Βία και Δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Βία και Δημοκρατία

Πολιτικές Υποθήκες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για την Πολιτική Βία

Αυτή η άτρομη αποφασιστικότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ακολουθεί σθεναρά την αγωνιστική φωνή της συνείδησής του, αλλά και να επιδεικνύει τη μέγιστη μετριοπάθεια όταν υπάρχουν τα περιθώρια για τέτοια συμπεριφορά, αποτυπώνεται και στην ακόλουθη αυτοβιογραφική του εκμυστήρευση, στο γνωστό σημείωμά του προς το τέλος του έργου «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο» [17], 4 χρόνια πριν από τον θάνατό του: «Διδάχθηκα πολλά , προπάντων την καρτερία και την ανεκτικότητα. Κατάλαβα γρήγορα, από το 1924, ότι και στις εμφύλιες έριδες καμιά πλευρά δεν έχει –μόνη αυτή- δίκιο ή, αυτό είναι απόλυτα βέβαιο, ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν καλοί και κακοί, τίμιοι και ασυνείδητοι, ανιδιοτελείς και έμποροι των εμφύλιων παθών. Όταν οι εμφύλιες έριδες έφθασαν σε αιματηρή σύγκρουση, πήρα θέση, τάχθηκα με την μια από τις δύο πλευρές, όχι μόνο παθητικά, αλλά ενεργά και υπεύθυνα. Πριν μου το διδάξει αυτό ο Σόλων [βλ. Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, VIII.5 –πρβλ. αυτόθι ΧΙΙ και Επιτάφιο Περικλέους, Θουκυδ. Β΄ 40], μου το είχε επιβάλει η ίδια μου η συνείδηση. Αλλά, βοηθημένη από τη βαριά μνήμη των εφηβικών και πρώτων ώριμων χρόνων της ζωής μου, η συνείδησή μου με εδίδαξε επίσης, ότι οφείλω, όταν κοπάζει η θύελλα, να ατενίζω και τους χτεσινούς αντιπάλους με κατανόηση και με πνεύμα αμεροληψίας, να σέβομαι και τις δικές τους θυσίες, να καταλογίζω λάθη ή και αδικίες όχι μόνο σ’ εκείνους, αλλά και στον εαυτό μου. Και τώρα που η μνήμη μου πλησιάζει στο όριο, που –είτε το θέλω είτε όχι- θα απαλλαγεί για πάντα από κάθε βάρος, θεωρώ χρέος μου να αγωνισθώ, όσον καιρό μου το επιτρέπει ακόμα ο Θεός, για την αποτροπή ενός νέου εθνικού διχασμού, που τον αισθάνομαι να υποβόσκει στις ψυχές πολλών Ελλήνων.» [18]

Δεχόταν, επομένως, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ότι η πολιτική αντιπαράθεση, π.χ. σε περίπτωση διαδηλώσεων, δικαιολογεί ένα στοιχείο οξύτητας ή ακόμη και βίας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτοί που εμπλέκονται σε αυτή την αντιπαράθεση είναι νέοι.

Όπως είχε υπογραμμίσει ο Π.Κ. στη Βουλή με αφορμή μια συζήτηση νομοσχεδίου περί Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων [19], «Δεν νομίζω ότι πρέπει τα παιδιά των 12 και 13 ετών να προβαίνουν σε πράξεις πολιτικές. Πρέπει να αρχίζουν να σκέπτονται πολιτικά. Εάν όμως προβούν σε πολιτικές ενέργειες δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί η ενέργειά τους αυτή αντικοινωνική.»

Ταυτόχρονα, όμως, δεχόταν ότι η εν λόγω πολιτική συμπεριφορά σε εποχές δημοκρατίας και ειρήνης έπρεπε να μην υπερβαίνει ορισμένα όρια, διότι διαφορετικά γίνεται καταχρηστική και άρα παράνομη, απαγορευμένη [20].

