Η εξέλιξη του ανορθόδοξου πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξέλιξη του ανορθόδοξου πολέμου

Στασιαστές και αντάρτες από την Μεσοποταμία ως το Αφγανιστάν

Τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα των νομάδων φαίνεται να αντέχουν και μεταξύ των ανταρτών στο σύγχρονο κόσμο. Ακόμη και στους τελευταίους δύο αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων τα κράτη έγιναν πολύ πιο ισχυρά από όσο στην αρχαία ή τη μεσαιωνική περίοδο, οι αντάρτες συχνά κατάφεραν να τα ταπεινώνουν. Σκεφτείτε τις φυλές του Αφγανιστάν, που απογοήτευσαν το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το «παράδοξο των νομάδων» του Κένεντι είναι πραγματικά ένα παράδοξο των ανταρτών, και θέτει το ερώτημα πώς και γιατί ο ασθενέστερος φαίνεται να νικά τόσο συχνά τον ισχυρό. Η απάντηση βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση των τακτικών «χτύπα και φύγε», που εκμεταλλεύεται την κινητικότητα και την έκπληξη ώστε να καθίσταται δύσκολο για το ισχυρότερο κράτος να μετακινεί όλο του το βάρος προς υποστήριξη.

Οι αντάρτες συχνά παρουσιάζουν ένα ακόμη παράδοξο: ακόμα και οι πιο επιτυχημένοι επιδρομείς έχουν την τάση να στρέφονται σε συμβατικές τακτικές από τη στιγμή που σημειώνουν μεγάλη στρατιωτική επιτυχία. Οι Μογγόλοι τελικά μετατράπηκαν σε ημισυμβατικό στρατό υπό τον Τζένγκις Χαν και οι Άραβες προχώρησαν σε μια παρόμοια μεταμόρφωση. Πολεμούσαν με το παραδοσιακό στυλ των Βεδουίνων όσο το Ισλάμ εξαπλωνόταν σε όλη τη Μέση Ανατολή τον αιώνα μετά το θάνατο του Μωάμεθ, το 632. Αλλά, οι κατακτήσεις τούς οδήγησαν στη δημιουργία των χαλιφάτων των Ομαγιαδών και των Αββασιδών, δύο από τις μεγαλύτερες χώρες του μεσαιωνικού κόσμου, που αμύνονταν με συμβατικές δυνάμεις. Η τουρκική αυτοκρατορία, επίσης, προέκυψε από την κουλτούρα των επιδρομών από τις στέπες αλλά έφτιαξε έναν τρομερό συμβατικό στρατό, πλήρη, με πολύ πειθαρχημένους στρατιώτες-σκλάβους, τους γενίτσαρους. Ο νέος οθωμανικός στρατός κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη σε μια περιβόητη πολιορκία της πόλης το 1453 και, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, προχώρησε μέχρι τις πύλες της Βιέννης.

Γιατί νομάδες τόσο έμπειροι στην τακτική του ανταρτοπόλεμου καταφεύγουν σε συμβατικό πόλεμο; Κατ’ αρχήν, οι στόχοι τους γίνονται μεγαλύτεροι, κάτι που απαιτεί αλλαγή τακτικής. Έφιπποι τοξότες δεν θα μπορούσαν να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη. Ένα τέτοιο κατόρθωμα απαιτεί τους μηχανισμούς ενός κανονικού στρατού, συμπεριλαμβανομένης μιας παράταξης από 69 κανόνια, δύο εκ των οποίων είχαν περίπου 9 μέτρα μήκος και εκτόξευαν πέτρινες μπάλες που ζύγιζαν πάνω από μισό τόνο. Ούτε η γρήγορη κίνηση των φυλετικών μαχητών είναι πολύ χρήσιμη για την υπεράσπιση, τη διαχείριση και την αστυνόμευση των πρόσφατα κατακτημένων κρατών. Τα καθήκοντα αυτά, επίσης, απαιτούν έναν επαγγελματικό μόνιμο στρατό. Ένας ακόμη παράγοντας υπαγορεύει τη μετατροπή των νομάδων σε τακτικούς στρατιώτες: το στυλ του πολέμου που ασκείται από έφιππους τοξότες ήταν τόσο δύσκολο και απαιτητικό, που απαιτείτο συνεχής πρακτική από την παιδική ηλικία ενός τοξότη για να διατηρεί τις ικανότητές του. Μόλις οι νομάδες άρχιζαν να ζουν μεταξύ πιο τακτοποιημένων ανθρώπων, «έχαναν εύκολα τα ανώτερα ατομικά ταλέντα τους και την συνοχή της ομάδας τους», γράφουν οι ιστορικοί Mesut Uyar και Edward Erickson στο βιβλίο A Military History of the Ottomans. Αυτή ήταν μια αλλαγή που οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρόθυμοι να κάνουν. Μια τακτοποιημένη ζωή ήταν πολύ πιο εύκολη - και ασφαλέστερη.

Τα επιτεύγματα των νομάδων, αν και μεγάλα, ήταν ως επί το πλείστον φευγαλέα: με την εξαίρεση των Αράβων, των Τούρκων, των Μογγόλων και των Μαντσού, που αναμειγνύονταν με τις εγκατεστημένες κοινωνίες, οι νομάδες δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν σταθερούς θεσμούς. Οι νομαδικές αυτοκρατορίες γενικά κατέρρεαν μετά από μια ή δύο γενιές. Πρώην νομάδες που εγκαταστάθηκαν κάπου σταθερά, βρέθηκαν, κάπως ειρωνικά, να βασανίζονται από φρέσκα κύματα νομάδων και άλλων ανταρτών. Τέτοια ήταν η μοίρα των Μαντσού, οι οποίοι, ως κυβερνήτες της Κίνας, πολέμησαν τους Dzungar (ή δυτικούς Μογγόλους) στον δέκατο όγδοο αιώνα και προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τους αντάρτες Taiping στον πλέον θανατηφόρο πόλεμο του δέκατου ένατου αιώνα. Οι Taipings, με τη σειρά τους, προσπάθησαν να αναπτύξουν δικό τους πιο ισχυρό στρατό, μπερδεύοντας τη διάκριση μεταξύ συμβατικής και ανορθόδοξης σύγκρουσης. Από τότε, πολλοί εμφύλιοι πόλεμοι, μεταξύ των οποίων και εκείνος των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ 1861 και 1865, έχουν ενσωματώσει και τα δύο είδη μάχης.

ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ συμβατικού και ανορθόδοξου πολέμου έγινε πιο ξεχωριστή με την εξάπλωση των μόνιμων εθνικών στρατών μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Αυτή η διαδικασία, η οποία πήγε χέρι-χέρι με την ανάπτυξη των εθνών-κρατών, κορυφώθηκε κατά το δεύτερο μισό του δέκατου έβδομου αιώνα. Τότε εμφανίστηκαν ο πολλαπλασιασμός των στρατώνων για να στεγάσει τους στρατιώτες, οι εκπαιδευτές να τους εκπαιδεύουν, επαγγελματίες αξιωματικοί να τους καθοδηγούν, υπηρεσίες εφοδιασμού για την τροφοδοσία τους, εργοστάσια για να τους ντύνουν και να τους εξοπλίζουν καθώς και νοσοκομεία και γηροκομεία για να αναλάβουν τη φροντίδα τους.

Μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα, οι εχθροπραξίες στην Δύση είχαν φτάσει σε τόσο τυποποιημένα επίπεδα όσο σπάνια πριν ή μετά, με τους μοναρχικούς στρατούς να αντιμάχονται με περίπου παρόμοιο στυλ και να τηρούν παρόμοιους κανόνες συμπεριφοράς. Καμία αλλαγή δεν ήταν πιο σημαντική από την υιοθέτηση των τυποποιημένων στολών, πράγμα που σημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ στρατιωτών και πολιτών θα μπορούσε να διαπιστωθεί στη στιγμή. Μαχητές που επέμεναν να πολεμούν χωρίς στολές έγιναν ως εκ τούτου πιο εύκολα διακριτοί. Υφίσταντο ποινική δίωξη ως ληστές αντί να αντιμετωπίζονται ως στρατιώτες που δικαιούνται τις προστασίες των νεοεμφανιζόμενων πολεμικών νόμων.