Προβλήματα και προϋποθέσεις για τον ενεργειακό άξονα Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προβλήματα και προϋποθέσεις για τον ενεργειακό άξονα Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ

Ποιες εξελίξεις θα τρέξουν μέσα στο 2013
Περίληψη: 

Οι ενεργειακές προτεραιότητες του Ισραήλ και της Κύπρου για το 2013 αλλάζουν καθώς τα στοιχεία για τα αποθέματα υδρογονανθράκων στα «οικόπεδα» της Μεσογείου δίνουν ολοένα και πιο ακριβή αποτελέσματα. Αναλόγως μεταβάλλεται και η εμπλοκή της Ελλάδας στη νέα γεωπολιτική της ενέργειας της Ν.Α. Μεσογείου.

Ο Δρ.ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι Senior Analyst στο Middle East Economic Survey & Επικεφαλής του Προγράμματος Γεωπολιτικής της Ενέργειας στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

Η ξαφνική άνθιση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων που ακολούθησε το αιματηρό επεισόδιο του πλοίου Mavi Marmara (Ιούνιος 2010) και τον καθορισμό της κυπρο-ισραηλινής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) τον Δεκέμβριο του 2010, δημιούργησε την εντύπωση ότι μια μικρή διπλωματική επανάσταση βρισκόταν προ των πυλών. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι οι πλέον ακραίοι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι οι παραδοσιακές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου με τον αραβικό κόσμο ήταν πλέον απαρχαιωμένες αν όχι σχεδόν κενές περιεχομένου.

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, που επικρατούσε σε κύκλους συνεργατών του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, η βασική προτεραιότητα της νέας ελληνικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή σχετιζόταν με τη δημιουργία μιας ελληνοϊσραηλινής στρατηγικής συμμαχίας που θα επέτρεπε στην Κύπρο να αναπτύξει τους υδρογονάνθρακες (Υ/Α) της ΑΟΖ της, παρά τις όποιες τουρκικές αντιδράσεις, έστω και εάν αυτό συνεπαγόταν την απώλεια της διπλωματικής υποστήριξης ορισμένων αραβικών κρατών. Παράλληλα, σημαντικό μέρος αυτών των Υ/Α θα εξάγονταν μέσω Ελλάδος στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, κατά προτίμηση μέσω ενός αγωγού φυσικού αερίου που θα συνέδεε τα τρία μεσογειακά κράτη.

Μολονότι η Ελλάδα και κυρίως το Ισραήλ προστάτευσαν την Κύπρο έναντι των απειλών της Τουρκίας όταν διεξαγόταν (Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 2011) η διερευνητική γεώτρηση της Noble που οδήγησε στην ανακάλυψη του πεδίου της Αφροδίτης, οι οραματισμοί μιας στρατηγικής συμμαχίας αποδείχθηκαν μάλλον υπερβολικοί. Οι διπλωματικές επαφές αυξήθηκαν, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις πολλαπλασιάστηκαν και η ροή των ισραηλινών τουριστών στην Ελλάδα διογκώθηκε, αλλά η συμμαχία στρατηγικών διαστάσεων δεν προέκυψε.

Η αδυναμία του Ισραήλ να αποφασίσει το πόσες ακριβώς ποσότητες αερίου θα εξάγει, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου (Νοέμβριος 2011) και την ανικανότητα της Τουρκίας να αποτρέψει τη συμμετοχή μεγάλων διεθνών και ευρωπαϊκών εταιριών στην ανάπτυξη των κυπριακών αποθεμάτων, συνέβαλλαν στη μερική αναθεώρηση της αρχικής προσέγγισης αναφορικά με τις ευκαιρίες που προσέφερε η ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση. Αυτή η αναθεώρηση προσέθεσε ένα μεγαλύτερο βαθμό διπλωματικής ευελιξίας στην αναπτυσσόμενη τριγωνική σχέση.

Στο πλαίσιο αυτό, παρά την αντίθεση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, η Ελλάδα και η Κύπρος ψήφισαν υπέρ της αναβάθμισης του διπλωματικού καθεστώτος της Παλαιστινιακής Αρχής στον Ο.Η.Ε. (Νοέμβριος 2012) αλλά και την ένταξη της Παλαιστίνης ως κράτους-μέλους της UNESCO (Οκτώβριος 2011), ενώ παράλληλα συνέχισαν να προωθούν την ενεργειακή τους συνεργασία με το Ισραήλ τόσο σε διμερές όσο και σε τριμερές επίπεδο. Στις αρχές του 2013 η αναπτυσσόμενη τριγωνική σχέση Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ ομοιάζει περισσότερο με μια συστηματική, πλήν ευέλικτη, ευθυγράμμιση των κοινών ενεργειακών συμφερόντων που ενώνουν τις τρεις μεσογειακές χώρες, και λιγότερο με μια μορφή γεωστρατηγικού άξονα, ο οποίος συνήθως προϋποθέτει και την ύπαρξη υποχρεώσεων στρατιωτικής συμμαχίας.

Το κατά πόσον η παρούσα τριγωνική σχέση θα εμβαθυνθεί σε σημείο που να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας στρατηγικής συμμαχίας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο το Ισραήλ και η Κύπρος θα καθορίσουν τις ενεργειακές τους προτεραιότητες μέσα στο 2013. Εαν το Ισραήλ αποφασίσει να μην εξάγει καθόλου φυσικό αέριο μέσω της Κύπρου ή εάν η Κύπρος ανακαλύψει και νέα πεδία ανάλογου μεγέθους με αυτό της «Αφροδίτης» τότε η αναγκαιότητας μίας κυπρο-ισραηλινής σύμπραξης στον εξαγωγικό τομέα θα μειωθεί σημαντικά.

Η ΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ

Με την επανεκλογή του Βενιαμίν Νετανιάχου στην πρωθυπουργία του Ισραήλ, το 2013 αποτελεί το έτος «κλειδί» για την οριστικοποίηση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής φυσικού αερίου της χώρας. Μέσα στο 2012 η διυπουργική επιτροπή που συστήθηκε υπό τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Ενέργειας & Υδάτων Shaul Zemach κατέληξε σε δύο διαμετρικά αντίθετες εκδοχές στρατηγικής (Απρίλιος και Αύγουστος 2012) που ωστόσο κατέληξαν να προτείνουν (Σεπτέμβριος 2012) ένα ρυθμιστικό πλαίσιο απολύτως ενθαρρυντικό για τις εξαγωγές φυσικού αερίου. Παρά τις πιέσεις της de facto μονοπωλιακής βιομηχανίας του Ισραήλ που ουσιαστικά κυριαρχείται από τη Noble και τις δύο θυγατρικές του ομίλου Delek, την Delek Drilling και την Avner Oil & Gas, η κυβέρνηση Νετανιάχου δεν μπόρεσε να προχωρήσει στην ταχεία αποδοχή των προτάσεων της τελικής έκθεσης Zemach λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών στις 16 Οκτωβρίου 2012.

Η δυναμική αποδοχής των προτάσεων Zemach οι οποίες προβλέπουν την εξαγωγή έως και 500 δισ. κυβικών μέτρων (εφεξής ΔΚΜ) αερίου μέχρι το 2038, φάνηκε να ενισχύεται σημαντικά από τη συμφωνία συμμετοχής της αυστραλιανής Woodside έναντι 2,5 δισ. δολαρίων στην ανάπτυξη του πεδίου Λεβιάθαν τον Δεκέμβριο του 2012. Φημολογείται, άλλωστε, έντονα στο Ισραήλ ότι η αυστραλιανή εταιρία έλαβε τις προσωπικές διαβεβαιώσεις του Νετανιάχου ότι θα εγκριθούν οι προτάσεις της επιτροπής Zemach, που σε τελική ανάλυση διαμορφώθηκαν υπό την ασφικτική πίεση του ιδίου του ισραηλινού πρωθυπουργού, πρίν προχωρήσουν στην επένδυση του Λεβιάθαν.

Η αναμενόμενη έναρξη, τον Απρίλιο του 2013, της παραγωγής αερίου από το πεδίο Ταμάρ, τρείς μάλιστα μήνες πρίν από την αρχική προθεσμία, ενίσχυσε έτι περαιτέρω την πολιτική επιρροή των Noble/Delek που αποτελούν και τους βασικούς εταίρους της κοινοπραξίας εκμετάλλευσης του Λεβιάθαν. Με βάση τα ανωτέρω, η μετατροπή των προτάσεων Zemach σε νόμο του κράτους θα έπρεπε να θεωρείται λίγο πολύ δεδομένη παρά την πολιτική ισχύ των οικολογικών οργανώσεων του Ισραήλ σε τοπικό επίπεδο αλλά και τη θεσμική αντίσταση του υπουργείου Περιβαλλοντικής Προστασίας, το οποίο ηγείται της προσπάθειας πολλαπλών κέντρων επιρροής (εντός και εκτός της κυβέρνησης) να υπάρξουν είτε ελάχιστες είτε πολύ περιορισμένες εξαγωγές αερίου.