Η Ειρήνη του «Ναι» και του «Όχι» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ειρήνη του «Ναι» και του «Όχι»

Οι πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές στο Ισραήλ ενόψει των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων
Περίληψη: 

Ένα μόλις εικοσιτετράωρο μετά την πρώτη συνάντηση Ισραηλινών και Παλαιστινίων διαπραγματευτών στην Ουάσιγκτον, η ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού προέβη σε σημαντικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλάζοντας τους κανόνες τού πολιτικού παιχνιδιού. Ο διπλασιασμός τού εκλογικού πλαφόν θέτει τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης στο περιθώριο ενώ μεταθέτει στους Ισραηλινούς ψηφοφόρους την ευθύνη της τελικής πολιτικής λύσης τής ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης, θεσμοθετώντας δημοψήφισμα που θα εγκρίνει ή μη την αλλαγή των συνόρων της χώρας. Άραγε, οι πρόσφατες συνταγματικές αυτές αλλαγές στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα προάγουν την ειρηνευτική διαδικασία;

Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς, Πολιτικές και Οικονομικές Σχέσεις στη Μεσόγειο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Είναι ερευνητής στο Κέντρο Μελέτης Μεσογειακής-Μεσανατολικής Πολιτικής (ΚΕΜΜΕΠ) του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Συνεργάσθηκε ως Visiting Scholar στο ισραηλινό think tank, Moshe Dayan Center for Middle Eastern and African Studies του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.

Η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών Ισραήλ-Παλαιστινιακής Αρχής αδιαμφισβήτητα συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ τον περασμένο Ιούλιο. Παρ' όλ' αυτά, δεν είναι αδικαιολόγητη η διάχυτη απαισιοδοξία των πολιτικών αναλυτών ότι ο στόχος που τέθηκε από την αμερικανική ηγεσία για εξεύρεση συνολικής λύσης εντός των επομένων 9 μηνών, είναι τουλάχιστον ουτοπικός.

Ανεξάρτητα από τον βαθμό αισιοδοξίας που υιοθετεί η παρούσα πολιτική ηγεσία στο Ισραήλ, οι πρώτες πολιτικές κινήσεις του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου μετά την επίσημη έναρξη των συνομιλιών στην Ουάσιγκτον, παραδόξως στοχεύουν στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Όλα δείχνουν πως η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών εκλαμβάνεται ως καταλύτης για σημαντικές ανακατατάξεις στους κανόνες λειτουργίας του ισραηλινού πολιτικού συστήματος εν γένει.

Κατά τρόπο ασυνήθιστα βιαστικό, μια μόλις ημέρα μετά την πρώτη συνάντηση των Ισραηλινών και Παλαιστινίων διαπραγματευτών στην Ουάσιγκτον, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε σε χρόνο-ρεκόρ να υποβάλλει προς ψήφιση νομοθετήματα συνταγματικής ισχύος, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι όσο θα διαρκούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες και σε περίπτωση εξεύρεσης πολιτικής λύσης με την Παλαιστινιακή Αρχή, το ισραηλινό πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι ήδη έτοιμο θεσμικά ούτως ώστε να καταστεί δυνατό να ληφθούν άμεσα σημαντικές αποφάσεις που θα κρίνουν το μέλλον του κράτους, την εδαφική του κυριαρχία και τα νέα του σύνορα. Ως δεύτερο ζητούμενο προβλήθηκε η διασφάλιση των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που θα εξασφαλίσουν εσωτερική πολιτική σταθερότητα.

Έτσι μόνο ερμηνεύεται η αιφνιδιαστική υποβολή προς ψήφιση στο ισραηλινό κοινοβούλιο δύο νομοσχεδίων συνταγματικής ισχύος που αφορούν αφ' ενός την αναθεώρηση του «Θεμελιώδους Νόμου περί Διακυβέρνησης» και αφ΄ ετέρου την εισαγωγή του «Θεμελιώδους Νόμου περί Δημοψηφισμάτων» – και δη την τελευταία μόλις ημέρα της τρέχουσας Τακτικής Συνόδου της Κνέσετ (31/7).

Ο ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΠΛΑΦΟΝ

Ο συνταγματικής ισχύος «Θεμελιώδης Νόμος περί Διακυβέρνησης» μεταξύ άλλων ρυθμίζει επιμέρους ζητήματα σχετικά με το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται στις ισραηλινές βουλευτικές εκλογές. Το ισραηλινό εκλογικό σύστημα παραμένει σταθερό από την ίδρυση του κράτους μέχρι σήμερα. Υιοθετεί την απλή αναλογική με ενιαία περιφέρεια, απαιτώντας ένα ελάχιστο ποσοστό ψήφων σε όλη την επικράτεια (πλαφόν) προκειμένου ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων να αποκτήσει έδρες στο κοινοβούλιο (Κνέσετ). Το πλαφόν που ίσχυε από τις πρώτες εκλογές (1949) έως το 1992 ισοδυναμούσε με μόλις το 1% των έγκυρων ψηφοδελτίων εφ' όλης της επικράτειας. Το 1992 αυξήθηκε στο 1,5%, ενώ από το 2003 έως και σήμερα απαιτείται πλαφόν της τάξεως του 2%. Με την πρόσφατη αναθεώρηση, επιδιώκεται ο διπλασιασμός του ισχύοντος πλαφόν, από 2% σε 4% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων.

Ο διπλασιασμός του εκλογικού πλαφόν, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των μικρών κοινοβουλευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τα κύρια «θύματα» της νέας ρύθμισης είναι τα αμιγώς αραβικά κόμματα της Αριστεράς (Ράαμ-Ταλ-Μάντα και Μπάλαντ), το δικοινοτικό αριστερό κόμμα Χαντάς (το οποίο εκπροσωπείται από Εβραίους και Άραβες βουλευτές), το αριστερό κόμμα Μέρετς και το δεξιό θρησκευτικό κόμμα των Υπερορθόδοξων Εβραίων «Εβραϊσμός της Τορά». Τα κόμματα αυτά, τα οποία λόγω της μικρής τους εκλογικής δύναμης εκπροσωπούνται στην Κνέσετ χάρη στη διατήρηση του χαμηλού πλαφόν του 2%, με αυτήν την αλλαγή βλέπουν το κοινοβουλευτικό τους μέλλον να απειλείται. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συζήτηση επί του νομοσχεδίου, πολλοί βουλευτές τους αφού έλαβαν το λόγο, ανέβηκαν στο βήμα και σε ένδειξη διαμαρτυρίας έμειναν βουβοί για όλο το τρίλεπτο που τους αναλογούσε. Οι Άραβες βουλευτές υποστήριξαν ότι με τον διπλασιασμό τού εκλογικού πλαφόν επιδιώκεται ο εξοβελισμός τους από την κοινοβουλευτική ζωή της χώρας - διαπίστωση που υποστήριξε και η αρχηγός του εβραϊκού αριστερού κόμματος Μέρετς, Ζαχάβα Γκαλόν. Αντίστοιχα, οι Υπερορθόδοξοι βουλευτές, χαρακτήρισαν βαθύτατα αντιδημοκρατική οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία κατά την οποία θα θεωρείται νόμιμο να αγνοείται έστω και μια ψήφος.

Από την άλλη πλευρά, εντυπωσιακή υπήρξε η υποτονική αντίδραση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα, το Κόμμα των Εργατικών υπό την Σέλι Γιεχιμόβιτς, εκ του ασφαλούς καταψήφισε τον διπλασιασμό του εκλογικού πλαφόν, γνωρίζοντας ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός συγκέντρωνε ούτως ή άλλως την απαιτούμενη απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (60+1 της 120μελούς Κνέσετ). Πολιτικά μιλώντας, όμως, είναι κοινό μυστικό ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα το Κόμμα των Εργατικών να οικειοποιηθεί ευκολότερα τις αριστερές ψήφους του κόμματος Μέρετς και να αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο ξανά την χαμένη «αριστερή αίγλη» που απολάμβανε τις προηγούμενες δεκαετίες. Όσον αφορά δε τα κόμματα της συγκυβέρνησης, η σύμπνοιά τους ήταν δεδομένη καθότι οι πολιτικές δυνάμεις που την απαρτίζουν έχουν συναφή εκλογική δυναμική υπό τις παρούσες συγκυρίες.

Παραδόξως, ο διπλασιασμός του εκλογικού πλαφόν δεν έρχεται σε αντίθεση με την τάση που παρατηρείται στην ισραηλινή κοινή γνώμη εναντίον της «άσκοπης πολυφωνίας» μέσα στο κοινοβούλιο. Η πανσπερμία πολιτικών κομμάτων και η εκμετάλλευση των λιγοστών τους εδρών προκειμένου να περάσουν τις πολιτικές τους γραμμές, πράγματι είχαν οδηγήσει σε αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις, δίνοντάς την εντύπωση στον μέσο ισραηλινό πολίτη ότι τα κίνητρά τους ανάγονταν απλώς σε ιδιοτελείς μικροπολιτικές τακτικές. Επίσης, είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τις κατά καιρούς δηλώσεις ή πράξεις Αράβων βουλευτών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την παρουσία της βουλευτού του αραβικού κόμματος Μπάλαντ, Χανίν Ζουάμπι, στο τουρκικό πλοίο Mavi Marmara και τις μετέπειτα επικρίσεις της κατά του Ισραήλ τόσο σε διεθνή forα όσο και κατά τις συνεδριάσεις του ισραηλινού κοινοβουλίου.