή τους μέσω ελέγχων για ρυπαντές, όπως η αιθάλη. Ο συνδυασμός διεθνούς χρηματοδότησης και τοπικής τεχνογνωσίας, θα πρέπει να καταστήσει το πρόγραμμα της Αρκτικής υπόδειγμα για το πώς μια διεξαγόμενη σε υψηλό επίπεδο διπλωματία οφείλει να συνδέεται με μια χάραξη πολιτικής στη βάση.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΤΑΡΜΠΑΝ

Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες παγκόσμιες προκλήσεις, η κλιματική αλλαγή απαιτεί πολιτικούς και ακτιβιστές που θα ευθυγραμμίζουν τους διεθνείς στόχους με τα εθνικά συμφέροντα. Η συνδιάσκεψη του Ντάρμπαν σημείωσε κάποια πρόοδο σε αυτό το μέτωπο. Οι εθνικές αποστολές συμφώνησαν στη λεγόμενη Πλατφόρμα του Ντάρμπαν, η οποία χαράσσει ένα πλαίσιο για καινούργιες συνομιλίες όσον αφορά το κλίμα, οι οποίες θα μπορούσαν να λειάνουν τη διαίρεση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες, διαιρέσεις που συχνά έχουν γίνει αιτία να εμποδίζεται η πρόοδος. Στο παρελθόν, οι φτωχές χώρες έχουν αρνηθεί να συμφωνήσουν σε ελέγχους των εκπομπών και απαιτούσαν από τις πλούσιες χώρες να κάνουν μόνες τους αυτήν την προσπάθεια. Από την πλευρά τους, οι πλούσιες χώρες έχουν εκφράσει την ανησυχία τους ότι η ελάττωση των δικών τους εκπομπών θα περιορίσει την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται αναδυόμενες ενεργειακές δυνάμεις, όπως η Κίνα. Σε αντίθεση με προηγούμενα σχήματα, που έριχναν στις πλούσιες χώρες όλο το βάρος για τους ελέγχους των εκπομπών, η Πλατφόρμα του Ντάρμπαν ζητά από όλες τις μεγάλες πηγές εκπομπής να κάνουν σοβαρή προσπάθεια.

Αυτό είναι ένα καλό πρώτο βήμα, αλλά οι πρακτικές λεπτομέρειες που θα καθορίσουν τις όποιες νέες συνομιλίες, δεν έχουν ρυθμιστεί. Οι χώρες που αποτελούν τις μεγαλύτερες πηγές εκπομπών βραχύβιων αερίων του θερμοκηπίου, όπως η Κίνα, η Ινδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες της ΕΕ, θα πρέπει να γίνουν οι ίδιες πρωτοπόροι, με το να βάλουν αυτούς τους ρυπαντές στο επίκεντρο του επόμενου διπλωματικού γύρου. Στο Ντάρμπαν οι διπλωμάτες συμφώνησαν, επίσης, να αφιερώσουν ένα σημαντικό ποσόν (ενδεχομένως επτά δισ. δολάρια ετησίως) σε προγράμματα προσαρμογής.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, κάθε πρόταση που υποβάθμιζε την μακροπρόθεσμη ελάττωση του διοξειδίου του άνθρακα ή τασσόταν υπέρ της προσαρμογής σε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση υπερθέρμανσης, χαρακτηριζόταν ως επικίνδυνος περισπασμός από τον στόχο μιας μόνιμης επίλυσης του κλιματικού προβλήματος. Όμως, η ανεδαφική επικέντρωση στη μονιμότητα έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική, καθώς συσκοτίζει τα πρακτικά μέτρα που ήδη είναι επιτεύξιμα και από πολιτική άποψη ελκυστικά στις χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Ο καλύτερος τρόπος για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην κλιματική διπλωματία είναι να επιτευχθεί αισθητή πρόοδος σε αυτά τα μέτρα. Εξάλλου, μόνο από τη στιγμή που οι χώρες αναβιώσουν την κλιματική διπλωματία θα μπορέσουν να επιδοθούν στο πολύ δυσκολότερο έργο, δηλαδή να δαμάσουν τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137523/david-g-victor-charles-f-k...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr