Εγώ έφερα το ευρώ στην Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Εγώ έφερα το ευρώ στην Ελλάδα

... και θα το έκανα και πάλι
Περίληψη: 

Ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος ενέταξε την Ελλάδα στην κοινή νομισματική μονάδα ισχυρίζεται ότι τα προβλήματα της χώρας σήμερα δεν αποτελούν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της υιοθέτησης του ευρώ - και μπορούν να επιλυθούν χωρίς να την εγκατάλειψή του.

Ο ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής. Ήταν υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Ελλάδος από το 1994 έως το 2001.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε ατέλειες στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση που την κάνουν να φαίνεται περισσότερο ως ένα πολιτικό κατασκεύασμα παρά ένα συνεκτικό οικονομικό σχέδιο. Τα προβλήματα αυτά έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνα για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, που έχουν βρεθεί με μη ανταγωνιστικές εξαγωγές και τεράστιο χρέος.

Αλλά το ευρώ ήταν μια καλή ιδέα για την Ελλάδα όταν η χώρα αποφάσισε να προσχωρήσει και μπορεί ακόμα να σωθεί. Ως Έλληνας υπουργός Οικονομικών στο διάστημα 1994-2001, καθοδήγησα την ένταξη της χώρας μου στην κοινό νόμισμα - και μέχρι σήμερα, πιστεύω ότι ήταν η σωστή απόφαση.

Γιατί η Ελλάδα επιδίωκε να ενταχθεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση; Οι οικονομικές επιδόσεις στην Ελλάδα μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν κακές: αντιμετώπιζε αργή ανάπτυξη, υψηλό πληθωρισμό και ανεργία, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, αυξανόμενο χρέος, διολισθαίνον νόμισμα και ανεπαρκείς υποδομές. Η έλλειψη μακροοικονομικής πειθαρχίας από την κυβέρνηση και η τάση της να υποκύπτει στις λαϊκίστικες απαιτήσεις και τα κατεστημένα συμφέροντα, αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής αδυναμίας της χώρας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 παγίωσε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και προώθησε την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά απέτυχε να εκσυγχρονίσει την ελληνική οικονομία.

Στο μυαλό της προοδευτικής ελίτ της χώρας, η ένταξη στην οικονομική και νομισματική ένωση φαινόταν η ιδανική λύση για τα δημοσιονομικά δεινά της Ελλάδας. Η θεωρία ήταν ότι οι κοινοί κανόνες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα επιβράβευσης και πειθαρχίας που θα οδηγούσε το πολιτικό σύστημα στο να ακολουθήσει μακροπρόθεσμους στόχους όπως η παραγωγικότητα και η αύξηση της απασχόλησης, και συνεπώς θα ανταποκρινόταν στις πραγματικές ανάγκες της χώρας.

Αρχικά, τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σύμφωνα με το σχέδιο. Κατά την περίοδο της προσχώρησης της Ελλάδας στο ευρώ, 1994 - 2000, η οικονομία της σταθεροποιείτο ραγδαία, καθώς τόσο ο πληθωρισμός όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκαν δραστικά. Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές έγιναν πιο σίγουροι, οι επενδύσεις αυξήθηκαν και η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα πακέτο φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα αυξήθηκε από -1.6% το 1993 σε σχεδόν 4% το 1997 και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο μέχρι το 2007.

Περίπου πριν από δέκα χρόνια, ωστόσο, τα πράγματα πήραν μια στροφή προς το χειρότερο. Ο υπερβολικός δανεισμός της Αθήνας δημιούργησε μια πιστωτική φούσκα, που έσπασε όταν η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση αντέστρεψε τις θετικές τάσεις των παγκόσμιων οικονομικών επιδόσεων.

Τι πήγε στραβά; Μια συνήθης απάντηση είναι ότι η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν κατάλληλη για την ευρωζώνη ούτως η άλλως, και ότι χρειαζόταν να «μαγειρευτούν» τα οικονομικά στατιστικά για να εξασφαλίσει την ένταξη της. Πράγματι, αρκετά χρόνια μετά την προσχώρησή της, το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα για το 1999 αποδείχθηκε ότι ήταν υψηλότερο από το 3% του ΑΕΠ που απαιτείται για την συμμετοχή στο ευρώ. Αλλά αυτή η αναθεώρηση των στατιστικών δεν δείχνει από μόνη της εσκεμμένη παραποίηση: Ήταν μάλλον το αποτέλεσμα αυθαίρετων και πολιτικά υποκινούμενων μεταβολών στις λογιστικές μεθόδους. Ήταν σαν να είχε αναλάβει μια εταιρεία ένας νέος Διευθύνων Σύμβουλος και να άλλαζε τους κανόνες της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι επιδόσεις κατά το παρελθόν να έμοιαζαν ως αποτυχημένες.

Τα προβλήματα στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν προέκυψαν κατά την διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας. Άρχισαν στα μέσα της τελευταίας δεκαετίας, όταν προέκυψαν μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Η ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών, ιδιαίτερα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, επιδεινώθηκε αισθητά σε σύγκριση με εκείνη των χωρών του πυρήνα. Οι κυβερνήσεις στην περιφέρεια έκαναν τα στραβά μάτια για την συσσώρευση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα, ενώ οι βόρειοι Ευρωπαίοι δημιουργούσαν πλεονάσματα. Οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις του πυρήνα μεταφέρθηκαν στην περιφέρεια με την μορφή πιστώσεων, οι οποίες με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης δημιούργησαν την απειλή των κρατικών χρεοκοπιών και μια πιθανή διάλυση της νομισματικής ένωσης.

Είναι αλήθεια ότι ορισμένα από αυτά τα προβλήματα ήταν το αποτέλεσμα των θεμελιωδών ατελειών στην διαμόρφωση της ευρωζώνης. Επειδή η ευρωζώνη είναι μια ατελής νομισματική ένωση, οι λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες της δεν μπορούν να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους μέσω της υποτίμησης των νομισμάτων τους, ούτε βασίζονται σε έναν υπερεθνικό δανειστή έσχατης ανάγκης.

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα στην Ελλάδα δεν ήταν ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της προσχώρησής της στο ευρώ. Η Αθήνα θα μπορούσε να τα αποφύγει πιέζοντας για δημοσιονομική εξυγίανση, έτσι ώστε να εξυπηρετεί το χρέος της, και να προχωρήσει στο είδος των μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Αντί να πέσει στην δημοσιονομική χαλαρότητα και την μεταρρυθμιστική αδράνεια που άρχισαν να χαρακτηρίζουν την ελληνική πολιτική, η χώρα θα έπρεπε να συνεχίσει την απελευθέρωση και την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας της, ενώ θα επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό του κράτους.