Γιατί παραιτήθηκε ο Λιβανέζος Νατζίμπ Μικάτι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί παραιτήθηκε ο Λιβανέζος Νατζίμπ Μικάτι

Η Χεζμπολάχ κάνει την κίνησή της
Περίληψη: 

Πριν από τρεις εβδομάδες, ο πρωθυπουργός του Λιβάνου παραιτήθηκε κάτω από την επιτίμηση της Χεζμπολάχ. Το κόμμα προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση του στον Λίβανο, δεδομένου ότι δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει στον Σύριο σύμμαχό του, τον Μπασάρ αλ-Άσαντ. Αλλά η Χεζμπολάχ θα πρέπει να γνωρίζει από τώρα ότι δεν θα είναι σε θέση να κυβερνήσει τον Λίβανο μόνη της ή με σιδηρά πυγμή.

Ο BILAL Y. SAAB είναι γενικός διευθυντής και επικεφαλής της έρευνας του Ινστιτούτου Στρατιωτικών Αναλύσεων της Βόρειας Αμερικής για την Εγγύς Ανατολή και τον Κόλπο (INEGMA).

Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Νατζίμπ Μικάτι προκάλεσε έκπληξη σε ελαχίστους όταν παραιτήθηκε την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, οδηγώντας την τεχνοκρατική κυβέρνηση που δημιούργησε με την ευλογία της Χεζμπολάχ πριν από δύο χρόνια, στην κατάρρευση. Αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της θητείας του Μικάτι φαίνεται ότι είχε γραφτεί πολύ πριν αναλάβει καθήκοντα τον Ιανουάριο του 2011. Ο Μικάτι, ο επιφανής σουνίτης πολιτικός και εκατομμυριούχος επιχειρηματίας με διεθνείς επαφές, ήξερε πολύ καλά ότι η Χεζμπολάχ, η οποία ελέγχει ουσιαστικά την κυβέρνηση του Λιβάνου, θα κάνει την ζωή του πολύ δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, δέχτηκε την πρόκληση, ίσως πιστεύοντας αφελώς ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι που κανένας άλλος πολιτικός δεν μπόρεσε να κάνει από τότε που ο πρώην πρωθυπουργός Ραφίκ Χαρίρι σκοτώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2005: να φέρει την σταθερότητα και την ομαλότητα σε μια χώρα που φαίνεται να είναι πάντα στα πρόθυρα της θρησκευτικής σύγκρουσης. Στο τέλος, όμως, ούτε ο ίδιος τα κατάφερε.

Για την εκπλήρωση του φιλόδοξου σχεδίου του, ο Μικάτι προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μετριοπαθές κέντρο στην λιβανέζικη πολιτική, που θα μπορούσε να μεσολαβήσει στη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ της Χεζμπολάχ, του κόμματος που κατηγορείται για την δολοφονία του Χαρίρι και του Σαάντ Χαρίρι, του γιου τού Ραφίκ και πρωθυπουργού μεταξύ 2009 και 2011. Έπεισε τον Μισέλ Σουλεϊμάν, τον εν ενεργεία πρόεδρο, και τον Ουαλίντ Τζουμπλάτ, τον ηγέτη των ισχυρών Δρούζων, να ενταχθούν στον συνασπισμό του. Στην συνέχεια, για μεγαλύτερη αξιοπιστία, ο Μικάτι ζήτησε πολιτική στήριξη από περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία. Ακόμα και το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, διεξάγουν έναν ψυχρό πόλεμο στην Μέση Ανατολή (συχνά μέσω ενεργούμενων σε λιβανικό έδαφος), έδωσαν τις ευλογίες τους για το σχέδιο του Μικάτι.

Από την πλευρά της, η Χεζμπολάχ, το κυρίαρχο κόμμα στην πολιτική του Λιβάνου από την εποχή της δολοφονίας του Ραφίκ Χαρίρι και της αναγκαστικής αποχώρησης της Συρίας λίγο αργότερα, έκρινε ότι θα μπορούσε να ανεχτεί τον Μικάτι ως επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου για όσο διάστημα δεν περνούσε καμία από τις κόκκινες γραμμές που απειλούσαν την ασφάλεια της ίδιας της Χεζμπολάχ. Βέβαια, το σιιτικό κόμμα εξακολουθούσε να φέρνει τον Μικάτι συχνά σε δύσκολη θέση. Πρώτον, το 2011 οι ηγέτες της Χεζμπολάχ απέρριψαν τις εκκλήσεις ώστε ο Λίβανος να υποστηρίξει το ειδικό δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών για την δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι. Ο Μικάτι απείλησε να παραιτηθεί αν η Χεζμπολάχ συνέχιζε να στέκεται εμπόδιο. Χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση, η Χεζμπολάχ αποφάσισε να μειώσει τις ζημίες της και συμφώνησε να συνεργαστεί, παρά το γεγονός ότι ο διεθνής οργανισμός ήταν έτοιμος να την εμπλέξει στην δολοφονία του Χαρίρι.

Στη συνέχεια, ήρθε η δολοφονία του Γουισάμ αλ - Χασάν τον Οκτώβριο του 2012, του διευθυντή της υπηρεσίας πληροφοριών των εσωτερικών δυνάμεων ασφαλείας του Λιβάνου (το «στρατόπεδο» Χαρίρι πιστεύει ότι η Χεζμπολάχ και η Συρία είναι πίσω από την δολοφονία). Με δεσμούς με την οικογένεια Χαρίρι και την Σαουδική Αραβία, ο αλ – Χασάν ήταν μια σημαντική φυσιογνωμία στην σουνιτική θρησκευτική πολιτική του Λιβάνου. Ήταν, στην πραγματικότητα, ο «τσάρος» των κρατικών πληροφοριών, ο άνθρωπος που ήξερε τα πιο βαθιά μυστικά του κράτους. Υποτίθεται ότι ένα από αυτά τα μυστικά ήταν τα αποδεικτικά στοιχεία για ένα κύμα δολοφονιών από την Χεζμπολάχ εναντίων ατόμων αντίθετων με την Συρία, ξεκινώντας με τον Ραφίκ Χαρίρι το 2005. Και αυτή η πληροφορία τον έκανε στόχο. Το πολιτικό σοκ και η (περιορισμένη) θρησκευτική βία που ακολούθησε τον θάνατο του Χασάν έκανε τον Μικάτι να σκέφτεται σοβαρά να παραιτηθεί - ενημέρωσε ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο για την απόφασή του να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του. Όμως, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συμβούλεψαν τον Μικάτι να συνεχίσει τον αγώνα για χάρη της σταθερότητας του Λιβάνου. Έτσι έκανε, αλλά το πολιτικό κόστος του να κυβερνά σε μια κυβέρνηση που ελέγχεται από την αντιλαϊκή Χεζμπολάχ άρχισε να συσσωρεύεται. Στην κύρια βάση στήριξης του, που είναι οι σουνίτες, έχανε έδαφος.

Η Χεζμπολάχ έβαλε και ένα τρίτο «λιθαράκι» στα γεγονότα του τρέχοντος έτους, όταν ανακοίνωσε την αντίθεσή της στην παράταση της θητείας του Ασράφ Ριφί, του γενικού διευθυντή των εσωτερικών δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και στην δημιουργία ενός εποπτικού οργάνου για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Ο Ριφί, ο οποίος είναι πιστός στον Χαρίρι, πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί στις αρχές του επόμενου μήνα και η Χεζμπολάχ ανυπομονεί να τον δει να φεύγει. Φυσικά, για την Χεζμπολάχ, αυτό δεν έχει να κάνει με τον Ριφί, όσο με την εν εξελίξει μάχη μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Χαρίρι (και των περιφερειακών τους τοποτηρητών) σχετικά με τον έλεγχο της ασφάλειας του Λιβάνου και των υπηρεσιών πληροφοριών. Η Χεζμπολάχ ελέγχει την ασφάλεια του κράτους και έχει επιρροή στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Χαρίρι εξακολουθεί να διοικεί τις πιστές σε αυτόν υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας, ειδικά τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες απασχολούν σήμερα περισσότερους από 2.300 άτομα. Αν ο Ριφί φύγει, η Χεζμπολάχ ελπίζει ότι θα είναι σε θέση να τον αντικαταστήσει με έναν δικό της, τοποθετώντας έτσι όλους τους στρατηγικούς μοχλούς εξουσίας της χώρας στα χέρια της.