Η πορεία των Σκωτσέζων προς την ανεξαρτησία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πορεία των Σκωτσέζων προς την ανεξαρτησία

Η εκστρατεία του Εδιμβούργου και το μέλλον του αυτονομισμού

Τα βασίλεια της Αγγλίας και της Σκωτίας ενώθηκαν το 1603 και τα χωριστά κοινοβούλια του Λονδίνου και του Εδιμβούργου ψήφισαν υπέρ της συγχώνευσής τους το 1707. Από τότε, οι Σκωτσέζοι υπηρέτησαν πιστά την αυτοκρατορία σαν Βρετανοί στρατιώτες, έμποροι και στελέχη της διοίκησης. Ταυτοχρόνως, στη Σκωτία η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη. Το 1745, ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γιος ενός Καθολικού διεκδικητή του βρετανικού θρόνου, συμμάχησε με τις φυλές των Χάιλαντς και μέσω της αποκαλούμενης εξέγερσης των Ιακωβιτών, διεκδίκησε την επιστροφή του στέμματος. Κατά τον 19ο αιώνα, το κίνημα της Ελεύθερης Εκκλησίας στις τάξεις των Σκώτων Προτεσταντών, αμφισβήτησε την κυριαρχία του Λονδίνου στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λιμενεργάτες προκάλεσαν ταραχές στη Γλασκόβη και σε άλλες πόλεις, προκαλώντας τον φόβο ότι ο μαρξισμός και όχι ο εθνικισμός έμελλε να γίνει η ιδεολογία που θα ένωνε τους Σκωτσέζους της εργατικής τάξης στον καινούργιο αιώνα.

Λίγες από αυτές τις πηγές διαφωνιών είχαν προοπτικές διάρκειας. «Βαμμένοι» Ιακωβίτες υπάρχουν ακόμη, και είναι κυρίως Αμερικανοί που παρακολουθούν αγώνες των Χάιλαντς και γράφουν τα παιδιά τους σε μαθήματα γκάιντας. Η Εκκλησία της Σκωτίας υποφέρει από συρρίκνωση του ποιμνίου της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την αδελφή της, την Εκκλησία της Αγγλίας. Και παρά το γεγονός ότι οι Σκωτσέζοι ψηφοφόροι έκλιναν σταθερά προς τα αριστερά κατά τον 20ό αιώνα, η παράδοση αυτή στην πραγματικότητα παγίωσε τη θέση της Σκωτίας στα πολιτικά πράγματα της Βρετανίας. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Εργατικών στο Λονδίνο εξαρτώνταν από την υποστήριξη των Σκωτσέζων στις βουλευτικές εκλογές, ενώ οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είχαν διαμορφώσει την πολιτική τους πλατφόρμα με τρόπο που να εξουδετερώνουν τα ερείσματα των Εργατικών πέρα από τα βόρεια σύνορα.

Το 1979, το Λονδίνο δέχθηκε να τεθεί σε ψηφοφορία η εκχώρηση μεγαλύτερης περιφερειακής εξουσίας στη Σκωτία, αλλά η κίνηση αυτή ήταν μάλλον προϊόν εκλογικής πολιτικής παρά αποτέλεσμα πολιτικής κινητοποίησης. Το SNP είχε ανεβάσει πολύ τα ποσοστά του στις γενικές εκλογές του Οκτωβρίου 1974. Τόσο οι Εργατικοί όσο και οι Συντηρητικοί ήθελαν να καταδείξουν ότι η λαϊκή στήριξη στην υπόθεση «δική μας κυβέρνηση», παρέμενε ισχνή. Στο δημοψήφισμα, οι Σκωτσέζοι που ψήφισαν υπέρ της αποκέντρωσης εξουσιών ήταν περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν κατά, αλλά λόγω μειωμένης προσέλευσης, το μέτρο απέτυχε να προσελκύσει το απαιτούμενο 40% των εκλογέων.

Μετά το 1979, η ενασχόληση με τον χαμένο αγώνα έγινε μέρος του σκωτσέζικου εθνικισμού, όπως συμβαίνει με την αναπόληση ενός ένδοξου παρελθόντος ή με τη φαντασίωση ενός διαφορετικού μέλλοντος. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Ενώ το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ επεδίωκε να αιχμαλωτίσει το πολιτικό κέντρο, το SNP ανακάλυψε μια νέα στρατηγική: η κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ, έλεγε το SNP, είχε σπρώξει προς τα δεξιά τα μεγαλύτερα κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτή η σύμπνοια είχε συγκροτηθεί με τρόπο που να αποξενώνει τις προοδευτικές δυνάμεις του βορρά. Μια καλοστημένη νοσταλγία περιέβαλε και καθόρισε τον σκωτσέζικο αγώνα: το SNP αναπολούσε την προ Θάτσερ δεκαετία του ’70, όχι ως εποχή αναταραχών και πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά ως εποχή που χαρακτηρίστηκε από αφειδώλευτα επιδοτούμενες από το κράτος συντάξεις, από καλής ποιότητας περίθαλψη και από αξιοπρεπή δημόσια στεγαστικά προγράμματα.

Ήταν ένας χαριτωμένος τρόπος να θυμάται κανείς εκείνη την εποχή, αλλά πάντως βοήθησε το SNP να περιβληθεί με μια ιδεολογία που είχε ταυτόχρονα παραδοσιακό άρωμα αλλά και κοίταζε μπροστά. Η περιθωριοποίηση της Αριστεράς έγινε βασικό συστατικό στοιχείο της στρατηγικής του SNP. Η ρητορική του ήταν ένα μεταμοντέρνο είδος εθνικισμού, πολυπολιτισμικού, σοσιαλδημοκρατικού και φιλο-ευρωπαϊκού. Σύντομα, όμως, οι πολιτικές κατευθύνσεις του κόμματος ενδιέφεραν λιγότερο από ό,τι τα πολιτικά συμφραζόμενα. Για μία ακόμη φορά, η βρετανική εκλογική πολιτική έγινε το όχημα για τα συμφέροντα της Σκωτίας. Το 1997, η κυβέρνηση Μπλερ, θέλοντας να στερήσει το SNP από το βασικό έρεισμα της πολιτικής του πλατφόρμας και να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα νίκες για τους Εργατικούς στη Σκωτία, οργάνωσε ένα νέο δημοψήφισμα για την αποκέντρωση. Τα τρία τέταρτα των Σκωτσέζων ψηφοφόρων τάχθηκαν υπέρ της αποκατάστασης περιφερειακού κοινοβουλίου και δύο χρόνια μετά η νέα βουλή εγκαταστάθηκε στο Χόλιρουντ του Εδιμβούργου.

Οι εκλογές για το κοινοβούλιο της Σκωτίας αρχικά ωφέλησαν τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, τους παραδοσιακούς νικητές στις εκλογικές περιφέρειες της Σκωτίας. Όμως, η δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων με τις κυβερνήσεις Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, σε συνδυασμό με τη δεύτερη ώθηση που γνώρισε το SNP λόγω αποκέντρωσης, διαφοροποίησαν το εκλογικό τοπίο. Μετά τις εκλογές του 2011 για το Χόλιρουντ, οι Σκωτσέζοι εθνικιστές κέρδισαν περισσότερα παρά ποτέ στο παρελθόν. Απέκτησαν την πλειοψηφία των εδρών στο περιφερειακό κοινοβούλιο, τον εκτελεστικό έλεγχο στην κυβέρνηση της Σκωτίας και το μήνυμα ότι το κράτος-πρόνοιας υπερτερεί της εθνικής κληρονομιάς. Ανέδειξαν, επίσης, έναν σημαιοφόρο στο πρόσωπο του Σάλμοντ, που αναμφισβήτητα είναι ο πιο χαρισματικός πολιτικός στρατηγικός αναλυτής της γενιάς του. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, βλέπουμε μια Σκωτία να βαδίζει ολοταχώς προς δημοψήφισμα για το μέλλον της εντός Ηνωμένου Βασιλείου, έχοντας ελάχιστη αίσθηση των συνεπειών για την ίδια, για τη χώρα και για την υπόλοιπη Ευρώπη.

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