Γιατί το Ισραήλ πρέπει να ανταλλάξει τα πυρηνικά του όπλα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί το Ισραήλ πρέπει να ανταλλάξει τα πυρηνικά του όπλα

Θα σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αποδεχόμενο μια αποπυρηνικοποιημένη Μέση Ανατολή
Περίληψη: 

Το Ισραήλ δεν χρειάζεται το πυρηνικό του οπλοστάσιο για να παραμείνει η ισχυρότερη δύναμη στη Μέση Ανατολή. Μπορεί να κάνει καλή χρήση του πυρηνικού του αποθέματος, όμως, προσφέροντάς το ως διαπραγματευτικό χαρτί για τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.

Ο URI BAR-JOSEPH διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Χάϊφα. Ειδικεύεται στις σπουδές στρατηγικής και πληροφοριών, στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση και την πολιτική ασφαλείας του Ισραήλ.

Στις 19 Σεπτεμβρίου, χωρίς να εκπλήξει κανέναν, ο Σαούλ Τσορέβ, ο γενικός διευθυντής της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας του Ισραήλ, ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του δεν θα παρακολουθήσει ένα επερχόμενο συνέδριο αφιερωμένο στην οικοδόμηση μιας Μέσης Ανατολής χωρίς πυρηνικά. Η ανακοίνωση επιβεβαίωσε την πάγια θέση του Ισραήλ ότι μια αποπυρηνικοποιημένη ζώνη μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα μιας διαρκούς ειρήνης στην περιοχή. Μέχρι να επιτευχθεί μια τέτοια ειρήνη, η Ιερουσαλήμ δεν θα κάνει οποιοδήποτε απτό βήμα προς την εξάλειψη των πυρηνικών όπλων του.

Τουλάχιστον από πρώτη άποψη, η στάση αυτή είναι λογική. Για 45 χρόνια, το Ισραήλ είναι η μόνη πυρηνική δύναμη στη Μέση Ανατολή, απολαμβάνοντας ένα τρομερό στρατηγικό δίχτυ ασφαλείας εναντίον οποιασδήποτε απειλής για την ύπαρξή του. Από το 1957, το Ισραήλ έχει επενδύσει τεράστιους πόρους στην οικοδόμηση ενός συμπαγούς πυρηνικού οπλοστασίου στην Ντιμόνα. Σήμερα, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, το απόθεμα περιλαμβάνει περίπου 100-300 όπλα, συμπεριλαμβανομένων των θερμοπυρηνικών κεφαλών δύο σταδίων και μια ποικιλία συστημάτων μεταφοράς, το σημαντικότερο από τα οποία είναι τα μοντέρνα γερμανικής κατασκευής υποβρύχια που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ικανότητας του Ισραήλ για δεύτερο χτύπημα. Το να εγκαταλείψει το Ισραήλ αυτά τα περιουσιακά του στοιχεία και μάλιστα στη μέση μιας εξελισσόμενης διένεξης φαίνεται στους Ισραηλινούς ως παραλογισμός.

Η αντίληψη αυτή, ωστόσο, παραβλέπει το γεγονός ότι η πυρηνική ικανότητα του Ισραήλ δεν έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην άμυνα της χώρας. [1] Σε αντίθεση με άλλα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, το Ισραήλ ξεκίνησε το πυρηνικό του πρόγραμμα, όχι επειδή υπήρχε μια πραγματική ή φανταστική πυρηνική ικανότητα κάποιου αντιπάλου, αλλά λόγω της ανησυχίας ότι, σε μακροπρόθεσμη βάση, οι αραβικές συμβατικές δυνάμεις θα ξεπεράσουν την ισχύ των Δυνάμεων Άμυνας του Ισραήλ (IDF). Ήδη από τη δεκαετία του 1950, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν – Γκουριόν προσπάθησε να διαχειριστεί την απειλή του εκσυγχρονισμού των αραβικών ενόπλων δυνάμεων, που ήταν εμπνευσμένες από ένα παναραβικό συναίσθημα και υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση, αναπτύσσοντας το απόλυτο αποτρεπτικό όπλο. Ο Σιμόν Πέρες, ο αρχιτέκτονας του πυρηνικού προγράμματος του Ισραήλ και τώρα πρόεδρος της χώρας, υποστήριξε ακατάπαυστα με δημόσιες ομιλίες και με γραπτά του ότι το Ισραήλ έχει ανάγκη να αντισταθμίσει το μεγάλο μέγεθος των αραβικών στρατών με την «επιστήμη» - μια κωδική λέξη για τα πυρηνικά όπλα.

