Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή

Η δημοκρατία των ΗΠΑ βαδίζει σε ένα συννεφιασμένο μέλλον
Περίληψη: 

Με αφορμή την σημερινή ορκωμοσία του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για την δεύτερη θητεία του στην προεδρία των ΗΠΑ, ιδού το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στο τεύχος Νοεμβρίου του Foreign Affairs, The Hellenic Edition σχετικά με το αμερικανικό πολιτικό και εκλογικό σύστημα, που αποτελεί για πολλούς ένα μυστήριο, αλλά και το διακύβευμα των συγκεκριμένων εκλογών. Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί πριν την διεξαγωγή των εκλογών στις οποίες νίκησε ο Μπαράκ Ομπάμα.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙΡΙΔΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Την Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012 διεξάγονται οι Αμερικανικές εκλογές για την ανάδειξη νέου Προέδρου και Κογκρέσου. Οι εκλογές αυτές είναι: κρίσιμες, αμφίρροπες, θα κριθούν στο «πολιτικό κέντρο» και από λίγες μόνο εκλογικές περιφέρειες και, δεν θα λύσουν το πρόβλημα διακυβέρνησης των ΗΠΑ.

Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ελέγχουν το ¼ του παγκόσμιου ΑΕΠ [1] και να διαθέτουν στρατιωτική δύναμη πυρός μεγαλύτερη από ότι ο υπόλοιπος κόσμος μαζί [2], η εκλογή της νέας Αμερικανικής κυβέρνησης αποτελεί γεγονός με παγκόσμια σημασία και είναι φυσικό να προσελκύει το διεθνές ενδιαφέρον.

Οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, ο πρωταγωνιστής του διεθνούς συστήματος. Ακόμα και η οικονομική κρίση του 2008, που ξεκίνησε από κει, επιβεβαίωσε τον κεντρικό τους ρόλο. Για δύο δεκαετίες, η Ιαπωνική οικονομία, η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, παρέμεινε στάσιμη χωρίς αυτό να επιδρά δραματικά στις παγκόσμιες εξελίξεις. Αντίθετα, η Αμερικανική κρίση γρήγορα μεταδόθηκε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και απείλησε τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματο-οικονομικού συστήματος.

Η φετινή αναμέτρηση αποκτά πρόσθετη σημασία γιατί απέναντι στον Μπάρακ Ομπάμα, του οποίου η προσωπική ιστορία έχει εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, αντιπαρατίθεται ένα ριζοσπαστικά συντηρητικό πολιτικό πρόγραμμα που επιδιώκει τη μείωση των φόρων, τη δραστική περικοπή των κοινωνικών δαπανών, την αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μεταναστών, των γυναικών (στην άμβλωση), των ομοφυλόφιλων (στο γάμο) κλπ. [3]

Η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων θα επηρεάσει όχι μόνο την πορεία των ΗΠΑ στο προσεχές διάστημα αλλά και την έκβαση της ιδεολογικής μάχης, που μαίνεται σε πλανητικό επίπεδο, μεταξύ της δημόσιας εξουσίας και των αγορών. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την επαρκή χρηματοδότηση των αυξημένων κοινωνικών δαπανών, που προκύπτουν από τη συνταξιοδότηση των baby-boomers, την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών σε μόνιμη βάση, την αναβάθμιση των γηρασμένων φυσικών υποδομών στο εσωτερικό, τη μετάβαση σε μια λιγότερο ενεργοβόρο οικονομία, την άνοδο της Κίνας και την ανάγκη επαν-εξισορρόπησης της παγκόσμιας οικονομίας.

Πέραν τούτων, η κρίση που μαστίζει τις δυτικές οικονομίες από το 2008 και μετά, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, επανατροφοδοτεί τη συζήτηση για το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, το εν γένει μέγεθός του αλλά και την αναγκαιότητα και δυνατότητα (ή μη) άσκησης Κεϋνσιανικής, δηλαδή αντι-κυκλικής, δημοσιονομικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την κρίση στο τραπεζικό τους σύστημα με μαζικές ενέσεις ρευστότητας στην οικονομία, που οδήγησαν στην έκρηξη του δημοσίου ελλείμματος και χρέους, αλλά και με μια δειλή αναστροφή της «απορρύθμισης» που κυριάρχησε στις χρηματαγορές μετά τη δεκαετία του 1980, κάτι που δυσαρεστεί τη Γουόλ Στρητ και το μεγάλο χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Πράγματι, το δημόσιο έλλειμμα εκτοξεύθηκε στο 10% του ΑΕΠ για δύο συνεχείς χρονιές, το 2009 και το 2010, πριν αρχίσει να υποχωρεί αργά από το 2011 και μετά. [4]

Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης και οι προσπάθειες επαναρρύθμισης των αγορών ξεσήκωσαν την αντίδραση των συντηρητικών που ανησυχούν αλλά και που, συχνά, με πρόσχημα την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και την οικονομική ανάκαμψη, απαιτούν τη μείωση του κράτους. Ωστόσο, το κράτος στις ΗΠΑ παραμένει σχετικά μικρό (με εξαίρεση τις αμυντικές του δαπάνες), ιδίως αν συγκριθεί με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και με τον μέσο όρο των άλλων πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ. Το αμερικανικό δημόσιο, στα τρία επίπεδά του, το τοπικό, το πολιτειακό και το ομοσπονδιακό, ξοδεύει λίγο κάτω από το 40% του αμερικανικού ΑΕΠ, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από το μέσο όρο των πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών και συγκρινόμενο μόνο με αυτό της Ιαπωνίας (που όμως δεν έχει σχεδόν καθόλου αμυντικές δαπάνες).

Πέραν τούτου, η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών είχε αρχίσει καιρό πριν, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους, λόγω των μεγάλων μειώσεων στη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και τους δύο πολέμους των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Επιπλέον, Κεϋνσιανική, αντι-κυκλική δημοσιονομική πολιτική πρωτο-εφάρμοσε ο ίδιος ο πρόεδρος Μπους, το τελευταίο τρίμηνο του 2008, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας. Έτσι, το έλλειμμα του 2008 ήταν τριπλάσιο του 2007 πριν ξανατριπλασιαστεί το 2009, όταν και έφτασε στα 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τέλος, η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, όσο θεμιτή κι αν είναι, υπονομεύεται από την επιμονή των συντηρητικών στη μείωση των φόρων και την κατάργηση της μεταρρύθμισης του προέδρου Ομπάμα στην υγεία, με στόχο, μεταξύ άλλων, και τον περιορισμό της δημόσιας ιατροφαρμακευτικής δαπάνης, που αποτελεί, μαζί με τη συνταξιοδοτική δαπάνη, και την υπ’αριθμόν ένα αιτία για τη μακροπρόθεσμη επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών όλων των πλούσιων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Το εκλογικό αποτέλεσμα είτε θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία της συντηρητικής αντεπανάστασης που εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ από τις αρχές του 1980 [5] είτε θα αποδείξει ότι οι ραγδαίες δημογραφικές αλλαγές στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με τη μείωση του ποσοστού της λευκής ψήφου επί του συνόλου, οδηγούν το σημερινό, υπερ-συντηρητικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αργά αλλά σταθερά, στο περιθώριο.

Με τον όρο «συντηρητική αντεπανάσταση» εννοείται το δεξιό πολιτικό κίνημα που ήρθε στην εξουσία με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980, με στόχο την αναστροφή της «φιλελεύθερης συναίνεσης», που είχε κυριαρχήσει πολιτικά από τον Ρούζβελτ και μετά, μέσα από τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, τη μείωση των φόρων, την υπεράσπιση των «παραδοσιακών» αμερικανικών αξιών και την ενίσχυση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ διεθνώς.