Κοινές ασθένειες στη δίνη των συμφερόντων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κοινές ασθένειες στη δίνη των συμφερόντων

Η παράδοξη αδιαφορία για την πρώτη αιτία θανάτων παγκοσμίως

Όταν ο περισσότερος κόσμος στις ανεπτυγμένες χώρες αναλογίζεται τις μεγαλύτερες προκλήσεις στον τομέα της υγείας που αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες, φέρνει στον νου του ένα μικρό αγόρι, σε κάποιο σκονισμένο χωριό της υπαίθρου, να ταλαιπωρείται από κάποιο εξωτικό παράσιτο ή από βακτηριακή σήψη. Όμως, όλο και συχνότερα αυτή η εικόνα αποδεικνύεται εσφαλμένη. Αντιθέτως, αυτή που υποφέρει είναι κυρίως η εργαζόμενη γυναίκα που κατοικεί στις φτωχογειτονιές των πόλεων και συνήθως πάσχει από διαβήτη, καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ή παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο, δηλαδή από Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΜΜΝ), που άλλοτε συναντούσε κανείς μόνο στα πλούσια κράτη.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα εμφανίζονται με ταχύτερους ρυθμούς, προτιμούν τα νεαρά άτομα και έχουν πολύ χειρότερα αποτελέσματα σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτή η επιδημία πηγάζει από τη διαρκή φτώχεια, τη χωρίς προηγούμενο αστικοποίηση και την απελευθέρωση του εμπορίου στα κράτη με αναδυόμενες αγορές, που ακόμη δεν έχουν εγκαθιδρύσει ρυθμιστικό σύστημα και σύστημα υγείας, πράγματα αναγκαία για την αντιμετώπιση και την πρόληψη των μη μεταδιδομένων νοσημάτων. Σύμφωνα με την έκθεση του 2010 υπό τον τίτλο Global Risks του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, οι ασθένειες αυτές απειλούν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη πολύ περισσότερο από ό,τι οι δημοσιονομικές κρίσεις, οι φυσικές καταστροφές, η διαφθορά ή τα μεταδοτικά νοσήματα.

Η διεθνής κοινότητα δεν έχει κάνει και πολλά για να βοηθήσει την κατάσταση. Οι περισσότεροι χορηγοί παραμένουν επικεντρωμένοι στη μάχη κατά των λοιμωδών νοσημάτων και είναι απρόθυμοι να αλλάξουν κατεύθυνση στη χρηματοδότησή τους. Μια πρόσφατη σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφιερωμένη στα ΜΜΝ, δεν κατέληξε παρά σε ελάχιστα συγκεκριμένα μέτρα. Καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ακόμη σε κάμψη και η χρηματοδότηση είναι σπάνια, οι πιθανότητες για μια νέα αποτελεσματική συνεργασία μοιάζουν πιο μικρές από ποτέ.

Η συλλογική δράση όσον αφορά τα Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα δεν θα πρέπει να περιμένει την υποστήριξη του ΟΗΕ, την οικονομική ανάκαμψη ή τη μετατόπιση κεφαλαίων από καμπάνιες κατά των μεταδοτικών ασθενειών. Η διεθνής κοινότητα μπορεί τώρα να πραγματοποιήσει πρόοδο ασχολούμενη με εκείνα τα ΜΜΝ που εμφανίζονται επικρατέστερα στις τάξεις των φτωχών στρωμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και βοηθώντας τις κυβερνήσεις τους να καταπολεμήσουν αυτές τις ασθένειες. Για να επιτύχει αυτή η προσπάθεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πρωτοστατήσουν. Στην κατεύθυνση αυτή, μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των θανάτων και των αποφεύξιμων ασθενειών, καθώς επίσης και να δημιουργήσουν προηγούμενο για άλλες αναδυόμενες απειλές κατά της παγκόσμιας υγείας, που έχουν τις ίδιες καταβολές και καταστροφικές συνέπειες για τους φτωχούς του κόσμου, όπως είναι η κρίση των μη μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΔΙΧΑΖΕΙ

Το πρόβλημα με τα ΜΜΝ στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ χειρότερο από ό,τι ποτέ υπήρξε στον ανεπτυγμένο κόσμο. Εμφανίζονται σε υψηλότερα ποσοστά σε εργαζόμενους νεαρής ηλικίας και με αποτελέσματα πολύ πιο φθοροποιά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στα πλούσια κράτη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), το 80% των θανάτων από ΜΜΝ παρατηρούνται τώρα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ενώ το 1990 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Οι άνθρωποι που πάσχουν από Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα σε χώρες μεσαίου εισοδήματος είναι πάνω από δύο φορές πιθανότερο να πεθάνουν πριν από τα 60 χρόνια τους, συγκρινόμενοι με τους αντίστοιχους των χωρών υψηλού εισοδήματος, ενώ για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος το ποσοστό αυτό τετραπλασιάζεται.