Όπως αποδείχθηκε, όμως, η αραβική συμβατική υπεροχή δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Από τότε που το Ισραήλ διέσχισε το πυρηνικό κατώφλι στις παραμονές του πολέμου του 1967, η ποιοτική διαφορά μεταξύ των συμβατικών δυνάμεων του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του έχει μόνο διευρυνθεί. Σήμερα, ιδιαίτερα καθώς ο συριακός στρατός διαλύεται σιγά-σιγά, ο Ισραηλινός στρατός θα μπορούσε να νικήσει αποφασιστικά οποιονδήποτε συνδυασμό συμβατικών δυνάμεων των Αράβων (και του Ιράν). Το πλεονέκτημα τούτο, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς το Ισραήλ, είναι αυτό που έχει κρατήσει τις αραβικές χώρες από το να πάρουν τα όπλα κατά του εβραϊκού κράτους - όχι ο φόβος των πυρηνικών αντιποίνων.

Αν, βέβαια, το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, το οπλοστάσιο στη Ντιμόνα δεν θα είναι πλέον άνευ σημασίας. Θα είναι ένα σημαντικό αντιστάθμισμα έναντι του Ιράν. Αλλά μακράν του να είναι μια ασφαλής ισορροπία, όπως ο θεωρητικός των διεθνών σχέσεων Kenneth Waltz υποστήριξε [2], αυτή η κατάσταση θα είναι εξαιρετικά ασταθής, ειδικά στην αρχή. Τα δύο κράτη δυσπιστούν βαθιά το ένα για το άλλο και δεν έχουν κανέναν αποτελεσματικό δίαυλο επικοινωνίας. Δεδομένου ότι το Ιράν δεν θα έχει την ικανότητα για ένα δεύτερο χτύπημα και οι Ισραηλινοί προτιμούν συχνά την πρόληψη στις συγκρούσεις, η Ιερουσαλήμ θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να ξεκινήσει ένα πυρηνικό πρώτο χτύπημα. Επιπλέον, άλλες γειτονικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, θα μπορούσαν να αναζητήσουν και οι ίδιες πυρηνικά όπλα, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω την περιοχή και αυξάνοντας την πιθανότητα μιας ακούσιας πυρηνικής ανταλλαγής.

Φοβούμενοι την προοπτική να ζουν στη σκιά αυτής της τρομοκρατίας, πολλοί Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν δημοσίως κάνει έκκληση για ένα στρατιωτικό χτύπημα που θα σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ωθούνται από τις ανησυχίες που είναι βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα του Ισραήλ, που απορρέουν από το τραύμα του Ολοκαυτώματος και τις δύο χιλιάδες χρόνια συναισθηματικής και πραγματικής θυματοποίησης που διατρέχει όλη την Εβραϊκή Διασπορά. Οι Ισραηλινοί ηγέτες, και ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, προσωποποιούν σήμερα την πεποίθηση ότι η χώρα μπορεί να βασίζεται μόνο στον εαυτό της όταν πρόκειται για την ασφάλειά της και την ύπαρξή της.

Το πρόβλημα για το Ισραήλ, ωστόσο, είναι ότι ένα χτύπημα στο Ιράν θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες, δεδομένου μάλιστα ότι ο Ισραηλινός στρατός δεν μπορεί να καταστρέψει εντελώς την πυρηνική υποδομή του Ιράν από μόνος του. Το Ισραήλ μπορεί να καθυστερήσει την πυρηνικοποίηση του Ιράν, αλλά δεν μπορεί να την αποτρέψει. Εν τω μεταξύ, ένα στρατιωτικό πλήγμα θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αντίδραση, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων με ρουκέτες και πυραύλους από το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς στα αστικά κέντρα του Ισραήλ. Ακριβώς το ίδιο ανησυχητικό είναι το ότι ένα χτύπημα θα παρέχει στο ιρανικό καθεστώς μια καλή δικαιολογία για την απόφασή του να γίνει κάτοχος πυρηνικών.

Και έτσι το Ισραήλ βρίσκεται σε ένα στρατηγικό δίλημμα: θεωρεί την ιρανική βόμβα ως μια απειλή για την ύπαρξή του αλλά δεν μπορεί να σταματήσει πυρηνικοποίηση του Ιράν από μόνη της ή χωρίς να προκαλέσει μια απρόβλεπτη αντίδραση.