Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη

Λιτότητα τώρα, στασιμότητα στη συνέχεια

Για χρόνια, η απόσβεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου ξεπερνά τις νέες επενδύσεις. Το 2011, σε πόλεις και περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα, συσσωρεύθηκαν απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις συνολικού ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία συχνά επιδεικνύει τα περιβαλλοντικά της διαπιστευτήρια, οι επενδύσεις της χώρας σε ένα «πράσινο» αναπτυξιακό πρόγραμμα την περίοδο 2009 - 2012 επισκιάστηκε από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας, για να μην αναφέρουμε αυτό της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Γερμανίας γηράσκει ραγδαία, η κυβέρνηση υποεπενδύει σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη γερμανική έκθεση για την εθνική εκπαίδευση, οι δαπάνες της για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν κάτω από το μέσο όρο των χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα γερμανικά πανεπιστήμια, τα οποία ήταν τα μεγάλα πνευματικά εργοστάσια του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού, τώρα μαραζώνουν σε μέτριες θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις. Η Ακαδημαϊκή Κατάταξη των Πανεπιστημίων του Κόσμου για το 2011 που καταρτίζεται από το Πανεπιστήμιο Jiao Tong της Σαγκάης, τοποθέτησε μόνο έξι γερμανικά πανεπιστήμια στα κορυφαία 100, με την υψηλότερη κατάταξη γερμανικού πανεπιστημίου στην 47η θέση της σχετικής λίστας. Κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς τα κεφάλαια ξεχύνονται έξω από τη χώρα σε ποσοστά 6%-8% σε ετήσια βάση, η Γερμανία δάνεισε πολύ περισσότερο αλλοδαπούς για να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα από ό, τι δαπάνησε για την εκπαίδευση των δικών της παιδιών. Με λίγα λόγια, το Βερολίνο μπορεί να έχει εξασφαλίσει δεσπόζουσα θέση στην Ευρώπη, αλλά δεν έχει κάνει επαρκείς προβλέψεις για το μέλλον.

Ευτυχώς, αν και το Βερολίνο παραμένει σε μεγάλο βαθμό διστακτικό στο να εξετάσει τα μειονεκτήματα της αναπτυξιακής του πολιτικής με βάση τις εξαγωγές, Γερμανοί πολιτικοί, επικεφαλής επιχειρήσεων και ψηφοφόροι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι το χαμηλό επίπεδο των εγχώριων επενδύσεων είναι ένα πρόβλημα. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της έχουν συχνά επικριθεί ότι είναι πάρα πολύ συντηρητικοί και στενόμυαλοι, αλλά τα τελευταία χρόνια, έχουν καταλάβει ότι πρέπει να κατευθύνουν επενδύσεις για την αντιμετώπιση της διαφαινόμενης δημογραφικής αλλαγής στην Γερμανία αλλά και στο να κάνουν την χώρα παγκόσμιο ηγέτη στην καθαρή ενέργεια. Ακόμα και εν μέσω της κρίσης του ευρώ και των εγχώριων πολιτικών διαμαχών, οι μακροπρόθεσμες αναγκαιότητες συνεχίζουν να απασχολούν τη γερμανική κυβέρνηση. Το Βερολίνο έχει αναπτύξει περίτεχνα σχέδια για εθνικά προγράμματα επενδύσεων σχετικά με τη φροντίδα των παιδιών και την ενέργεια, το κόστος των οποίων θα ανέλθει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.

Τα σχέδια αυτά φαίνεται να είναι ακριβώς το είδος των κινήτρων που οι επικριτές της Μέρκελ ζητούν. Αλλά επειδή η κυβέρνησή της εμποδίζεται συνταγματικά από το να αυξήσει το δημόσιο χρέος, δεν έχει κανένα σαφή τρόπο για να τα εφαρμόσει. Η κυβέρνησή της συζητά τα επενδυτικά σχέδια με ασαφείς γενικότητες, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος θα πληρώσει γι' αυτά. Με τον δανεισμό να μην αποτελεί επιλογή, το Βερολίνο θα πρέπει να ελπίζει είτε ότι τα χρήματα θα προέλθουν από αμείλικτες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες ή ότι μια μαζική αναβίωση των ιδιωτικών επενδύσεων θα καλύψει τις ανάγκες της χώρας. Η πρώτη πιθανότητα - ότι η Γερμανία θα χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις μέσω της ανακατανομής των δημοσίων πόρων - θα συνεπάγεται περιττό πόνο. Η δεύτερη επιλογή - ανανεωμένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα - μοιάζει σαν ευσεβής πόθος, δεδομένων των νωθρών εταιρικών επενδύσεων της τελευταίας δεκαετίας και της προοπτικής της πολύ μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής αναταραχής που έρχεται. Δυστυχώς, λοιπόν, η Γερμανία φαίνεται ότι μάλλον θα συνεχίσει τον κατήφορο μιας μη βιώσιμης πορείας.

ΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ

Οι επενδύσεις είναι απαραίτητες, πρώτον, για να αποφευχθεί η δημιουργία μας τρύπας στο γερμανικό εργατικό δυναμικό. Ο ρυθμός γεννήσεων στη Γερμανία είναι χαμηλός - το 2009 μόνο τρεις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ είχαν λιγότερα παιδιά ανά γυναίκα - έτσι ο πληθυσμός της συρρικνώνεται και γηράσκει ταχέως, με αποτέλεσμα ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό και μειωμένη φορολογική βάση. Αυτή η δημογραφική αλλαγή θα διαταράξει την ισορροπία μεταξύ καθαρών συνεισφερόντων και καθαρών αποδεκτών εντός του εθνικού «πληρωμής επί τη αποχωρήσει» (pay-as-you-go) συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενός παζαριού μεταξύ των γενεών που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950.

Μια πιθανή λύση θα ήταν να αυξηθεί η μετανάστευση, και το Βερολίνο έχει εντείνει τις προσπάθειές του για την πρόσληψη αλλοδαπών εργαζομένων. Αλλά τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα επισκεπτών-εργαζομένων της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970, τα οποία έφεραν τους μετανάστες κατά κύματα από την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Μεσόγειο, κουβαλούν μια μικτή κληρονομιά. Ήδη, το 35% των νέων παιδιών στη Γερμανία γεννιούνται από μετανάστες, θέτοντας πιέσεις σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έχει ακόμη συνεκτική στρατηγική για τη διδασκαλία των γερμανικών ως δεύτερης γλώσσας, πόσω μάλλον να μεγιστοποιεί το δυναμικό όλων των μαθητών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες για την ενσωμάτωση αυτών των μεταναστών, η Γερμανία παραμένει ανήσυχη σχετικά με την πολυπολιτισμικότητα.