Η κρίση της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κρίση της Ευρώπης

Πώς δημιουργήθηκε η Ένωση και γιατί δείχνει τώρα να διαλύεται

Αφότου τα δύο γερμανικά κράτη επανενώθηκαν το 1990, πολλοί παρατηρητές αναρωτήθηκαν αν αυτό που ήταν ουσιαστικά μια διευρυμένη Δυτική Γερμανία θα συνεχίσει εκείνη την εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αρκετά πριν ξεσπάσει η κρίση της ευρωζώνης, η απάντηση ήταν ήδη εμφανής. Η επανενωθείσα Γερμανία είχε γίνει αυτό που ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση μετά την πτώση του Τείχους αποκαλούσαν «κανονικό» έθνος-κράτος, μια «δεύτερη Γαλλία», όπως εντυπωσιακά το εξέφρασε ο Γάλλος σχολιαστής Ντομινίκ Μοϊσί. Όπως και η Γαλλία, η νέα Γερμανία θα ακολουθήσει τα εθνικά της συμφέροντα στην Ευρώπη όποτε αυτό είναι δυνατό, αλλά και από μόνη της, όταν κρίνεται απαραίτητο - όπως έκανε, για παράδειγμα, όταν εξασφάλισε τις ενεργειακές ανάγκες της σε διμερές επίπεδο με τη Ρωσία, κυρίως με την συμφωνία για τον αγωγό αερίου Nord Stream το 2005. Οι ηγέτες της, στο Βερολίνο πλέον, όχι στη Βόννη, θα εξακολουθούν να προσπαθούν να είναι καλοί Ευρωπαίοι, αλλά δεν θα ανοίγουν πλέον το καρνέ των επιταγών τους τόσο εύκολα αν η Ευρώπη το ζητήσει.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΔΥΣΜΟΡΦΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η άμεση προέλευση της ακατάλληλης νομισματικής ένωσης που είναι στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης σήμερα βρίσκεται επίσης στη θυελλώδη στιγμή της επανένωσης της Γερμανίας και τα επακόλουθά της. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, ο Μιτεράν, θορυβημένος από την προοπτική της επανένωσης της Γερμανίας, πίεσε σκληρά για να στριμώξει τον Κολ σε ένα χρονοδιάγραμμα για αυτό που λεγόταν τότε Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η πρόταση αυτή είχε ήδη εκπονηθεί για να βοηθήσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και να αντιμετωπίσει τη δυσκολία της διαχείρισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών στο πλαίσιο αυτό. Ο γενικός στόχος του Μιτεράν ήταν να δεσμεύσει μια ενωμένη Γερμανία, εάν πραγματικά έπρεπε να είναι ενωμένες οι δύο Γερμανίες, σε μια πιο ενωμένη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του ήταν να κάνει στη Γαλλία να ανακτήσει περισσότερο έλεγχο πάνω στο δικό της νόμισμα, ίσως και να κερδίσει κάποια επιρροή επί της Γερμανίας.

Σε μια χαρακτηριστική συνομιλία του με τον Γκένσερ, τον υπουργό Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, στις 30 Νοεμβρίου 1989, ο Μιτεράν προχώρησε τόσο πολύ ώστε είπε ότι αν η Γερμανία δεν είχε δεσμευτεί για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση «θα επιστρέφαμε στον κόσμο του 1913». Εν τω μεταξύ, ο Μιτεράν κινητοποιούσε την Βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου σαν να ήταν το 1938. Σύμφωνα με μια βρετανική καταγραφή των κατ' ιδίαν συναντήσεών τους στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής των ευρωπαίων ηγετών στο Στρασβούργο τον Δεκέμβριο του 1989, ο Μιτεράν είπε ότι «φοβόταν ότι ο ίδιος και η πρωθυπουργός θα βρεθούν στην κατάσταση που ήταν οι προκάτοχοί τους στη δεκαετία του 1930, οι οποίοι απέτυχαν να αντιδράσουν απέναντι στην συνεχή πίεση από τους Γερμανούς».

Ο Ντέιβιντ Μάρς, ο καλύτερος χρονικογράφος της ιστορίας του ευρώ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «ουσιώδης συμφωνία» να συνεχίσουν με τη νομισματική ένωση έγινε στο Στρασβούργο. Σκληρές διαπραγματεύσεις ακολούθησαν, και ακριβώς δύο χρόνια αργότερα μια συνθήκη συμφωνήθηκε στη μικρή ολλανδική πόλη Μάαστριχτ, θέτοντας τους βασικούς όρους αυτού που θα γινόταν η ευρωζώνη σήμερα. Είναι πολύ απλοϊκό να χαρακτηριστεί αυτό σαν μια ευθεία συναλλαγή: «το σύνολο της Γερμανίας για τον Κολ, το μισό γερμανικό μάρκο για τον Μιτεράν», όπως κάποιος χαριτολόγησε τότε. Αλλά η ανάγκη της Γερμανίας για τους πιο στενούς ευρωπαίους συμμάχους της - πάνω απ' όλους τη Γαλλία – ώστε να στηρίξουν την εθνική επανένωσή της είχε αποφασιστική επιρροή τόσο στο χρονοδιάγραμμα όσο και στον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.

Σίγουρα, ο Κολ ήταν ένας βαθύτατα προσηλωμένος ευρωπαϊστής. Ποτέ δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Οπότε τώρα, όπως είπε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ τρεις ημέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής στο Στρασβούργο, είχε συμφωνήσει ως και σε μια ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Τι ισχυρότερη απόδειξη θα μπορούσε να προσφέρει ως ευρωπαϊκά διαπιστευτήρια η Γερμανία; Ο Κολ «πήρε αυτή την απόφαση εναντίον των γερμανικών συμφερόντων», αναφέρουν τα γερμανικά πρακτικά εκείνης της συνάντησης ότι έχει πει ο Κολ στον Μπέικερ. «Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Bundesbank ήταν εναντίον της παρούσας εξέλιξης. Όμως, το βήμα ήταν πολιτικά σημαντικό, δεδομένου ότι η Γερμανία χρειάζεται φίλους». Όπως κάνει κανείς όταν προσπαθεί να ενώσει τη Γερμανία χωρίς αίμα και ατσάλι.

Ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης που προέκυψε μπορεί επίσης να γίνει κατανοητός, όπως και τόσα άλλα στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ως ένας γαλλο-γερμανικός συμβιβασμός. Με επιμονή της Γερμανίας, και ιδιαίτερα της Bundesbank, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα γινόταν μια μεγάλη Bundesbank, απόλυτα ανεξάρτητη από τις κυβερνήσεις (σε αντίθεση με τη γαλλική παράδοση) και αφιερωμένη με Προτεσταντικό πάθος στην αλήθεια του μοναδικού θεού της σταθερότητας των τιμών (για να μην ξαναγυρίσει ο εφιάλτης της Βαϊμάρης με την επιστροφή του υπερπληθωρισμού). Προς τιμήν του, ο Κολ ήθελε τη νομισματική ένωση ως συμπληρωματική μιας δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης, οπότε θα μπορούσε να υπάρξει έλεγχος των δημοσίων δαπανών και συντονισμός της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των κρατών και πιο άμεση πολιτική νομιμοποίηση του όλου εγχειρήματος. «Η πολιτική ένωση είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα για την οικονομική και νομισματική ένωση», δήλωσε στη Γερμανική Βουλή (Bundestag) τον Νοέμβριο του 1991. «Η πρόσφατη ιστορία, όχι μόνο στη Γερμανία, μας διδάσκει ότι είναι παράλογο να περιμένουμε σε βάθος χρόνου να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την οικονομική και νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση».