Η περιπετειώδης εξωτερική πολιτική τού Κατάρ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η περιπετειώδης εξωτερική πολιτική τού Κατάρ

Το σχέδιο του εμίρη με στόχο την εύνοια του «θείου Σαμ»
Περίληψη: 

Τι εξηγεί την περιπετειώδη εξωτερική πολιτική του Κατάρ; Πρώτον, ότι η εγγύηση της ασφάλειάς του από την πλευρά των ΗΠΑ, τού δίνει χώρο να κάνει παιχνίδι στην περιοχή. Επιπλέον, ορισμένες πολιτικές - ιδίως εκείνες που διευκολύνουν τις συνομιλίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των εχθρών τους (της Χαμάς, των Ταλιμπάν) - έχουν ως στόχο να καταστήσουν το Κατάρ ιδιαιτέρως σημαντικό για την Ουάσιγκτον.

Ο DAVID ROBERTS είναι διευθυντής του Royal United Services Institute (RUSI) στο Κατάρ, και συγγραφέας του βιβλίου, Qatar: Securing the Global Ambitions of a City State (Κατάρ: Διασφαλίζοντας τις παγκόσμιες φιλοδοξίες μιας πόλης – κράτους).

Τον περασμένο Ιούνιο, οι Ταλιμπάν άνοιξαν ένα επίσημο γραφείο εκπροσώπησης στην Ντόχα, κάνοντας το Κατάρ, για ακόμη μια φορά, είδηση στα δυτικά πρωτοσέλιδα. Αυτό θα μπορούσε να ήταν μέρος τού σχεδίου τού Κατάρ: η απόφαση να φιλοξενήσει ένα τέτοιο αμφιλεγόμενο γραφείο είναι ενδεικτική της επιθυμίας του να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε ένα ευρύ φάσμα σημαντικών διπλωματικών ζητημάτων. Ωστόσο, η κατάρρευση του γραφείου μέσα στις πρώτες 36 ώρες δείχνει πόσο μακρύ δρόμο έχει ακόμα να διανύσει το Κατάρ.

Τα προβλήματα άρχισαν πριν καλά - καλά εγκαινιαστεί το γραφείο, στις 18 Ιουνίου. Παρά τις διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ και το Κατάρ προς την αφγανική κυβέρνηση ότι το γραφείο θα είναι σχετικά χαμηλών τόνων και ότι δεν θα μοιάζει με πρεσβεία, ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν ο οποίος το άνοιξε, έκανε ό,τι μπορούσε για να υπονοήσει ότι εκπροσωπούσε ένα κράτος. Παίχθηκε ο ύμνος των Ταλιμπάν, μια επίσημη πινακίδα απ’ έξω αναφερόταν στο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν (το όνομα του Αφγανιστάν υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν) ενώ υψώθηκε η σημαία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν σε μια σύντομα τελετή έναρξης λειτουργίας του γραφείου. Ο θίασος των μέσων ενημέρωσης δεν έκανε τίποτα για να διασκεδάσει τις εικόνες τής ανεξαρτησίας και της εξουσίας.

Ο Καρζάι αντέδρασε με οργή [1], διαψεύδοντας [2] τις υποσχέσεις του για αποστολή διαπραγματευτών και αποσυρόμενος [3] από τις συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική αεροπορική βάση στο Μπαγκράμ δέχτηκε επίθεση από τους Ταλιμπάν [4], οι οποίοι σκότωσαν τέσσερις Αμερικανούς. Μετά από επίμονες διπλωματικές προσπάθειες εκ μέρους του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρυ, το Κατάρ ανάγκασε τους Ταλιμπάν να κατεβάσουν τη σημαία - κόβοντας [5] το κοντάρι της σημαίας και στη συνέχεια αφαιρώντας την εντελώς. Όμως η ζημιά είχε γίνει και οι Ταλιμπάν είχαν σημειώσει σημαντική διπλωματική νίκη.

Οι αρχές του Κατάρ δεν θα περίμεναν ποτέ να έχουν πλήρη έλεγχο πάνω στους Ταλιμπάν, αλλά θα μπορούσαν τουλάχιστον να περιμένουν να εξασφαλίσουν κάποιες εγγυήσεις ότι οι Ταλιμπάν θα πρόσεχαν την συμπεριφορά τους, την πρώτη εβδομάδα (άλλωστε, τι άλλο σκοπό εξυπηρετούσε η χρηματοδότηση του γραφείου στο σύνολό του;).