Τα ΜΜΝ που είναι αποτρέψιμα και θεραπεύσιμα στις ανεπτυγμένες χώρες, συχνά αποτελούν θανατική καταδίκη στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ενώ, για παράδειγμα, στις ανεπτυγμένες χώρες ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας μπορεί -σε μεγάλο βαθμό- να προληφθεί χάρη στο εμβόλιο HPV, στην υποσαχάρια Αφρική και στη Νότια Ασία αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ των γυναικών. Τα ποσοστά θανάτων στην Κίνα από εγκεφαλικά επεισόδια είναι τέσσερις έως έξι φορές υψηλότερα από ό,τι στη Γαλλία, στην Ιαπωνία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 90% των παιδιών που πάσχουν από λευχαιμία σε χώρες υψηλού εισοδήματος, μπορούν να θεραπευτούν, αλλά το 90% των παιδιών που πάσχουν από την ίδια ασθένεια σε 25 από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, πεθαίνουν από αυτήν. Μέχρι το 2030, τα ΜΜΝ θα έχουν αναδειχθεί σε πρώτη αιτία θανάτου και αναπηρίας σε όλες τις περιοχές του κόσμου.

Η αύξηση των ΜΜΝ έχει καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η συχνότητα της εκδήλωσης αυτών των νοσημάτων σε νεαρούς πληθυσμούς καταναλίσκει τους ισχνούς πόρους της περίθαλψης, απομυζά εργατικό δυναμικό και βάζει τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη, κάνοντας πιο δύσκολο το έργο των κυβερνήσεων στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν άλλες απειλές, όπως τα λοιμώδη νοσήματα. Σε οικογενειακό επίπεδο, τα ΜΜΝ διαλύουν το εισόδημα και στερούν τις οικογένειες από μέλη που τις στηρίζουν οικονομικά. Μια πρόσφατη έκθεση του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ καταγράφει ότι μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες, τα Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα θα προκαλέσουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο οικονομικές απώλειες ύψους 14 τρισ. δολαρίων.

ΖΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ

Οι αιτίες για το ξέσπασμα της κρίσης των ΜΜΝ στις αναπτυσσόμενες χώρες ξεκινά, παραδόξως, από το αυξημένο προσδόκιμο ζωής. Η μεγαλύτερη πρόσβαση σε αποτελεσματικές ιατρικές τεχνολογίες, όπως είναι τα εμβόλια, και η βελτιωμένη διασπορά καλών τακτικών στη δημόσια υγεία, όπως το πλύσιμο των χεριών και ο μητρικός θηλασμός, περιέστειλαν δραστικά την παιδική θνησιμότητα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η μεγάλη πλειοψηφία των νεογνών είναι σήμερα ανοσοποιημένα έναντι ασθενειών όπως η ιλαρά, η πολυομυελίτιδα και ο κίτρινος πυρετός, ενώ η διαδεδομένη χρήση αλάτων ενυδάτωσης από το στόμα, έχουν κάνει όλο και πιο σπάνιους τους θανάτους από χολέρα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό στο διάστημα μεταξύ 1960 και 2005 στο 80% των χωρών για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία. Παράλληλα, το παγκόσμιο μέσο προσδόκιμο ζωής είχε μέχρι το 2009 αυξηθεί σχεδόν στα 67 χρόνια, από τα 31, που ήταν το 1900.

Η παράταση του ορίου ζωής είναι, βέβαια, κάτι καλό. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι, αν και το προσδόκιμο ζωής για τους φτωχούς έχει αυξηθεί στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, αυτό συνέβη χωρίς την αντίστοιχη πρόοδο στην ατομική υγεία και σε βελτιωμένα συστήματα υγείας που συνόδευσαν την άνοδο της μακροβιότητας στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Με τη σημαντική εξαίρεση της Κίνας, οι φτωχοί δεν επωφελήθηκαν από την πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Από το 1981, ο αριθμός του 1,1 δισ. ανθρώπων ανά τον κόσμο, που ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάριο την ημέρα, παρέμεινε χονδρικά ο ίδιος, ενώ ποσοστό μεγαλύτερο από τα δύο τρίτα αυτών των ανθρώπων σήμερα ζουν σε χώρες μεσαίου εισοδήματος. Εν τω μεταξύ, αν και οι δαπάνες για την περίθαλψη, αυξάνονται με βραδείς ρυθμούς στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή και σε τμήματα της Ασίας, δεν παύουν να παραμένουν αδιανόητα χαμηλές. Η πολιτεία του Κονέκτικατ, για παράδειγμα, δαπανά για τον τομέα αυτόν όσα όλες μαζί οι 38 χαμηλού εισοδήματος χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Με τόσο ισχνή δημόσια στήριξη, οι φτωχοί στις αναπτυσσόμενες χώρες συνήθως δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε προληπτική ή χρόνια περίθαλψη, με αποτέλεσμα να αυξάνουν οι πιθανότητες για αναπηρία ή θάνατο από διαβήτη, καρκίνο και άλλα μη μεταδιδόμενα νοσήματα, από τα οποία οι άνθρωποι νοσούν μετά τα χρόνια της εφηβείας τους.

Οι σχεδόν ανύπαρκτες ρυθμίσεις για τον καπνό, το αλκοόλ και τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, εντείνουν τις απειλές για γενικευμένη φτώχεια και ανεπαρκή περίθαλψη, καθώς έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να εμφανίσουν οι φτωχοί μη μεταδιδόμενα νοσήματα. Στα κράτη αυτά επικρατούν φόβοι ότι μια πιθανή αύξηση της φορολογίας στα ανθυγιεινά προϊόντα θα καταστρέψει τις οικονομίες τους και θα προκαλέσει λαϊκή δυσφορία. Οι ρυθμιστικές διατάξεις αντιμετωπίζουν τη σφοδρή αντίδραση των εταιρειών καπνού, τροφίμων και ποτών, οι οποίες ενίοτε ανήκουν απολύτως ή εν μέρει στις κυβερνήσεις των εν λόγω χωρών. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν υπάρχουν σύλλογοι προστασίας πασχόντων. Δικαστικοί αγώνες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση του ελέγχου στη βιομηχανία καπνού και στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ, απουσιάζουν ή δεν έχουν αίσια έκβαση στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι συσκευασίες προϊόντων με ελλείψεις στην ετικέτα και στον έλεγχο των συστατικών, πλήττουν κυρίως τους φτωχούς, δεδομένου ότι δεν έχουν την ευκαιρία ούτε να εκπαιδευτούν ως προς τους κινδύνους για την υγεία τους ούτε έχουν χρήματα για ν’ αγοράσουν πιο υγιεινά τρόφιμα.

Εν τω μεταξύ, η απελευθέρωση του εμπορίου και η σε αυξημένο βαθμό ενοποίηση των αγορών καπνού, τροφίμων και ποτών, σαρώνουν την υποτυπώδη υποδομή δημόσιας υγείας πολλών αναπτυσσομένων χωρών. Έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν τη στασιμότητα στις πωλήσεις τους σε χώρες υψηλού εισοδήματος, οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν τώρα στραφεί στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, εγκαινιάζοντας έξυπνες διαφημιστικές καμπάνιες, με σκοπό να τονώσουν την αγορά. Οι καπνοβιομηχανίες, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν γιγαντοαφίσες, ήρωες κινουμένων σχεδίων, μουσικές χορηγίες, και άλλες μεθόδους που έχουν απαγορευθεί στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου. Στόχος τους είναι να δελεάσουν τις γυναίκες, οι οποίες ήταν λιγότερο επιρρεπείς στο κάπνισμα σε σχέση με τους άνδρες. Με αυτές τις τακτικές, οι πωλήσεις προϊόντων καπνού αυξήθηκαν στην Ασία, στην ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στην Αφρική. Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα που διενεργήθηκε το 2008 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, διαπιστώθηκε ότι τα κορίτσια στις μέρες μας καπνίζουν εξίσου με τα αγόρια.

Ο χωρίς προηγούμενο ρυθμός αστικοποίησης στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει επιδεινώσει αυτές τις προκλήσεις. Το 1950, πάνω από 70% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε κωμοπόλεις και χωριά. Μέχρι το 2008, η πλειοψηφία είχε μετακομίσει στις πόλεις. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αστικοποίησης συνέβη στις χώρες με αναδυόμενες αγορές, όπου οι πόλεις διαθέτουν ελάχιστη υποδομή δημόσιας υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές, το 90% των οποίων βρίσκονται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Εκεί στεγάζεται περίπου ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων, οι οποίοι έξω από το σπίτι αντιμετωπίζουν τη μόλυνση και μέσα σ’ αυτό την καύση καυσίμων, με αποτέλεσμα να είναι πιο επιρρεπείς σε καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα. Οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων έχουν περισσότερες πιθανότητες να αγοράσουν προϊόντα καπνού και φθηνά μεταποιημένα τρόφιμα και πολύ λιγότερες για πρόσβαση σε κατάλληλη διατροφή ή εκπαίδευση πάνω στη δημόσια υγεία.

Η ΣΩΣΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Παρά τις τεράστιες διαστάσεις που έχει λάβει η επιδημία των Μη Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, πλήττοντας τους φτωχούς των αναπτυσσομένων χωρών, η επιβράδυνση και η αποσόβησή της είναι εφικτή. Τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη των ΜΜΝ σε υγιείς ανθρώπους είναι γνωστά, ενώ υπάρχουν προσιτά -από οικονομική άποψη- φάρμακα για όσους ήδη ζουν με τις ασθένειες αυτές. Θεραπευτικές αγωγές για τα ΜΜΝ, όπως η ινσουλίνη και οι συσκευές εισπνοής για το άσθμα, δεν καλύπτονται πλέον από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και μπορούν να συμβάλουν πολύ στη μείωση αναπηριών ή θανάτων, εάν διαδοθούν ευρύτερα. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούσαν να μειώσουν στο μισό τα προβλεπόμενα ποσοστά αναπηρίας και θανάτου από ΜΜΝ, αν αυξήσουν τη φορολογία και περιορίσουν την εμπορία του καπνού και του αλκοόλ, αν μειώσουν το αλάτι και τα τρανς λιπαρά οξέα στα τρόφιμα, και αν χρησιμοποιήσουν β-αναστολείς, ασπιρίνη και άλλα χαμηλού κόστους σκευάσματα για να θέσουν υπό έλεγχο την υπέρταση.

Η διεθνής κοινότητα μπορεί να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να γίνουν ικανές όσον αφορά την καθιέρωση τέτοιων πολιτικών. Ως αφετηρία, ο ΠΟΥ και οι χώρες-μέλη του θα πρέπει να επιχειρήσουν να διαμορφώσουν μια μόνιμη συναίνεση όσον αφορά τις απαραίτητες για την αντιμετώπιση των ΜΜΝ στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας για την αντιμετώπιση των ΜΜΝ, που πλήττουν ιδιαίτερα τους φτωχούς στα αναπτυσσόμενα κράτη. Ύστερα, στη βάση αυτών των στρατηγικών, θα πρέπει να σχεδιάσουν μια πρακτική δέσμη προγραμμάτων, που οι χώρες με αναδυόμενες αγορές θα μπορούν να εισαγάγουν ακόμη και σε περιβάλλον με χαμηλή υποδομή. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να καθοριστεί ένα μίνιμουμ φορολόγησης και ένα πλαίσιο περιορισμών στην εμπορία, ώστε να μειωθεί η επικίνδυνη για την υγεία κατανάλωση οινοπνευματωδών. Τέλος, ειδικευμένοι αξιωματούχοι σε θέματα φορολογίας και υγιεινής από τον ανεπτυγμένο κόσμο, θα πρέπει να συνεργαστούν με τους ομολόγους τους από τον αναπτυσσόμενο κόσμο και να τους βοηθήσουν στη δημιουργία τεχνογνωσίας, ώστε να φέρουν σε πέρας τα προαναφερθέντα σχέδια.

Οικονομική βοήθεια μεσαίου επιπέδου, προερχόμενη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, κυβερνήσεις-χορηγούς και πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, θα βοηθήσει τις χώρες χαμηλού εισοδήματος να διαχειριστούν και να προωθήσουν αυτές τις προσπάθειες. Οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να καθιερώσουν ένα πρόγραμμα παρακολούθησης αυτών των μέτρων ελέγχου των ΜΜΝ, δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα, ώστε να καταστήσουν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την εφαρμογή τους.

ΠΛΗΡΗΣ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η διεθνής κοινότητα γνωρίζει από καιρό την κρίση των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων που μαστίζουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο ΠΟΥ για πρώτη φορά επέστησε την προσοχή στο πρόβλημα το 1996, όταν δημοσίευσε μια έκθεση-ορόσημο, που ερχόταν σε αντίφαση με τις απόψεις που ήθελαν τα ΜΜΝ να αφορούν τις κοινωνίες της αφθονίας. Σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ, πολύ σύντομα τα ΜΜΝ επρόκειτο να επισκιάσουν την ισχύ των λοιμωδών νοσημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τα συστήματα υγείας τους. Μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε, ο ΠΟΥ επικύρωσε μια διεθνή συνθήκη για τον έλεγχο του καπνού, κατέληξε σε μια σειρά στρατηγικής σημασίας εγγράφων για την πρόληψη και τη θεραπεία των ΜΜΝ και εγκαινίασε μια υπηρεσία αφιερωμένη στην αντιμετώπιση των ΜΜΝ σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εντούτοις, παρά τις προαναφερθείσες προσπάθειες, ο ΠΟΥ δεν ευτύχησε να προσελκύσει ικανή διεθνή υποστήριξη για δράση κατά των ΜΜΝ. Οι χορηγοί της παγκόσμιας υγείας και τα ιδρύματα παρέμειναν απορροφημένοι στον αγώνα κατά των μολυσματικών ασθενειών και στη βελτίωση της υγείας μητέρων και παιδιών. Σύμφωνα με μια έκθεση του 2010 από το Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη, μεταξύ των ετών 2004 και 2008 το 70% της συνολικής χρηματοδότησης για τα ΜΜΝ, προήλθε από τρεις μόνο πηγές, εκ των οποίων η -κατά πολύ- μεγαλύτερη ήταν ο ίδιος ο ΠΟΥ. Η ίδια έρευνα κατέδειξε ότι το 2007 τα προγράμματα για τα ΜΜΝ χρηματοδοτήθηκαν με ποσοστό μικρότερο του 3% από τα σχεδόν 22 δισ. δολάρια που δαπανήθηκαν για την παγκόσμια υγεία.

Προκειμένου να ενταχθεί μόνιμα στη διεθνή ατζέντα το ζήτημα των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων, μια ομάδα ενδιαφερομένων χωρών και μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ), άσκησαν επιτυχώς παρασκηνιακές πιέσεις ώστε να πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο του 2011 μια συνεδρίαση υψηλού επιπέδου για το ζήτημα αυτό, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Οι διοργανωτές είχαν συμφωνήσει ότι στη συνεδρίαση θα εξετάζονταν οι προκλήσεις που θέτουν τα ΜΜΝ παγκοσμίως, αλλά η έμφαση θα δινόταν στον καρκίνο, στον διαβήτη, στις καρδιαγγειακές νόσους και στις ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος. Κι αυτό, εν μέρει λόγω του ότι οι προαναφερθείσες ασθένειες συγκεντρώνουν τους τέσσερις μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου: κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, απουσία σωματικής δραστηριότητας και κακή διατροφή. Ο ΠΟΥ επεξεργάστηκε μια σειρά στρατηγικών, με σκοπό να περιορίσει αυτούς τους παράγοντες, εκτιμώντας ότι το ετήσιο κόστος της χρηματοδότησής τους στις αναπτυσσόμενες χώρες θα έφθανε περίπου το 1,4 δισ. δολάρια. Οι προσδοκίες για την έκβαση της συνεδρίασης ήταν μεγάλες. Η μόνη άλλη συνεδρίαση για θέματα υγείας στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αφορούσε τον HIV/AIDS και το αποτέλεσμα ήταν να συμβάλει στην ενεργοποίηση χορηγών, οι οποίοι διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια για ζωτικής σημασίας φάρμακα για τον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Ωστόσο, η αισιοδοξία εξανεμίστηκε προτού καν η συνεδρίαση ξεκινήσει. Οι ΜΚΟ εστίασαν στην απουσία από τη συζήτηση άλλων σημαντικών Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων, όπως είναι οι ψυχικές ασθένειες. Οι χορηγοί, που είχαν πρωταγωνιστήσει στη διεθνή ανταπόκριση ως προς τις μολυσματικές ασθένειες, όπως π.χ. το ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, υποστήριξαν ότι η συνεδρίαση θα αποσπούσε την προσοχή από τις άλλες εν εξελίξει πρωτοβουλίες για την παγκόσμια υγεία και να στρέψει αλλού τη χρηματοδότησή τους. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΗΕ βάλτωσαν μέσα σε διαφωνίες για το αν θα έπρεπε να συμφωνηθούν στόχοι για τον περιορισμό των ΜΜΝ και υποχρεωτικά μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι βιομηχανίες καπνού, τροφίμων, ποτών και φαρμάκων άσκησαν έντονες παρασκηνιακές πιέσεις κατά της ψήφισης τέτοιων ρυθμιστικών μέτρων. Και παρά το γεγονός ότι 130 χώρες, τριάντα αρχηγοί κρατών και εκατοντάδες ΜΚΟ συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν την ανάληψη δράσης απέναντι σε μια μεγάλη σειρά ασθενειών, όταν η σύνοδος ξεκίνησε οι δρόμοι έξω από την έδρα του ΟΗΕ ήταν άδειοι από υποστηρικτές και πάσχοντες, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στις υψηλού επιπέδου διασκέψεις του ΟΗΕ για το HIV/AIDS.

Οι δεσμεύσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της συνόδου ήταν ως επί το πλείστον ρητορικές. Η συνακόλουθη πολιτική διακήρυξη αναγνώριζε τις «διαστάσεις επιδημίας» όσον αφορά τα ΜΜΝ και υπογράμμιζε ότι οι χώρες θα μπορούσαν να επιτύχουν την πρόληψη με αποδοτικά -από οικονομική άποψη- μέτρα για τη δημόσια υγεία, χωρίς όμως να καθορίζουν ακριβείς μεθόδους ή -έστω- να στηρίζουν την υιοθέτησή τους. Η διακήρυξη ενεθάρρυνε συνεργασίες στον ιδιωτικό τομέα και στην ανταλλαγή τεχνικής βοήθειας μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών, αλλά απέτυχε στο να αναδείξει τον φορέα που θα οργανώσει ή θα χρηματοδοτήσει αυτές τις πρωτοβουλίες. Η πιο συγκεκριμένη δράση που αποφασίστηκε ήταν να αναπεμφθεί στον ΠΟΥ η ευθύνη για τα ΜΜΝ, με την ανάθεση σε αυτόν του καθήκοντος να ορίσει προαιρετικούς στόχους για τις ασθένειες και τη μείωση των κινδύνων, αφού οι χώρες δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε υποχρεωτικές πολιτικές. Ζητήθηκε, επίσης, από τα μέλη του ΟΗΕ να «μελετήσουν» αυτούς τους στόχους στην επεξεργασία των εθνικών προγραμμάτων τους για τα ΜΜΝ. Πρόσφατα ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι πιθανόν να είναι σε θέση να οδηγήσει σε συμφωνία τις 194 χώρες-μέλη της πάνω σε αυτούς τους προαιρετικούς στόχους, τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 2013.

Εντέλει, η διάσκεψη του ΟΗΕ συνέβαλε στην κινητοποίηση της κοινότητας των ΜΚΟ και στη διεύρυνση της δημόσιας αναγνώρισης για το βαρύ ανθρώπινο και οικονομικό τίμημα από τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα παγκοσμίως. Αρκετές κυβερνήσεις θέσπισαν αυτοβούλως νέους κανονισμούς για τα τρανς λιπαρά οξέα και τα διατροφικά άλατα. Πολυάριθμες επιχειρήσεις, όπως η PepsiCo, ανακοίνωσαν ότι θα προχωρήσουν σε εκούσιες πρωτοβουλίες για να καταστήσουν πιο υγιεινά τα προϊόντα τους και να χρηματοδοτήσουν βελτιώσεις στη θεραπεία των ΜΜΝ. Παρά ταύτα, οι απογοητευμένοι υποστηρικτές ζήτησαν να πραγματοποιηθεί μια πιο ολοκληρωμένη σύνοδος, που θα ασχοληθεί με τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια των ΜΜΝ παγκοσμίως. Οι επικριτικές φωνές χαρακτήρισαν τα φτωχά αποτελέσματα ως απόδειξη του γεγονότος ότι η συλλογική δράση κατά των ΜΜΝ είναι αδύνατη, εν μέσω των παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων και των παρασκηνιακών επιχειρηματικών πιέσεων.

ΟΛΑ ΑΜΕΣΩΣ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ

Ωστόσο, η αντίληψη ότι η εξασθένιση της παγκόσμιας οικονομίας και η συνομωσία του επιχειρηματικού παρασκηνίου ευθύνεται για την ανυπαρξία προόδου κατά τη συνεδρίαση του ΟΗΕ, είναι εσφαλμένη. Με τον τρόπο που συνεχίζονται και σήμερα οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ΜΜΝ, είναι καταδικασμένες να μην κερδίσουν την υποστήριξη ακόμη και σε καθεστώς ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, πράγμα που συνέβη από την πρώτη στιγμή που ο ΠΟΥ έκανε αναφορά στην αναδυόμενη επιδημία των ΜΜΝ. Η αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών παρασκηνιακών πιέσεων αποτέλεσε το σύμπτωμα μιας κακώς εννοούμενης συλλογικής δράσης για το ζήτημα, και όχι την αιτία της.

Οι συλλογικές προσπάθειες κατά των ΜΜΝ απέτυχαν λόγω της ανομοιομορφίας αυτών των ασθενειών, καθώς και λόγω της απόφασης αυτές να αντιμετωπισθούν σε διεθνές επίπεδο. Κοντά στον καρκίνο, στον διαβήτη, στα καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα βρίσκεται μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών, όπως δερματικές παθήσεις, συγγενείς ανωμαλίες, ψυχικές διαταραχές, ρευματοειδής αρθρίτιδα και οδοντική τερηδόνα. Όλες αυτές οι παθήσεις δεν είναι χρόνιες ή σχετιζόμενες με κακές συνήθειες ή έστω μη μεταδιδόμενες. Ως κατηγορία, τα ΜΜΝ έχουν μεταξύ τους ελάχιστα κοινά, πλην του ότι είναι ασθένειες που επικρατούν όταν ένας πληθυσμός τείνει να εξαλείψει μολύνσεις και παράσιτα που σκοτώνουν παιδιά και εφήβους. Κοντολογίς, τα ΜΜΝ είναι ασθένειες που πλήττουν μακροβιότερους πληθυσμούς.

Η προσπάθεια να αντιμετωπισθούν αυτές οι ασθένειες σαν μια ενιαία κατηγορία και σε παγκόσμιο επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι αντιθέσεις και να διασπαστεί η τάση υποστήριξης για αποτελεσματική δράση. Η ενιαία κατηγοριοποίηση συνέβαλε στο να συσπειρωθούν βιομηχανίες ενός μεγάλου εύρους, συνήθως άσχετες μεταξύ τους, από εταιρείες αγροτικών προϊόντων έως φαρμακοβιομηχανίες και εστιατόρια, όλες κατά των παγκόσμιων στόχων για τη μείωση των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων και των παραγόντων κινδύνου που οδηγούν σε αυτές. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο γεγονός συνέτεινε στο να δυσχερανθεί η συσπείρωση των κρατών και των ανά τον κόσμο πασχόντων από ΜΜΝ γύρω από μια συγκεκριμένη και εποικοδομητική ατζέντα πολιτικής. Και όταν τα ΜΜΝ εμφανίζονται να θέτουν τις ίδιες προκλήσεις εξίσου στις αναπτυσσόμενες και στις ανεπτυγμένες χώρες, οι πολιτικοί και οι πιθανοί χορηγοί τείνουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η λύση δεν μπορεί να προέλθει από διεθνή κινητοποίηση και ότι τα ΜΜΝ αποτελούν τη φυσική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης.

Για να προχωρήσουν τα πράγματα, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να επικεντρωθεί ειδικά στα ΜΜΝ και στους παράγοντες κινδύνου που είναι διαδεδομένοι στους φτωχούς των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς και στις ειδικές ανάγκες των κυβερνήσεών τους όσον αφορά την αντιμετώπισή τους. Αυτή η στοχευμένη προσέγγιση θα οικοδομούσε ισχυρότερη διεθνή υποστήριξη για συγκεκριμένη δράση, ενώ παράλληλα θα ελαχιστοποιούσε τον αριθμό των πιθανών αντιπάλων της.

Ο καπνός είναι μια καλή περίπτωση για να γίνει η αρχή. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ήδη το κάπνισμα σκοτώνει κάθε χρόνο περισσότερους ανθρώπους από ό,τι ο HIV/AIDS, η φυματίωση και η ελονοσία μαζί. Στις ερχόμενες δεκαετίες προβλέπεται να προκαλέσει φθορά και θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη, κυρίως σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Το κάπνισμα είναι ο μόνος παράγοντας κινδύνου που είναι κοινός σε όλες τις μεγάλες ομάδες μη μεταδιδομένων νοσημάτων: καρκίνο, διαβήτη, καρδιαγγειακά νοσήματα και αναπνευστικές δυσλειτουργίες. Εάν η διεθνής κοινότητα εντείνει την υποστήριξή της για έλεγχο στη χρήση καπνού στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα μπορέσει να συμβάλει στη συρρίκνωση μιας από τις πιο σημαντικές απειλές κατά της παγκόσμιας υγείας στην εποχή μας.

Ευτυχώς, μια πλατφόρμα για την καταπολέμηση του τσιγάρου υπάρχει ήδη: η Σύμβαση-Πλαίσιο του ΠΟΥ για τον έλεγχο του καπνού (FCTC) είναι μια δεσμευτική συμφωνία μεταξύ 173 κρατών-μελών που επιβάλλει φορολογία, περιορισμούς στην διαφημιστική προβολή και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση της ζήτησης προϊόντων καπνού. Ο ΠΟΥ σε συνεργασία με τη Bloomberg Philanthropies ανέπτυξε μια δέσμη τεκμηριωμένων στρατηγικών, με την ονομασία MPOWER, μέσω των οποίων οι αρχές της FCTC μπορούν να μετεξελιχθούν σε εφαρμόσιμα προγράμματα, που να μπορούν να καθιερώσουν οι κυβερνήσεις των αναπτυσσομένων χωρών. Μαζί με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ο ΠΟΥ παρακολουθεί τη χρήση καπνού παγκοσμίως, καθώς και την εφαρμογή της Σύμβασης FCTC, και δημοσιεύει τα αποτελέσματα. Η Εκστρατεία για την Απαγόρευση του Καπνίσματος στα Παιδιά δουλεύει με τα τοπικά ΜΜΕ και την κοινωνία των πολιτών για να διατηρεί τις κυβερνήσεις υπόλογες για την επιβολή των υποδείξεων της MPOWER.

