Πώς η Γερμανία βγήκε κερδισμένη από την κρίση του ευρώ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Γερμανία βγήκε κερδισμένη από την κρίση του ευρώ

Και γιατί τα κέρδη της μπορεί να είναι φευγαλέα
Περίληψη: 

Παρ’ ότι η κοινή αντίληψη λέει ότι η επιτυχία της Γερμανίας είναι η δύσκολα αποκτηθείσα ανταμοιβή της για την αυστηρή οικονομική της διαχείριση, η χώρα χρωστά πολλή από την καλή της τύχη στην κρίση του ευρώ. Το ρευστό των μεταναστών και των επενδυτών ρέει στην χώρα από την υπόλοιπη Ευρώπη, προκειμένου να αποφύγουν τις ολέθριες συνθήκες τις οποίες η Μέρκελ και οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. βοήθησαν για να δημιουργηθούν μέσω της μονολιθικής προσήλωσής τους στη λιτότητα, τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τη σταθεροποίηση των τιμών.

Ο ALEXANDER REISENBICHLER είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο George Washington.
H KIMBERLY J. MORGAN είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο George Washington.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πρέπει να είναι σε μεγάλα κέφια. Όχι μόνο η γερμανική οικονομία ανέκαμψε από την οικονομική κρίση του 2008-9 –κάτι που αναγέννησε τις εξαγωγικές βιομηχανίες και οδήγησε σε ιστορικά χαμηλά την ανεργία- αλλά το πέτυχε την ώρα που οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες ακόμη παραπαίουν. Εκεί που άλλες χώρες βλέπουν μόνο οικονομικές δυσκολίες στο μέλλον τους, η Γερμανία βλέπει μια εισροή εξειδικευμένων μεταναστών, χαμηλό κόστος δανεισμού, έναν εξισορροπημένο προϋπολογισμό και μια αναπτυσσόμενη αγορά ακινήτων. Όλα αυτά είναι ευτύχημα για τη γερμανική οικονομία – και για την Μέρκελ που ετοιμάζεται για την επανεκλογή της τον Σεπτέμβριο.

Η κοινή αντίληψη λέει ότι η επιτυχία της Γερμανίας είναι η δύσκολα αποκτηθείσα ανταμοιβή της για την αυστηρή οικονομική της διαχείριση. Παρά ταύτα, ο δημοσιονομικός συντηρητισμός και οι δομικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι υπεύθυνες από μόνες τους για τη βασισμένη στις εξαγωγές ανάπτυξη της Γερμανίας, η οποία είναι εν πολλοίς προϊόν προσαρμογών των εταιρικών και εργασιακών σχέσεων που τόνωσαν τις γερμανικές βιομηχανίες. Η χώρα οφείλει επίσης πολλά για την οικονομική της επανάκαμψη στη συγκεκριμένη δομή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης όπως και στην εργασιακή και οικονομική κατάπτωση στην οποία οδήγησε η κρίση στην ευρωζώνη. Το ρευστό των μεταναστών και των επενδυτών ρέει στην χώρα από την υπόλοιπη Ευρώπη, προκειμένου να αποφύγουν τις ολέθριες συνθήκες τις οποίες η Μέρκελ και οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. βοήθησαν για να δημιουργηθούν μέσω της μονολιθικής προσήλωσής τους στη λιτότητα, τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τη σταθεροποίηση των τιμών.

Ο δυναμισμός με τον οποίο η Μέρκελ υποστηρίζει τη λιτότητα είναι ριψοκίνδυνο στοίχημα. Παρ’ ότι φαίνεται να λειτουργεί ως πλεονέκτημα για τη Γερμανία, έχει αποτύχει να φέρει την ανόρθωση στην χτυπημένη από την ύφεση Ευρώπη. Αλλά, η Γερμανία έχει να οφεληθεί από μια οικονομικά υγιή Ευρώπη, στην οποία εξάγει περίπου το 40% των προϊόντων της. Ήδη, κατασκευαστές αυτοκινήτων όπως η Daimler και η Volkswagen αρχίζουν να ανησυχούν για τις χαμηλές ευρωπαϊκές πωλήσεις. Μια καταρρέουσα ευρωζώνη, συνεπώς, απειλεί και την ίδια την ύπαρξη της νομισματικής ένωσης και κάνει τη γερμανική οικονομία να εξαρτάται σε επικίνδυνο βαθμό από την ζήτηση σε αναδυόμενες οικονομίες. Η μεγαλύτερη αναγνώριση αυτών των αδυναμιών – και των τρόπων μέσω των οποίων η γερμανική οικονομία επωφελήθηκε από το status quo- θα έπρεπε να στρέψει τους διστακτικούς Γερμανούς πολιτικούς από την οδό της λιτότητας σε εκείνη που ευνοεί τις πολιτικές ανάπτυξης για την υπόλοιπη Ευρώπη.

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑ

Οι απαντήσεις ως προς το γιατί η γερμανική οικονομία προκόβει ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες δίνουν αγώνα για να υπάρχουν, συχνά καταδεικνύουν το επιτυχημένο σφίξιμο του ζωναριού και την κυβερνητική πολιτική της προηγούμενης δεκαετίας. Οι μεταρρυθμίσεις Hartz στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – μια δέσμη μέτρων στο κράτος πρόνοιας και στην αγορά εργασίας που μείωσαν τα επιδόματα και έκαναν ευκολότερο στις επιχειρήσεις να έχουν λιγότερο προστατευμένες θέσεις εργασίας, συχνά δε μερικής απασχόλησης και κακοπληρωμένες – θεωρούνται ότι μείωσαν τα εργασιακά κόστη και ότι ενθάρρυναν περισσότερους ανθρώπους να βρουν δουλειά. Εν τω μεταξύ, η δημοσιονομική υπευθυνότητα, την οποία επιτάσσει το γερμανικό σύνταγμα, υποτίθεται ότι εγγυήθηκε τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας. Με τη σειρά τους, οι Γερμανοί πολιτικοί διακήρυτταν ότι η λιτότητα και οι δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας πρέπει να είναι το πρότυπο για τις άλλες χώρες της Ευρώπης που επιδιώκουν να ευνοήσουν την ανταγωνιστικότητα, να τονώσουν την ανάπτυξη και να ενισχύσουν την απασχόληση.

Παρά ταύτα, οι βαθύτερες αιτίες της γερμανικής οικονομικής αναγέννησης και της συνεχιζόμενης επιτυχίας δεν ήταν πρωτίστως οι αλλαγές στην αγορά εργασίας ή ο δημοσιονομικός συντηρητισμός αλλά οι προσαρμογές μιας δεκαετίας στις επιχειρήσεις και στις εργασιακές σχέσεις που συνδυάστηκαν με τη θέση της Γερμανίας στη νομισματική ένωση. Πολύ πριν τις μεταρρυθμίσεις Hartz, οι γερμανικές εταιρίες μεταποίησης, αντιμέτωπες με την αυξανόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό, άρχισαν να επιβάλλουν περικοπές μισθών και να τροποποιούν τις ώρες εργασίας και τις αμοιβές, ενώ παρείχαν εργασιακή ασφάλεια στους εξειδικευμένους εγαζόμενους. Με την απρόθυμη συναίνεση των συνδικαλιστικών ενώσεων, οι εταιρίες διαμόρφωσαν μια σειρά από ευέλικτα εργαλεία [1] που τους επέτρεπαν να τροποποιούν τις ώρες εργασίας με βάση τις οικονομικές τους ανάγκες αντί να θέτουν σε κίνδυνο την εργασιακή ασφάλεια των εργαζομένων τους. Και μπορούσαν τώρα να προστατεύουν τις επενδύσεις τους σε εξειδικευμένους εργαζόμενους –περικόπτοντας προσωρινά μισθούς και ώρες, για παράδειγμα- αντί να μειώνουν τον αριθμό των εργαζομένων όταν έπεφτε η παραγωγή. Οι νεωτερισμοί αυτοί αύξησαν την παραγωγικότητα, μείωσαν τα κόστη, έδωσαν στις εταιρίες χώρο για να ελιχθούν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, και γενικώς, ενδυνάμωσαν τις γερμανικές βιομηχανίες που για ακόμη μια φορά έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τον κόσμο.