Όπως και στο άνοιγμα του γραφείου των Ταλιμπάν, οι συνομιλίες που υποτίθεται ότι θα λάβουν χώρα εκεί, κατά τις επόμενες εβδομάδες, δεν εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη. Είναι αλήθεια ότι και οι δύο πλευρές έχουν εξαντληθεί από τις συγκρούσεις που μετρούν περισσότερο από μια δεκαετία, και ότι και οι δύο συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν ποτέ να κερδίσουν ολοκληρωτικά. Αλλά υπάρχει ακόμα ένα βαθύ χάσμα που πρέπει να γεφυρώσουν. Οι Ταλιμπάν είναι διασπασμένοι, και δεν συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το βαθμό τής επίσημης εκπροσώπησής τους από το γραφείο στο Κατάρ. Και από την άλλη πλευρά, ο Καρζάι μισεί τους Ταλιμπάν, δεν εμπιστεύεται το Κατάρ και συναίνεσε στις συνομιλίες μόνο και μόνο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή: εξάλλου, πώς θα μπορούσε το Ανώτατο Συμβούλιο Ειρήνης να αρνηθεί να συμμετάσχει σε ειρηνευτικές συνομιλίες; Εν τω μεταξύ, ο Τζέιμς Ντόμπινς, ο Ειδικός Εκπρόσωπος των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, ο οποίος θα ηγηθεί των διαπραγματεύσεων στην Ντόχα, θα αποκαρδιωθεί όταν ανακαλύψει ότι θα πρέπει να καταλαγιάσει τα πάθη και να πείσει τους εταίρους να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πριν καν να φτάσει εκεί.

Ο ρόλος του Κατάρ σε όλα αυτά ήταν απλά να παρέχει ένα φόρουμ όπου οι βασικοί πρωταγωνιστές - οι Ταλιμπάν, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες - θα μπορούσαν να βρεθούν για να συνομιλήσουν. Παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να ακούγεται σχετικά τετριμμένο, είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι στις ειρηνευτικές συνομιλίες το 2010, ένας απατεώνας Ταλιμπάν που είχε εμφανισθεί ως διαπραγματευτής σηκώθηκε κι έφυγε [6] με «πολλά χρήματα», και στις συνομιλίες για το 2011 ένας άλλος απατεώνας σκότωσε [7] έναν διαπραγματευτή που κατείχε ηγετικό ρόλο στην αφγανική κυβέρνηση.

Για το Κατάρ, η κατάληξη των συνομιλιών είναι περίπου δευτερεύων στόχος. Ούσα πάντα φιλόδοξη, η κυβέρνηση βρίσκεται σε υπερδιέγερση τα τελευταία χρόνια. Αφού έλαβε το βάπτισμα του πυρός στη διαμεσολάβηση και τη διεθνή εμπλοκή, ιδίως στον Λίβανο το 2008 και στις εν εξελίξει συνομιλίες για το Νταρφούρ, το Κατάρ αποδείχτηκε διπλωματικά πολύ ενεργό κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης. Έκανε την αρχή υποστηρίζοντας, πριν από τις άλλες χώρες, τις επαναστάσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, ιδιαίτερα με την επιμελή κάλυψη των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας από το al Jazeera, το κρατικό δορυφορικό κανάλι. Στη συνέχεια, το Κατάρ παρείχε στήριξη [8] στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ενάντια στον συνταγματάρχη της Λιβύης, Μουαμάρ αλ-Καντάφι, και στο κάτω – κάτω ήταν το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνώρισε επισήμως την αντιπολίτευση. Παρά το γεγονός ότι η δυτική υποστήριξη ήταν κρίσιμη, η σχετικά γρήγορη απομάκρυνση του εδραιωμένου δικτάτορα ερμηνεύτηκε ως νίκη για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην περιπετειώδη εξωτερική πολιτική του Κατάρ.

Το Κατάρ ήλπιζε ότι το ίδιο τέχνασμα θα μπορούσε να λειτουργήσει για τη Συρία. Αφότου απέτυχαν οι άτυπες διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ελίτ το 2011, το al Jazeera άρχισε να καλύπτει σε βάθος την εντεινόμενη σύγκρουση. Ως την άνοιξη του 2012, το Κατάρ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές της αντιπολίτευσης σε ελαφριά όπλα και άλλα υλικά. Αλλά, οι αρχικοί φόβοι για την επέμβαση στη Λιβύη - ότι το κράτος θα διχαζόταν, ότι ο αριθμός των νεκρών θα αυξανόταν και ότι η κυβέρνηση θα καταπίεζε αφόρητα τους ανθρώπους της – επιβεβαιώνονται πλέον εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.