Αυτά τα προγράμματα σημειώνουν μεν πρόοδο, αλλά είναι περιορισμένα λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και τεχνικής ικανότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και εξαιτίας της σκληρής αντίδρασης που γνωρίζουν από τη βιομηχανία. Αν εξαιρέσει κανείς ελάχιστες αναπτυσσόμενες χώρες που δέχονται υποστήριξη από το Bloomberg Philanthropies και το ίδρυμα Γκέιτς, ο έλεγχος του καπνού στις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένει αξιοθρήνητα υποχρηματοδοτούμενος. Μια χαμηλού κόστους μέθοδος για την επέκταση των αντικαπνιστικών προγραμμάτων και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες είναι η ενσωμάτωσή τους από τη διεθνή κοινότητα σε υφιστάμενες πρωτοβουλίες για την παγκόσμια υγεία, όπως αυτές για τη φυματίωση και την υγεία μητέρας και παιδιού. Χώρες που έχουν εμπειρία στη ρύθμιση και τη φορολόγηση των προϊόντων καπνού, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες στη δημιουργία των αντίστοιχων προϋποθέσεων. Επίσης, οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να σταματήσουν τις προσπάθειες για μείωση των δασμών στον καπνό και προστασία των σχετιζόμενων με τον καπνό επενδύσεων στις εμπορικές συμφωνίες που συνάπτουν με χώρες χαμηλού εισοδήματος. Με τέτοια μέτρα, οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούν να ενισχύσουν τις προσπάθειες των φτωχότερων χωρών να καταγράψουν σταθερή πρόοδο κατά του καπνίσματος.

Εν τω μεταξύ, οι διεθνείς πρωτοβουλίες για τον περιορισμό της κατανάλωσης οινοπνευματωδών, τρανς λιπαρών και αλάτων, θα πρέπει προς το παρόν να επικεντρωθούν σε υφιστάμενα προγράμματα και συνεργασίες με προμηθευτές και εμπόρους λιανικής, με στόχο να γίνουν πιο υγιεινά τα ποτά και τα τρόφιμά τους. Αυτά τα προαιρετικά μέτρα μπορεί να μην υποκαταστήσουν την ανάγκη για φορολόγηση και ρυθμίσεις σε αυτούς τους τομείς, όμως θα μπορούν να συμβάλουν στην πρόοδο, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και αυξηθεί η λαϊκή συναίνεση για τέτοιου είδους προγράμματα. Όταν φθάσει εκείνη η εποχή, η βελτίωση που θα έχει επιτευχθεί σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τα κανονιστικά και φορολογικά συστήματα για τον έλεγχο του καπνού, θα μπορεί να επεκταθεί και στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, τρανς λιπαρών, διατροφικών αλάτων και άλλων παραγόντων κινδύνου για τα ΜΜΝ. Η ενσωμάτωση της παρακολούθησης της κατανάλωσης οινοπνευματωδών και ανθυγιεινών τροφίμων στο υπάρχον διεθνές σύστημα επιτήρησης για τον καπνό, θα προσφέρει επίσης μια οικονομική λύση για τη συλλογή στοιχείων όσον αφορά την εφαρμογή των πρωτοβουλιών σε αυτούς τους τομείς.

Εντούτοις, τα προληπτικά μέτρα από μόνα τους δεν είναι σε θέση να λύσουν το πρόβλημα που θέτουν τα Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα. Η επέκταση των υπαρχόντων διεθνών μηχανισμών προμήθειας εμβολίων, ώστε να περιλάβουν απαραίτητα φάρμακα για τα ΜΜΝ, αναμένεται να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες στον εφοδιασμό τους με αναγκαία αποθέματα για την υγεία των πολιτών τους. Μεγαλύτερη υποστήριξη από χορηγούς είναι απαραίτητη για τη δημιουργία συνεργασιών στον τομέα της ανάπτυξης προϊόντων. Μια τέτοια προσπάθεια είναι η διεθνής οργάνωση PATH, η οποία εργάζεται στην κατεύθυνση της προσαρμογής της υπάρχουσας ιατρικής τεχνολογίας για τα ΜΜΝ, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από χώρες χαμηλού εισοδήματος.

Τελικά, η διεθνής κοινότητα δεν θα πρέπει να λησμονεί τις πιο φτωχές χώρες, όπου η κατανάλωση ανθυγιεινών προϊόντων είναι χαμηλή και όπου τα προγράμματα πρόληψης κατά του καπνίσματος δεν θα προσέφεραν ουσιαστική βοήθεια σε εκείνους που πάσχουν από καρκίνο, διαβήτη και άλλα ΜΜΝ. Αντιθέτως, η διεθνής δράση για τα ΜΜΝ θα πρέπει να στηρίξει ουσιαστικά αυτές τις χώρες, παρέχοντας βοήθεια για την επέκταση των υφισταμένων θεραπευτικών προγραμμάτων, ώστε να συμπεριλάβουν και τη θεραπεία των ΜΜΝ, όπως συνέβη στην περίπτωση της Αφρικής με τα προγράμματα του Αμερικανού προέδρου: «Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης για την Ανακούφιση από το AIDS» και «Συνεργάτες στην Υγεία».

ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ

Οι ανάγκες της παγκόσμιας υγείας αλλάζουν. Η κρίση των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί μόνο ένα τμήμα των αυξανόμενων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η υγεία (από την ασφάλεια των τροφίμων και την περιβαλλοντική μόλυνση μέχρι την ασφάλεια των δρόμων και τα φάρμακα με χαμηλές προδιαγραφές), με αποτέλεσμα οι μολυσματικές ασθένειες να μην είναι πια κυρίαρχες αιτίες για την πρόωρη ανικανότητα και θάνατο παγκοσμίως. Και οι υπόλοιπες προκλήσεις έχουν όχι μόνο την ίδια αφετηρία με τα ΜΜΝ, δηλαδή την απελευθέρωση του εμπορίου, τη χωρίς προηγούμενο αστικοποίηση και την περιορισμένη ικανότητα των τοπικών κυβερνήσεων, αλλά και επιπλέον επιφέρουν καταστροφικές συνέπειες για τους φτωχούς του κόσμου.

Η διεθνής κοινότητα θα περιμένει την εκδήλωση ηγετικού ρόλου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είτε η μάχη για την αντιμετώπιση των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων δοθεί ξεχωριστά για κάθε ένα ή δοθεί συνολικά για όλα τα νοσήματα. Προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιδείξει σταθερή δέσμευση για τη μείωση των περιπτώσεων αναπηρίας και θανάτων που μπορούν να αποφευχθούν. Αυτές πηγάζουν από τη διαρκή φτώχεια και την ανισότιμη πρόσβαση σε αποτελεσματικά προγράμματα πρόληψης και θεραπείας. Τέτοια δέσμευση επέδειξαν οι αμερικανικές πρωτοβουλίες ως προς τα λοιμώδη νοσήματα και την υγεία μητέρας-παιδιού, πράγμα το οποίο πρέπει να επαναλάβουν και ως προς τα ΜΜΝ. Η αμερικανική συμμετοχή μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για τη διεθνή δράση, όχι μόνο απέναντι στο ήδη παρατηρούμενο κύμα ασθενειών που σαρώνει τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και απέναντι σ’ αυτά τα άλλα προβλήματα υγείας που εμφανίζονται.

Η Ουάσιγκτον αφιέρωσε τις παλαιότερες πρωτοβουλίες της για την παγκόσμια υγεία σε δράσεις όπως η διανομή τροφίμων, φαρμάκων και άλλων προϊόντων ιατρικής τεχνολογίας στους φτωχούς του κόσμου. Με τις ενέργειές της αυτές, πέτυχε να σημειώσει πρόοδο ακόμη και σε χώρες με δυσλειτουργικές κυβερνήσεις. Όμως, δεν είναι σε θέση να επιβάλει κανονισμό για την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, την ασφάλεια τροφίμων και φαρμάκων, την υγιεινή των αστικών περιοχών και την οδική κυκλοφορία, που τώρα είναι απαραίτητο να ρυθμιστούν. Συνεπώς, η θεμελιώδης πρόκληση αυτής της νέας εποχής για την παγκόσμια υγεία δεν είναι κατ’ ανάγκην καινούργια φάρμακα, αλλά καλύτερη διοίκηση.

Για να αντιμετωπισθεί αυτή η πρόκληση, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επανακαθορίσουν την προσέγγισή τους στο ζήτημα της παγκόσμιας υγείας. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων και άλλες κανονιστικές και τεχνικές υπηρεσίες οφείλουν να έχουν περισσότερους πόρους και ισχυρότερη εντολή για να στηρίξουν τις προσπάθειες των εταίρων τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η συμβολή αμερικανικών υπηρεσιών, όπως το υπουργείο Εξωτερικών και ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης, θα παραμείνει σημαντική, αλλά θα περιορίζεται στη χρηματοδότηση πιλοτικών προγραμμάτων και στη δημιουργία διεθνούς συναίνεσης η οποία θα ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις των κρατών με αναδυόμενες αγορές να αντιμετωπίζουν την αντίδραση των βιομηχανιών. Η στενότερη συνεργασία ανάμεσα σε Αμερικανούς εμπορικούς και θεσμικούς αξιωματούχους όσον αφορά τις διεθνείς προδιαγραφές, θα μπορούσε να διευκολύνει τις αναπτυσσόμενες χώρες να υιοθετήσουν αυστηρούς κανονισμούς για τον καπνό, τα τρόφιμα και τα φάρμακα, γεγονός που με τη σειρά του θα ωφελήσει τόσο το εμπόριο όσο και τη δημόσια υγεία. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να συντονίσουν τις προσπάθειές τους με τον ΠΟΥ και φορείς όπως η Παναμερικανική Οργάνωση Υγείας, που συγκεντρώνουν κράτη με παρόμοια κουλτούρα, οικονομικές συνθήκες και δημογραφικές προκλήσεις. Με τέτοια μέτρα χαμηλού κόστους, οι ΗΠΑ θα μπορούν να επεκτείνουν και στην εργαζόμενη γυναίκα της παραγκούπολης την ίδια σωτήρια για τη ζωή βοήθεια που παρείχαν σε εκείνο το μικρό αγόρι από το σκονισμένο χωριό της υπαίθρου.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137536/thomas-j-bollyky/developin...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr