Ο ρόλος των τραπεζών στη δημιουργία και την επίλυση της κρίσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ρόλος των τραπεζών στη δημιουργία και την επίλυση της κρίσης

Πώς μια Τραπεζική Ένωση μπορεί να δώσει πειστικές λύσεις στα προβλήματα της Ευρωζώνης.
Περίληψη: 

Ζούμε μια κατάσταση όπου σε μερικά κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας η δημοσιονομική κρίση πλήττει τις τράπεζες και σε άλλα η κρίση των τραπεζών πλήττει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση είναι η Ελλάδα και για την δεύτερη, η Ισπανία. Παρότι το ευρωπαϊκό κέντρο δεν αντιμετωπίζει ακόμη τέτοιο πρόβλημα, είναι σαφές ότι η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση αυτού του παραδόξου θα φέρει δυσκολίες σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Οι λύσεις έχουν δρομολογηθεί αλλά η Γερμανία θέτει –πάλι- προσκόμματα.

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΕΜΜΑΝΟΥΗΛ είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και επισκέπτης καθηγητής στο London School of Economics & Political Science

Στις συνόδους κορυφής της 28-29ης Ιουνίου, η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία φάνηκε για πρώτη φορά να αναγνωρίζει, έστω και διστακτικά, ότι η κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι μόνον κρίση χρέους κάποιων χωρών της περιφέρειας, αλλά προϊόν μιας σύνθετης παθολογίας, τα επί μέρους στοιχεία της οποίας αλληλεπιδρούν και την ανατροφοδοτούν. Έως τώρα, τα προβλήματα χωρών της περιφέρειας όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, που βρέθηκαν διαδοχικά στο στόχαστρο των αγορών, αποδίδονταν σχεδόν αποκλειστικά σε σφάλματα πολιτικής των ιδίων, έλλειψη προσαρμογής και άρνηση συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για τα δημόσια οικονομικά. Αντιστοίχως, η διόρθωση της κατάστασης επιδιώχθηκε στο αμιγώς εθνικό επίπεδο: η κάθε μία από τις χώρες σε κρίση εκλήθη να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική της βιωσιμότητα, να αναδιαρθρώσει την οικονομία της, να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της ή να ανασυντάξει το τραπεζικό της σύστημα σε εδαφική βάση, με τους εταίρους να παρέχουν ασφαλώς την ελλείπουσα ενδιάμεση χρηματοδότηση, αλλά να μην αισθάνονται την ανάγκη να προβούν σε σύμμετρες προσαρμογές, ούτε να αναλαμβάνουν να αντιμετωπίσουν από κοινού τα προβλήματα.

Στην πραγματικότητα, τα αίτια της κρίσης υπερβαίνουν τις όποιες κακές οικονομικές επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων. Περιλαμβάνουν στοιχεία πέραν του ελέγχου τους, που σχετίζονται εν τέλει με τη θεσμική συγκρότηση και πρακτική λειτουργία της ΟΝΕ και της εσωτερικής αγοράς. Ακόμη και στην περίπτωση της Ελλάδας, η παραδοσιακή δημοσιονομική ανευθυνότητα δεν εξηγεί πλήρως την κρίση δημοσίου χρέους που ταλανίζει την χώρα. Ούτε, άλλωστε, η ελληνική κρίση εξαντλείται στο δημοσιονομικό αδιέξοδο. Το πρόβλημα είναι τριπλό: δημοσιονομικό· ανταγωνιστικότητας ή ισοζυγίου· και τραπεζικό. Και η κάθε πλευρά του τριγώνου ενισχύει τις άλλες. Σε διαφορετική δοσολογία και με διαφορετική σειρά, παρόμοιες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δημοσίων οικονομικών, διασυνοριακού εμπορίου και χρηματοοικονομικού συστήματος παρατηρούνται και στις άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης.

Λέγεται συχνά ότι στην Ελλάδα η αφερεγγυότητα του κράτους κατέστρεψε τις τράπεζες, ενώ στην Ιρλανδία ή την Ισπανία έγινε το αντίθετο. Θα μπορούσε κανείς να επισημάνει και πλήθος άλλων διαφορών μεταξύ των χωρών της περιφέρειας: η προβληματική δημοσιονομική συμπεριφορά του ελληνικού, του ιταλικού ή του πορτογαλικού κράτους απείχε παρασάγγες από την άκρως πειθαρχημένη στάση του ιρλανδικού, του ισπανικού ή του κυπριακού· η ζήτηση για ακίνητα στην Ισπανία ή την Ιρλανδία αποτελεί πολύ κεντρικότερο στοιχείο της κρίσης απ’ ό,τι στην Ιταλία και την Πορτογαλία· η δομή και οι στρατηγικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν ταυτίζονταν με αυτές των ισπανικών, ούτε βέβαια των ιρλανδικών. Παρά τις όποιες διαφορές τους, όμως, και οι έξι χώρες της περιφέρειας βρέθηκαν τελικά στο στόχαστρο, οι πέντε δε έχουν ήδη αναγκαστεί να προσφύγουν σε πακέτα στήριξης. Δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά για παράλληλες συνέπειες κοινών μηχανισμών, που αναπτύχθηκαν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και επικαθόρισαν τις οικονομικές και πολιτικές συμπεριφορές στο εθνικό, επιτρέποντας την ανάπτυξη μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Η περίπτωση της Ισπανίας, όπως και εκείνη της Ιρλανδίας ενάμιση χρόνο νωρίτερα, καταδεικνύει ότι οι μηχανισμοί αυτοί σχετίζονται πρωτίστως με τη λειτουργία του νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωζώνης.

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

Κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, η λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα σε συνθήκες νομισματικής ένωσης ενίσχυσε σημαντικά τις ανισορροπίες. Στη χώρα μας, όπως και στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, η διόγκωση του δημοσίου χρέους στηρίχθηκε στην σχεδόν παντελή αγνόηση εκ μέρους των αγορών του πιστωτικού κινδύνου που αντιπροσώπευε για τους δανειστές η διακράτηση χρέους των επί μέρους κρατών της Ευρωζώνης. Η υπόθεση εργασίας ήταν ότι, εάν τα πράγματα έφθαναν στα άκρα, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν θα αφηνόταν να πτωχεύσει. Αντιθέτως, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η Ένωση, τα άλλα κράτη μέλη ή η ΕΚΤ θα φρόντιζαν να την σώσουν. Αυτή η πρόβλεψη (που, όπως τελικώς αποδείχθηκε, δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα) αποτέλεσε κρίσιμη παράμετρο χαλάρωσης της πειθαρχίας της αγοράς και δημιουργίας ηθικού κινδύνου σε σχέση με τον δανεισμό των χωρών της περιφέρειας, οι οποίες επί μία δεκαετία μπορούσαν να δανείζονται οποιοδήποτε ποσό με επιτόκιο ελάχιστα μεγαλύτερο από αυτό που πλήρωνε η Γερμανία. Η ευθύνη για το δανεισμό αυτό δεν ήταν μονομερής: οι τράπεζες δεν έδειξαν μεγαλύτερο βαθμό υπευθυνότητας από τις δανειολήπτριες κυβερνήσεις.

Ανάλογα ισχύουν και για την ανακύκλωση των εμπορικών πλεονασμάτων των χωρών του κέντρου, που μέσω του πανευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος μετατράπηκαν σε φθηνό διατραπεζικό δανεισμό, που κατευθύνθηκε στις ελλειμματικές χώρες της περιφέρειας και τελικώς επενδύθηκε σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, την ποιότητα των οποίων σήμερα μπορούμε όλοι να διαγνώσουμε. Ο μηχανισμός αυτός κράτησε τη ζήτηση στις χώρες της περιφέρειας σε πολύ υψηλά επίπεδα και τους επέτρεψε να αγνοήσουν την απώλεια ανταγωνιστικότητας και τα χρόνια προβλήματα ισοζυγίου. Η πρακτική ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να προλάβουν την ανάπτυξη των ανισορροπιών ήταν πολύ περιορισμένη, ιδίως όταν κατά τα λοιπά οι ευρωπαϊκές δημοσιονομικές επιταγές τηρούνταν ευλαβικά, όπως στην Ιρλανδία ή την Ισπανία.