Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή

Η δημοκρατία των ΗΠΑ βαδίζει σε ένα συννεφιασμένο μέλλον

Την Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012 διεξάγονται οι Αμερικανικές εκλογές για την ανάδειξη νέου Προέδρου και Κογκρέσου. Οι εκλογές αυτές είναι: κρίσιμες, αμφίρροπες, θα κριθούν στο «πολιτικό κέντρο» και από λίγες μόνο εκλογικές περιφέρειες και, δεν θα λύσουν το πρόβλημα διακυβέρνησης των ΗΠΑ.

Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ελέγχουν το ¼ του παγκόσμιου ΑΕΠ [1] και να διαθέτουν στρατιωτική δύναμη πυρός μεγαλύτερη από ότι ο υπόλοιπος κόσμος μαζί [2], η εκλογή της νέας Αμερικανικής κυβέρνησης αποτελεί γεγονός με παγκόσμια σημασία και είναι φυσικό να προσελκύει το διεθνές ενδιαφέρον.

Οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, ο πρωταγωνιστής του διεθνούς συστήματος. Ακόμα και η οικονομική κρίση του 2008, που ξεκίνησε από κει, επιβεβαίωσε τον κεντρικό τους ρόλο. Για δύο δεκαετίες, η Ιαπωνική οικονομία, η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, παρέμεινε στάσιμη χωρίς αυτό να επιδρά δραματικά στις παγκόσμιες εξελίξεις. Αντίθετα, η Αμερικανική κρίση γρήγορα μεταδόθηκε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και απείλησε τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματο-οικονομικού συστήματος.

Η φετινή αναμέτρηση αποκτά πρόσθετη σημασία γιατί απέναντι στον Μπάρακ Ομπάμα, του οποίου η προσωπική ιστορία έχει εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, αντιπαρατίθεται ένα ριζοσπαστικά συντηρητικό πολιτικό πρόγραμμα που επιδιώκει τη μείωση των φόρων, τη δραστική περικοπή των κοινωνικών δαπανών, την αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μεταναστών, των γυναικών (στην άμβλωση), των ομοφυλόφιλων (στο γάμο) κλπ. [3]

Η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων θα επηρεάσει όχι μόνο την πορεία των ΗΠΑ στο προσεχές διάστημα αλλά και την έκβαση της ιδεολογικής μάχης, που μαίνεται σε πλανητικό επίπεδο, μεταξύ της δημόσιας εξουσίας και των αγορών. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την επαρκή χρηματοδότηση των αυξημένων κοινωνικών δαπανών, που προκύπτουν από τη συνταξιοδότηση των baby-boomers, την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών σε μόνιμη βάση, την αναβάθμιση των γηρασμένων φυσικών υποδομών στο εσωτερικό, τη μετάβαση σε μια λιγότερο ενεργοβόρο οικονομία, την άνοδο της Κίνας και την ανάγκη επαν-εξισορρόπησης της παγκόσμιας οικονομίας.

Πέραν τούτων, η κρίση που μαστίζει τις δυτικές οικονομίες από το 2008 και μετά, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, επανατροφοδοτεί τη συζήτηση για το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, το εν γένει μέγεθός του αλλά και την αναγκαιότητα και δυνατότητα (ή μη) άσκησης Κεϋνσιανικής, δηλαδή αντι-κυκλικής, δημοσιονομικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την κρίση στο τραπεζικό τους σύστημα με μαζικές ενέσεις ρευστότητας στην οικονομία, που οδήγησαν στην έκρηξη του δημοσίου ελλείμματος και χρέους, αλλά και με μια δειλή αναστροφή της «απορρύθμισης» που κυριάρχησε στις χρηματαγορές μετά τη δεκαετία του 1980, κάτι που δυσαρεστεί τη Γουόλ Στρητ και το μεγάλο χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Πράγματι, το δημόσιο έλλειμμα εκτοξεύθηκε στο 10% του ΑΕΠ για δύο συνεχείς χρονιές, το 2009 και το 2010, πριν αρχίσει να υποχωρεί αργά από το 2011 και μετά. [4]

Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης και οι προσπάθειες επαναρρύθμισης των αγορών ξεσήκωσαν την αντίδραση των συντηρητικών που ανησυχούν αλλά και που, συχνά, με πρόσχημα την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και την οικονομική ανάκαμψη, απαιτούν τη μείωση του κράτους. Ωστόσο, το κράτος στις ΗΠΑ παραμένει σχετικά μικρό (με εξαίρεση τις αμυντικές του δαπάνες), ιδίως αν συγκριθεί με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και με τον μέσο όρο των άλλων πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ. Το αμερικανικό δημόσιο, στα τρία επίπεδά του, το τοπικό, το πολιτειακό και το ομοσπονδιακό, ξοδεύει λίγο κάτω από το 40% του αμερικανικού ΑΕΠ, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από το μέσο όρο των πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών και συγκρινόμενο μόνο με αυτό της Ιαπωνίας (που όμως δεν έχει σχεδόν καθόλου αμυντικές δαπάνες).

Πέραν τούτου, η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών είχε αρχίσει καιρό πριν, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους, λόγω των μεγάλων μειώσεων στη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και τους δύο πολέμους των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Επιπλέον, Κεϋνσιανική, αντι-κυκλική δημοσιονομική πολιτική πρωτο-εφάρμοσε ο ίδιος ο πρόεδρος Μπους, το τελευταίο τρίμηνο του 2008, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας. Έτσι, το έλλειμμα του 2008 ήταν τριπλάσιο του 2007 πριν ξανατριπλασιαστεί το 2009, όταν και έφτασε στα 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τέλος, η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, όσο θεμιτή κι αν είναι, υπονομεύεται από την επιμονή των συντηρητικών στη μείωση των φόρων και την κατάργηση της μεταρρύθμισης του προέδρου Ομπάμα στην υγεία, με στόχο, μεταξύ άλλων, και τον περιορισμό της δημόσιας ιατροφαρμακευτικής δαπάνης, που αποτελεί, μαζί με τη συνταξιοδοτική δαπάνη, και την υπ’αριθμόν ένα αιτία για τη μακροπρόθεσμη επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών όλων των πλούσιων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Το εκλογικό αποτέλεσμα είτε θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία της συντηρητικής αντεπανάστασης που εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ από τις αρχές του 1980 [5] είτε θα αποδείξει ότι οι ραγδαίες δημογραφικές αλλαγές στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με τη μείωση του ποσοστού της λευκής ψήφου επί του συνόλου, οδηγούν το σημερινό, υπερ-συντηρητικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αργά αλλά σταθερά, στο περιθώριο.

Με τον όρο «συντηρητική αντεπανάσταση» εννοείται το δεξιό πολιτικό κίνημα που ήρθε στην εξουσία με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980, με στόχο την αναστροφή της «φιλελεύθερης συναίνεσης», που είχε κυριαρχήσει πολιτικά από τον Ρούζβελτ και μετά, μέσα από τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, τη μείωση των φόρων, την υπεράσπιση των «παραδοσιακών» αμερικανικών αξιών και την ενίσχυση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ διεθνώς.

Η συντηρητική αντεπανάσταση δέχτηκε ένα πρώτο σφοδρό πλήγμα και ανεκόπη στις εκλογές του 2006 όταν το Κογκρέσο, η Βουλή και η Γερουσία, πέρασαν στον έλεγχο των Δημοκρατικών και ένα δεύτερο στις εκλογές του 2008 με την εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία. Η αντεπανάσταση πλήρωσε τις αποτυχίες των νεοσυντηρητικών στο Ιράκ και, στη συνέχεια, την οικονομική κρίση. Ωστόσο, κατάφερε να επανακάμψει στις εκλογές του 2010, εκμεταλλευόμενη την ύφεση και τη δυσαρέσκεια με την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης Ομπάμα και επανεργοποιημένη από το νεοπαγές κίνημα του «κόμματος του τσαγιού», χαρίζοντας τον έλεγχο της Βουλής στους Ρεπουμπλικάνους και μειώνοντας δραστικά την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Γερουσία. Μένει να αποδειχτεί αν η επανάκαμψη της αντεπανάστασης οφείλεται στη συνεχιζόμενη οικονομική καχεξία και άρα είναι πρόσκαιρη ή αυτή θα έχει συνέχεια, υπονομεύοντας για τα καλά τις φιλελεύθερες κατακτήσεις που θεμελίωσε ο Ρούζβελτ και ολοκλήρωσε ο Τζόνσον.

Ενάντια σε μια τέτοια εξέλιξη επιδρούν οι ραγδαίες δημογραφικές αλλαγές. Δημογραφικά, οι ΗΠΑ είναι το πιο, και ίσως το μόνο, δυναμικό κομμάτι του πλούσιου κόσμου. Αυτό οφείλεται τόσο στη φυσική αύξηση του πληθυσμού, χάρη στην υγιή γονιμότητά του, όσο και στη μετανάστευση. Η τελευταία δεν προέρχεται πια από την Ευρώπη, όπως στο παρελθόν, αλλά, κυρίως, από την Κεντρική Αμερική και, δευτερευόντως, την Ασία. Η Αμερική «σκουραίνει» καθώς το ποσοστό των λευκών μειώνεται και σε μερικές πολιτείες στα σύνορα με το Μεξικό έχει πέσει στο 50% του συνόλου. Οι ισπανόφωνοι αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη μειονότητα στις ΗΠΑ σήμερα. Οι νεοαφιχθέντες ισπανόφωνοι προέρχονται κυρίως από το Μεξικό, είναι φτωχοί και προτιμούν τους Δημοκρατικούς, σε αντίθεση με τους παλαιότερους από την Κούβα. Αν και το ποσοστό συμμετοχής τους στις εκλογές, που κυμαίνεται κοντά στο 50%, είναι χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου, στις προσεχείς εκλογές ένας στους δέκα ψηφοφόρος θα είναι ισπανόφωνος και από αυτούς σχεδόν οι επτά στους δέκα θα ψηφίσουν τον Ομπάμα.

Ολοένα και περισσότερο οι Ρεπουμπλικάνοι εμφανίζονται ως οι εκπρόσωποι των «αγανακτισμένων» λευκών ανδρών και, κυρίως, των πιο εύπορων και μεγαλύτερης ηλικίας. Οι ψηφοφόροι αυτοί αντιδρούν στην άμβλυνση της αμερικανικής ταυτότητας που θεωρούν ότι προκαλεί η μετανάστευση και η φιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης και των ηθών. Για το λόγο αυτό εμφανίζονται ως συντηρητικοί και εθνικιστές. Όσο περισσότερο αντιδρούν, τόσο λιγότερο ελκυστικό καθιστούν το κόμμα τους στους μη λευκούς άνδρες ψηφοφόρους, που αποτελούν και την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Έτσι κι αλλιώς, το ποσοστό των λευκών ανδρών επί του συνόλου των ψηφοφόρων διαρκώς φθίνει. Αποτέλεσμα είναι οι Ρεπουμπλικάνοι να χάνουν πολιτείες που άλλοτε κατείχαν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Καλιφόρνια, τη πατρίδα δύο προέδρων τους πρόσφατα, του Ρίτσαρντ Νίξον και του Ρόναλντ Ρέιγκαν.

ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ 50% - 50%

Αυτές οι δύο αντικρουόμενες και γι’αυτό αλληλο-εξουδετερώμενες τάσεις, από τη μια η συντηρητική αντεπανάσταση που ευνοεί τους Ρεπουμπλικάνους και από την άλλη η δημογραφική αλλαγή που ευνοεί τους Δημοκρατικούς, καθιστούν την Αμερική ένα έθνος που είναι πολιτικά διαιρεμένο στη μέση και τις εκλογές αμφίρροπες.

Υπό μία έννοια αυτό αποτελεί έκπληξη με δεδομένη την κατάσταση της οικονομίας. Δεν υπάρχει στο πρόσφατο παρελθόν άλλη περίπτωση κατά την οποία να επανεξελέγη πρόεδρος με την ανεργία, τα εισοδήματα και, εν γένει, την οικονομία σε τέτοια δυσάρεστη κατάσταση. Αν ο Ομπάμα διαθέτει ακόμα αρκετές ελπίδες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αρκετοί ψηφοφόροι αναγνωρίζουν ότι η κατάσταση της οικονομίας ήταν ακόμα χειρότερη στις αρχές του 2009.

Από μία άλλη, ωστόσο, σκοπιά, οι εκλογές αυτές δεν διαφέρουν από τις προηγούμενες και για το λόγο αυτό είναι, φυσικό, να είναι αμφίρροπες. Από την εποχή της μεγάλης νίκης του Ρέιγκαν το 1984, η Αμερική έχει μετατραπεί σε ένα έθνος 50%-50% και η διαφορά μεταξύ νικητή και ηττημένου είναι, συνήθως, μικρή. Ενίοτε, μάλιστα, συμβαίνει και το απίθανο, εξαιτίας του εκλογικού συστήματος, ο νικητής των εκλογών να είναι δεύτερος σε αριθμό ψήφων, όπως το 2000, σενάριο που θα επανέρχεται, ολοένα και περισσότερο, στο μέλλον, εξαιτίας της δομής και της δυναμικής του Αμερικανικού εκλογικού χάρτη.

Το αμφίρροπο της εκλογικής αναμέτρησης αποδείχτηκε και από τη δυναμική της ίδιας της προεκλογικής εκστρατείας. Χρειάστηκε μόλις μία κακή εμφάνιση του Προέδρου Ομπάμα στην πρώτη τηλεμαχία με τον Ρόμνεϊ για να εξανεμιστεί το προβάδισμα που μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει και να μετατρέψει την κούρσα για τον Λευκό Οίκο σε αγώνα που θα κριθεί κυριολεκτικά πάνω στο νήμα.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Η μάχη και αυτή τη φορά θα κριθεί εκεί που πάντα κρίνεται, δηλαδή στο πολιτικό κέντρο, όπου συνωστίζονται οι ενδιάμεσοι, ανεξάρτητοι και, συχνά, περισσότερο αναποφάσιστοι ψηφοφόροι. Κάθε προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ ξεκινάει με μια φυγή προς τα άκρα πριν επιστρέψει στο κέντρο. Κάθε υποψήφιος που διεκδικεί το κομματικό χρίσμα πρέπει να πείσει την κομματική βάση, υιοθετώντας τις ανάλογες θέσεις. Μόλις εξασφαλίσει το χρίσμα μπορεί να στραφεί στους ψηφοφόρους, πέρα από τα κομματικά τείχη, που βρίσκονται περισσότερο στο κέντρο. Οι ψηφοφόροι αυτοί είναι εκείνοι που μπορούν να του εξασφαλίσουν την πλειοψηφία και, άρα, την εκλογή. Η στροφή από τα άκρα στο κέντρο δεν είναι ούτε εύκολη ούτε πάντα επιτυχής. Εξαρτάται από την πολιτική δεινότητα αλλά και τα χρηματικά διαθέσιμα του υποψηφίου αν θα καταφέρει να πείσει τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους. Με το πέρασμα των χρόνων, το εγχείρημα έχει δυσκολέψει ιδιαίτερα, ειδικά για τους Ρεπουμπλικάνους, μιας και η κομματική τους βάση έχει σταδιακά στραφεί προς την άκρα δεξιά και έχει απομακρυνθεί από το πολιτικό κέντρο σε μια σειρά από θέματα. Για να κερδίσει κάποιος το χρίσμα πρέπει να εμφανισθεί πραγματικά ακραίος, καίγοντας τις «γέφυρες» που θα μπορούσαν να τον επανασυνδέσουν με τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους του κέντρου.

Ο Μιτ Ρόμνεϊ επιχείρησε μια θεαματική στροφή προς το κέντρο αμέσως μετά την εξασφάλιση του χρίσματος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Καθ'όλη τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών εμφανίζονταν ως υπερσυντηρητικός, διαψεύδοντας το παρελθόν του ως κυβερνήτη της φιλελεύθερης Μασαχουσέτης, όπου εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή στο χώρο της υγείας, παρόμοιες με αυτές του Ομπάμα. Αν ο Ρόμνεϊ τα κατάφερε περίφημα στην πρώτη τηλεμαχία του με τον Ομπάμα, αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι εμφανίστηκε με μετριοπαθέστερες θέσεις, στη δε τρίτη και τελευταία τηλεμαχία, που ήταν αφιερωμένη στην εξωτερική πολιτική, περισσότερο συμφώνησε παρά διαφώνησε με τον Πρόεδρο Ομπάμα, εγκαταλείποντας παλαιότερες ακραίες θέσεις (για το Ιράν κ.ο.κ.).

Βέβαια, συχνά, πέρα από τους κεντρώους ψηφοφόρους, σημαντικό ρόλο παίζει και το ποσοστό της αποχής. Κάθε υποψήφιος καλείται να εκτελέσει με δεξιοτεχνία έναν πολιτικό ελιγμό: από τη μια πρέπει να απομακρυνθεί από την κομματική του βάση για να προσελκύσει τους εκτός κομματικών τειχών αναποφάσιστους και από την άλλη δεν θα πρέπει να απομακρυνθεί τόσο ώστε να απογοητεύσει τους κομματικούς οπαδούς, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση αυτοί δεν θα προσέλθουν να ψηφίσουν, χαρίζοντας τη νίκη στον αντίπαλο.

Ο Ρόμνεϊ φάνηκε αρχικά πως μπορούσε να κινδυνεύσει από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο μορμονισμός του θεωρήθηκε πολιτικό ρίσκο για τη θρησκευόμενη βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ενώ οι παλαιότερες πολιτικές απόψεις του, ως κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, είχαν λίγη σχέση με τη σημερινή κομματική ορθοδοξία νοτιότερα. Ωστόσο, η Αμερική πέρα από διαιρεμένη στη μέση είναι και πολιτικά εξαιρετικά πολωμένη. Η πόλωση αυτή ενισχύθηκε περαιτέρω από την εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία. Τόσο το χρώμα και η καταγωγή του όσο και οι αριστερόστροφες απόψεις του, που γαλουχήθηκαν στις γειτονιές της μεγαλούπολης του Σικάγου και που λίγη σχέση έχουν με τον κόσμο των προαστίων, της υπαίθρου, του νότου ή της άγριας δύσης, πυροδοτούν ακραίες αντιδράσεις στους κομματικούς του αντιπάλους. Έτσι, τελικά, ο Ρόμνεϊ δεν αντιμετώπισε πρόβλημα να κινητοποιήσει τη λαϊκή βάση των Ρεπουμπλικάνων, αν και δεν προέρχεται από αυτή, είναι μάλλον μετριοπαθής για τα δεδομένα της, και στερείται χαρίσματος. Αυτή η βάση είναι αποφασισμένη να κάνει ότι μπορεί για να απαλαγεί από τον Ομπάμα.

Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα έχουν ξεκάθαρα γεωγραφικά όρια. Η βορειοανατολική ακτή, βόρεια της πρωτεύουσας Ουάσινγκτον, 3-4 πολιτείες πέριξ των μεγάλων λιμνών, με άξονα το Ιλλινόις, η δυτική ακτή, μαζί με τη μέγα-πολιτεία της Καλιφόρνιας, και, σταδιακά, 2-3 νοτιο-δυτικές πολιτείες είναι «μπλε» και ψηφίζουν τους Δημοκρατικούς. Αντίθετα, ολόκληρος ο νότος, με εξαίρεση τη Φλόριδα, τη Βιρτζίνια και, ενίοτε, τη Βόρεια Καρολίνα (ούσες οι λιγότερο νότιες των νοτίων πολιτειών) και τα Βραχώδη Όρη είναι «κόκκινα» και ψηφίζουν τους Ρεπουμπλικάνους. Οι πόλεις ψηφίζουν δημοκρατικά, οι αγροτικές περιοχές και τα πλούσια προάστια ρεπουμπλικανικά. Οι μειονότητες ψηφίζουν δημοκρατικά (οι μαύροι σε ποσοστό κοντά στο 90%, οι ισπανόφωνοι πάνω από 60%) και οι λευκοί ρεπουμπλικανικά. Οι γυναίκες δημοκρατικά, οι άνδρες ρεπουμπλικανικά κ.ο.κ.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η προεδρική εκλογή δεν αφορά όλες τις πολιτείες. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία το τελικό αποτέλεσμα είναι απολύτως προβλέψιμο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον εκλογικό νόμο ο οποίος δίνει το σύνολο των εκλεκτόρων στον πρώτο, έστω κι αν αυτός κερδίσει με μια ψήφο διαφορά, οδηγεί στη μεγάλη αποχή και επικεντρώνει όλη την προεκλογική προσπάθεια σε μερικές μόνο αμφιταλαντευόμενες και γι’αυτό κρίσιμες πολιτείες. Σε αυτές κατευθύνεται η συντριπτική πλειοψηφία της διαφημιστικής δαπάνης και οι εμφανίσεις των υποψηφίων. Ο μέσος τηλεθεατής της Μασαχουσέτης ή του Τέξας θα μάθει για τις προεδρικές εκλογές από τις όποιες αναφορές στα δελτία ειδήσεων. Αντίθετα, ο τηλεθεατής του Οχάιο θα βομβαρδιστεί, στην κυριολεξία, από διαφημίσεις, συνήθως αρνητικές για τους δύο υποψήφιους.

Αυτή η εκλογή, όπως κάθε εκλογή στο πρόσφατο παρελθόν, θα κριθεί εκεί που τα δύο γεωγραφικά στρατόπεδα συναντώνται: α) καταρχήν, στο Οχάιο, όπου ο βορράς συναντά το νότο και η πολυπληθής βιομηχανική εργατική τάξη καλείται να διαλέξει ανάμεσα στο «οικονομικό συμφέρον» της που είναι με τους Δημοκρατικούς και στις συντηρητικές «ηθικές αξίες» της που είναι με τους Ρεπουμπλικάνους˙ β) στη Φλώριδα, η οποία αν και γεωγραφικά είναι η νοτιότερη όλων των πολιτειών, πολιτικά παραμένει η λιγότερο νότια από τις νότιες πολιτείες χάρη στη μετανάστευση από τον βορρά των φιλελεύθερων συνταξιούχων που αναζητούν να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στη ζέστη και οι οποίοι ψηφίζουν σε ποσοστό πολύ πάνω από το μέσο όρο. Ειδικά στη Φλώριδα, το αποτέλεσμα φαίνεται πως θα κρίνει μία κομητεία, αυτή του Παλμ Μπητς βορείως του Μαϊάμι˙ και, γ) στη Βιρτζίνια, η οποία αν και νότια πολιτεία, γειτνιάζει με τη υπερ-φιλελεύθερη ομοσπονδιακή πρωτεύουσα της Ουάσινγκτον, της οποίας τα πυκνοκατοικημένα προάστια εντός της Βιρτζίνιας εξισορροπούν τη συντηρητικότητα των νοτιότερων κομητειών της πολιτείας.

Άλλες παρόμοιες σχετικά αμφίρροπες πολιτείες, μικρότερες σε μέγεθος και γι’αυτό λιγότερο σημαντικές, είναι το Νιού Χάμσαιρ, η πιο συντηρητική πολιτεία της περιοχής της «Νέας Αγγλίας» που αν δεν είχε ψηφίσει τον Τζορτζ Μπους το 2000 θα είχε εκλεγεί ο Αλ Γκορ, το Ουισκόνσιν, μια πολιτεία αρκετά φιλελεύθερη με παράδοση, ωστόσο, στις εναλλακτικές και απρόβλεπτες επιλογές, η Άιοβα, που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με του Οχάιο ως μια προέκταση της «μεσοδύσης» στα δυτικά, η Νεβάδα και το Κολοράντο, αμφότερες νοτιοδυτικές πολιτείες κοντά στο Μεξικό με έντονη μετανάστευση τόσο φιλελεύθερων στρωμάτων από τη δυτική ακτή όσο και ισπανόφωνων από το Μεξικό, και η Βόρεια Καρολίνα, που επηρεάζεται από τη γειτονική Βιρτζίνια. Τελικά, το πιθανότερο είναι οι 18 εκλέκτορες του Οχάιο να κρίνουν το αποτέλεσμα, όπως και το 2004, επιβεβαιώνοντας την παράδοση από το 1964 που θέλει τη συγκεκριμένη πολιτεία να πηγαίνει πάντα με τον νικητή. Η βοήθεια που πρόσφερε ο Ομπάμα στην τοπική αυτοκινητοβιομηχανία, χάρη στην οποία αυτή ανέκαμψε στη συνέχεια θεαματικά, ίσως σταθεί το κλειδί για την επανεκλογή του.

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ

Το εκλογικό αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, δεν πρόκειται να επιλύσει το πρόβλημα κυβερνησιμότητας που κατατρέχει την Αμερική, ολοένα και περισσότερο, τις τελευταίες δεκαετίες. Ενδεχομένως, μάλιστα, να το επιδεινώσει. Αν επανεκλεγεί ο Ομπάμα, που είναι και οριακά το πιθανότερο, θα έχει να αντιμετωπίσει μία εχθρική Βουλή των Αντιπροσώπων που θα κυριαρχείται από τους ακραίους μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων. Ενδεχομένως, οι Δημοκρατικοί να καταφέρουν να διατηρήσουν οριακά την πλειοψηφία στη Γερουσία, εξαιτίας των ατυχέστατων επιλογών μερικών υποψηφίων από τους Ρεπουμπλικάνους, κάτι που φαίνεται πως θα τους στοιχίσει μια-δυο πολύτιμες έδρες. Ακόμα κι έτσι, οι Δημοκρατικοί θα απέχουν πολύ από τις 60 έδρες που είναι απαραίτητες στη Γερουσία για να επιταχύνουν τη νομοθετική διαδικασία και να εξουδετερώνουν την κωλυσιεργία των αντιπάλων τους.

Εάν κερδίσει ο Ρόμνεϊ, μένει να αποδειχτεί ποιός Ρόμνεϊ εξελέγη; Ο ακραίος υποψήφιος των προκριματικών που δήλωνε ότι είναι «υπερ-συντηρητικός» ή ο κεντρώος επιχειρηματίας από τη Μασαχουσέτη; Το πιθανότερο είναι ότι ο ίδιος είναι πιο κοντά στον πραγματιστή κυβερνήτη παρά στον ιδεολόγο υποψήφιο. Όμως, το πώς θα πολιτευθεί εξαρτάται και από τις εκλογές στο Κογκρέσο. Αν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν και τη Γερουσία, κι έτσι καταφέρουν να ελέγξουν και τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, τότε πολλές φιλελεύθερες κατακτήσεις και κοινωνικές δαπάνες κινδυνεύουν.

Όπως είναι γνωστό, οι εκλογές στη Γερουσία αφορούν το ένα τρίτο των μελών της κάθε φορά και οι γερουσιαστές εκλέγονται για έξι χρόνια. Οι γερουσιαστές που μάχονται το 2012 για την επανεκλογή τους είχαν εκλεγεί το 2006, χρονιά θριάμβου για τους Δημοκρατικούς, και, κατά συνέπεια, οι Δημοκρατικοί έχουν πολύ περισσότερες έδρες να χάσουν από τους Ρεπουμπλικάνους. Οι λιγοστοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές που κατεβαίνουν στις εκλογές προέρχονται από ακραιφνείς Ρεπουμπλικανικές περιφέρειες μιας και είναι αυτοί που επέζησαν του Δημοκρατικού τσουνάμι του 2006. Όμως, και στην περίπτωση που κερδίσουν την πλειοψηφία οι Ρεπουμπλικάνοι, είναι βέβαιο ότι οι Δημοκρατικοί θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσουν για δύο χρόνια, μέχρι τις εκλογές του 2014, τις όποιες αλλαγές.

Το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα εμφανίζεται εξαιρετικά προβληματικό και ανίκανο να δώσει λύσεις σε χρόνια προβλήματα της Αμερικανικής κοινωνίας. Το βασικό πρόβλημα της Αμερικής σήμερα είναι πολιτικό και αφορά τη δυσλειτουργία της κεντρικής εξουσίας. Αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, συν τω χρόνω, εξαφανίστηκαν οι μετριοπαθείς νομοθέτες που μπορούσαν να συνεργαστούν μεταξύ τους ξεπερνώντας τους κομματικούς διαχωρισμούς και κυριάρχησαν οι ακραίοι και των δύο πλευρών. Αυτό έχει να κάνει με τη διάδοση των προκριματικών εκλογών, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, που μετέφερε την εξουσία από τα κομματικά επιτελεία στη λαϊκή βάση των κομμάτων, αλλά και με την επαναχάραξη των εκλογικών περιφερειών με στόχο την ενίσχυση της μίας ή της άλλης κομματικής πλειοψηφίας. Χάρη στη νέα τεχνολογία που παρέχει ακρίβεια στην εκλογική αποτύπωση μιας περιοχής, δημιουργήθηκαν συμπαγείς εκλογικές περιφέρειες, όπου κυριαρχούν απόλυτα είτε οι Ρεπουμπλικάνοι είτε οι Δημοκρατικοί. Αποτέλεσμα είναι οι περισσότερες έδρες της Βουλής να μην κρίνονται στις εκλογές αυτές καθεαυτές αλλά στις προκριματικές. Σε αυτές ψηφίζουν οι πιο φανατικοί της κομματικής βάσης και εκλέγουν αντίστοιχους υποψήφιους.

Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Πέρα, ωστόσο, από αυτές τις αλλαγές που αφορούν και τα δύο κόμματα αξίζει να σημειωθεί ότι μια ακόμα βασική αιτία για τη δυσλειτουργία του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος είναι η μετάλλαξη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος από εκπρόσωπο των παλιών επιχειρηματικών αστικών στρωμάτων σε εκφραστή της φοβικής και λαϊκιστικής «αγανάκτησης» της φθίνουσας λευκής (και μάλιστα ανδρικής) πλειοψηφίας που αντιδρά στην αθρόα έλευση των μεταναστών και την κάμψη των «παραδοσιακών αξιών» της Αμερικανικής κοινωνίας. Η μετάλλαξη αυτή σε κόμμα διαμαρτυρίας από κόμμα διακυβέρνησης, με όλη την απώλεια σε πραγματισμό που αυτή συνεπάγεται, αφορά κυρίως τη Βουλή και όχι τη Γερουσία ή τις Πολιτείες. Έτσι όμως έχει καταστήσει τη νομοθέτηση, ακόμα και για κρίσιμα ζητήματα όπως η αύξηση του ορίου δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου ή η αποφυγή του δημοσιονομικού στραγγαλίσματος της οικονομίας με τη λήξη σειράς φοροαπαλλαγών στο τέλος του 2012, εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Οι συνέπειες αυτής της δυσλειτουργίας δεν επηρεάζουν μόνο τις ΗΠΑ αλλά αφορούν και όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι Δημοκρατικοί παλεύουν να αποτινάξουν τη ρετσινιά του αλαζονικού ελιτισμού, του κοσμοπολιτισμού και του μειωμένου πατριωτισμού και του προστάτη όσων «νέμονται» το δημόσιο ταμείο.

Αντικρουόμενες μακροπρόθεσμες κοινωνικές αλλαγές ευνοούν το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Η δημογραφική αλλαγή βοηθά τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι αφού κέρδισαν την Καλιφόρνια (την πατρίδα του Νίξον και του Ρέιγκαν), χάρη στην αύξηση του αριθμού των μη λευκών ψηφοφόρων, διεισδύουν στις όμορες νοτιοδυτικές πολιτείες. Η πτώση της μεταποίησης, η άνοδος της νέας οικονομίας των υπηρεσιών, που είναι πολύ λιγότερο συνδικαλισμένη από τη βιομηχανική οικονομία του παρελθόντος και η τελευταία (από τις πολλές στην ιστορία των ΗΠΑ) άνοδος της Χριστιανικής θρησκευτικότητας που έχει σαφή συντηρητικό προσανατολισμό (σε αντίθεση με περιπτώσεις στο παρελθόν όταν ο πολιτικοποιημένος Χριστιανισμός πρότασσε τη χειραφέτηση των μαύρων και τη διεύρυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) ευνοεί τους Ρεπουμπλικάνους.

Η πρώτη διετία του Ομπάμα στην εξουσία είναι εξαιρετικά διδακτική. Αν τότε, μεταξύ Ιανουαρίου 2009 και 2011, όταν ήλεγχε και τα δύο νομοθετικά σώματα και οι αντίπαλοί του προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους από τις πρόσφατες ήττες του, ο Αμερικανός Πρόεδρος δυσκολεύτηκε και στους περισσότερους τομείς απέτυχε να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, είναι ουτοπικό να περιμένει ότι θα τα καταφέρει στη δεύτερη θητεία του ή ο Ρόμνεϊ, του οποίου η νίκη θα αποτελεί περισσότερο καταψήφιση του Ομπάμα παρά υπερψήφιση της δικής του ατζέντας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Σύμφωνα με την τράπεζα δεδομένων και στατιστικών του ΔΝΤ (http://www.imf.org).
[2] Βλ. http://www.globalfirepower.com.
[3] Βλ. το πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις εκλογές του 2012, http://www.gop.com/2012-republican-platform_home.
[4] Βλ. http://www.usgovernmentspending.com.
[5] Δημήτρης Καιρίδης, Η Αμερικανική εξωτερική πολιτική και η συντηρητική αντεπανάσταση, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2009.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr