Τριπλή ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τριπλή ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο

Η μεταπολεμική σημασία της Μεσογείου και το νέο στρατηγικό περιβάλλον
Περίληψη: 

Ο γεωγραφικός χώρος της Ανατολικής Μεσογείου έχει στρατηγική σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που επιφέρει θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στα ευρύτερα συμφέροντα του ελληνισμού. Όμως, τρεις πρόσφατες γεωστρατηγικής εμβέλειας εξελίξεις, εφόσον τύχουν του κατάλληλου χειρισμού, μπορούν να κάνουν για πρώτη φορά, μεταπολεμικά, την Ελλάδα και την Κύπρο να γίνουν αυθέντες στα του οίκου τους και διαμορφωτές πολιτικής.

Ο ΜΑΡΙΟΣ Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κατά τη συμβατική σοφία, στα πενήντα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε ένα κεντρικό μέτωπο ιδεολογικο-στρατηγικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο κόσμους – του Δυτικού, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, και του Ανατολικού, υπό την ηγεμονία της ΕΣΣΔ. Και το μέτωπο αυτό βρισκόταν στη διχοτομημένη Γερμανία, με απόλυτο σύμβολό του το μοιρασμένο Βερολίνο με το περιβόητο τείχος του.
Όλες οι υπόλοιπες περιοχές του κόσμου θεωρούνται ήσσονος σημασίας μπροστά στο διακύβευμα της Ευρώπης.

Η θέση αυτή, αν και σχεδόν καθολικά αποδεκτή, δεν αποτύπωνε τα πραγματικά δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Ηνωμένων Πολιτειών, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την ευρύτερη Μέση Ανατολή, την οποία θεωρώ ισότιμο με την Δυτική Ευρώπη «ψυχροπολεμικό» μέτωπο. Και αυτό προκύπτει μέσα από την ενδελεχή μελέτη των μεταπολεμικών αμερικανικών σχεδιασμών για τον ευρύτερο αυτό γεωγραφικό χώρο.

Στέκομαι στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, διότι όσο στρατιωτικά ισχυρή και ιδεολογικά θελκτική να ήταν η μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, που ήταν, το μεταπολεμικό στρατηγικό περιβάλλον διαμορφώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Την μεταπολεμική περίοδο οι ΗΠΑ υπερτερούσαν σε ισχύ και σε άλλα πλεονεκτήματα όλου του υπόλοιπου κόσμου και υλοποιούσαν μια υψηλή στρατηγική, ή μακροστρατηγική, για τη διαμόρφωση και διαχείριση του παγκόσμιου στρατηγικού περιβάλλοντος. Κατά τον ιστορικό του Ψυχρού Πολέμου, Melvyn Leffler, συγγραφέα του εμβληματικού έργου A Preponderance of Power: National Security, The Truman Administration, and the Cold War (Stanford,1992), το οποίο δεν έχει, δυστυχώς, μεταφρασθεί στα ελληνικά, οι ΗΠΑ είχαν στη διάθεσή τους, μεταπολεμικά, «υπέρμετρη ισχύ». Και την εξασκούσαν με ιδιαίτερη στρατηγική επιμέλεια.

Η μεταπολεμική μακροστρατηγική των ΗΠΑ εκφράσθηκε με διάφορα πολυμερή και διμερή εργαλεία και συνθήκες και αποτυπώθηκε, επίσημα, με την κορυφαία απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της διακυβέρνησης του Προέδρου Τρούμαν το 1950, γνωστή ως National Security Council [Decision] Αρ.68 (NSC-68).

Το μακροσκελές και κυριολεκτικά εκπληκτικό αυτό ντοκουμέντο (πλησιάζει τις 80 σελίδες), που δεν αποχαρακτηρίσθηκε ολοκληρωτικά μέχρι το 1999 (και τούτο μόνο για να τιμηθεί ο συντονιστής/επιμελητής και εν πολλοίς συγγραφέας του, Paul Nitze), καταγράφει με περισσή ειλικρίνεια την ηγεμονική στρατηγική που οι ΗΠΑ όφειλαν να εφαρμόσουν μεταπολεμικά, ανεξάρτητα της ύπαρξης ή όχι της ιδεολογικο-στρατηγικής πρόκλησης της Σοβιετικής Ένωσης. Και η διαχρονικότητα της στρατηγικής αυτής απεδείχθη πανηγυρικά όταν η εφαρμογή της φιλοσοφίας του NSC-68 συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή του κομμουνισμού, ήταν μόνο ένα από τα ζητούμενα του NSC-68 το 1950 και όχι το κυρίαρχο. Το κυρίαρχο ήταν η παγκόσμια ηγεμονία. Και ακριβώς η παραδοχή αυτή αποτυπώνεται επίσης με περισσή ειλικρίνεια στο σχεδόν εξίσου εκπληκτικό ντοκουμέντο – προσχέδιο του Αμερικανικού Πενταγώνου, Defense Planning Guidance (DPG) του 1992, αποσπάσματα του οποίου διαρρεύσαν στον αμερικανικό Τύπο (The New York Times).

Συνοπτικά, ήδη από το 1944 και με τη Συμφωνία του Bretton Woods, οι ΗΠΑ έθεσαν τα θεμέλια για την μεταπολεμική τους οικονομική ηγεμονία.

Ακολούθησαν διμερείς συμφωνίες, το πλανητικό Δόγμα Τρούμαν, το ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ και άλλες πολυμερείς συμφωνίες με αποκορύφωμα την ευρωκεντρική πολιτική συμμαχία του ΝΑΤΟ του 1949.

Χαρακτηριστικά, ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Βρετανός Λόρδος Ισμέι, όρισε με απόλυτη ευστοχία το ΝΑΤΟ ως έναν οργανισμό, στρατηγικός στόχος του οποίου ήταν (είναι και παραμένει) «to keep the Russians out [of Europe], to keep the Americans in [Europe] and to keep the Germans down [in Europe]». Στο ΝΑΤΟ έχουμε το απόλυτο, πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως στρατιωτικό, εργαλείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την εν μέρει εφαρμογή της μεταπολεμικής τους ηγεμονίας.
Εξ’ ου και το ΝΑΤΟ δε διαλύθηκε μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Αντίθετα διευρύνθηκε και μετατράπηκε σε «πλανητικό», αφού πλανητικές ήταν και παραμένουν οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των ΗΠΑ.

Μια βασική συνιστώσα της αμερικανικής μακροστρατηγικής, που αποτυπώνεται τόσο στο NSC-68 όσο και στο DPG 1992, αλλά που προϋπάρχει και χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν έχουμε την ανάρρηση των ΗΠΑ ως Μεγάλη Δύναμη, είναι ότι κανένα άλλο κράτος ή συνασπισμός κρατών δεν πρέπει να αποκτήσει μόνο του, μέσω κατακτήσεων ή συνασπισμών, τέτοια μορφή ισχύος ώστε να μπορεί, έστω και δυνητικά, να απειλήσει το αμερικανικό δυτικό ημισφαίριο, δηλαδή τις ΗΠΑ (προπομπός της αντίληψης αυτής υπήρξε το Δόγμα Μονρόε του 1823!).

Γεωπολιτικά, η αμερικανική αυτή θέση εκφράσθηκε με τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν για να διατηρηθεί ο κατακερματισμός της «Ευρασίας» και η μη ηγεμόνευσή της από τη Γερμανία, η οποία, με τη σειρά της, θα μπορούσε να απειλήσει τις ΗΠΑ, τις οποίες οι πρόεδροι Γουίλσον και Ρούσβελτ ενέπλεξαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.

Η αμερικανική στρατηγική της ανάσχεσης (containment) της Σοβιετικής Ένωσης, με την τελευταία να κατέχει μεταπολεμικά πλεονεκτική θέση για τον έλεγχο της «Ευρασίας» και να καθίσταται, έτσι, απειλή για την Αμερική, αποσκοπούσε στην ακύρωση αυτού ακριβώς του ενδεχομένου.

Είναι εδώ ακριβώς που υπεισέρχεται η στρατηγική σημασία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, που, όπως θα υποστηρίξω παρακάτω ως μέρος των επιχειρημάτων μου, αποτελούν ένα ενιαίο πολεμικό θέατρο για στρατηγικής σημασίας ανταγωνισμούς και πολέμους.