Πού τοποθετούνται όμως τα δυσδιάκριτα αυτά όρια επιτρεπτής και απαγορευμένης πολιτικής βίας; Σε γενικές γραμμές μπορεί να παρατηρηθεί ότι τα όρια αυτά συμπίπτουν κατά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με το διαχωριστικό όριο, πέραν του οποίου επέρχεται παράβαση του ποινικού νόμου.

Ειδικότερα ως προς τους νέους, αναγνωρίζει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ότι η ανησυχία ή και η επαναστατικότητά τους «είναι, όπως ακριβώς και ο σταθερός και γαλήνιος λογισμός των ώριμων, πηγή δυνάμεως [21], παράλληλα όμως θεωρεί ότι τούτο «δεν σημαίνει διόλου ότι όταν αι ανησυχίαι των νέων προσλαμβάνουν μορφήν η οποία αντίκειται εις τον Νόμον, πρέπει ο Νόμος να υποχωρή [22]». Επίσης, σχολιάζοντας τα βίαια επεισόδια που έγιναν κατά την πορεία για το Πολυτεχνείο την 17.11.1980, ετόνισε [23] ότι «Αντίσταση είναι νοητή μόνο κατά της βίας. Φοβούμαι ότι πολλοί νέοι που τα αγνά τους ιδεολογικά κίνητρα δεν αμφισβητώ διόλου, συγχέουν την αντίσταση με την αντιπολίτευση μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς».

Καταδικάζει έτσι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως αντιδημοκρατικά τα έκτροπα διαδηλώσεων με πυρπολήσεις καταστημάτων, οδοφράγματα, πετροπόλεμο, σπάσιμο βιτρίνας κ.λπ. [24], επισημαίνοντας όμως παράλληλα, όπου υπάρχουν, και τις αυθαιρεσίες των αστυνομικών αρχών κατά των διαδηλωτών.

Συγκεκριμένα, αξιολογώντας ορισμένα γεγονότα πολιτικής βίας που σημειώθηκαν στις αρχές του 1966, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος [25] αφενός θεώρησε ότι «η Αστυνομία (…) ώφειλε να πράξη εν ονόματι του Νόμου της Δημοκρατίας το καθήκον της» και να αμυνθεί «κατ’ εκείνων, οι οποίοι επεχείρησαν να παραβούν τον Νόμον της Δημοκρατίας και να επιτεθούν…», αφετέρου όμως παραδέχθηκε ότι «κακώς επροχώρησεν η Αστυνομία μέχρι του σημείου να εισέλθη εις το Πανεπιστήμιον…».

Παρόμοια και σε σχέση με τα γεγονότα της 17.11.1980 [26], ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έχοντας ήδη καταδικάσει τα έκτροπα που συνέβησαν κατά την πορεία του Πολυτεχνείου, πρόσθεσε και τα εξής: «Αλλά δεν αδυνατίζουμε με τα λόγια μας την Αστυνομία, αν πούμε ότι οι πράξεις αυτές των τριών – τεσσάρων [αστυνομικών που βιαιοπράγησαν μέχρι θανάτου κατά διαδηλωτών] ήταν πράξεις απάνθρωπες (…). Η Δημοκρατία είναι και πρέπει να είναι Κράτος ισχυρό, αλλά πρέπει επίσης να έχει ανθρωπιά».

Επίσης καταδικάζει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τρομοκρατικές ενέργειες, όπως ο εμπρησμός καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας κατά την περίοδο 1980-1981, αλλά και η δολοφονία του πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού Άλντο Μόρο το 1978.

Ετσι, ήδη κατά την πρώτη φάση αυτών των βομβιστικών επιθέσεων, την 19.12.1980 (εμπρησμός των καταστημάτων «Μινιόν» και «Κατράντζος»), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εδήλωσε στη Βουλή: «Αυτονόητο είναι ότι όλοι καταδικάζουμε αυτό το οποίο συνέβη» [27]. Μετά όμως και τον δεύτερο κύκλο των εν λόγω επιθέσεων, την 3.6.1981 (εμπρησμός των καταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ»), ο Π.Κ. προχώρησε παραπέρα, υπογραμμίζοντας στη Βουλή με δραματικό τόνο [28]: