Ο υπνοβάτης γίγαντας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο υπνοβάτης γίγαντας

Οι βαρετές γερμανικές εκλογές αποτελούν κακή είδηση για την Ευρώπη
Περίληψη: 

Οι Γερμανοί πολίτες θέλουν έναν βαρετό ηγέτη, και αυτό είναι που θα τους δώσουν οι εκλογές αυτό το Σαββατοκύριακο. Αλλά η Άνγκελα Μέρκελ ετοιμάζει την Ευρώπη για πολύ ταραγμένες εποχές.

Ο JAN-WERNER MUELLER είναι καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Princeton.

Η Γερμανία έχει ονομαστεί ως η πιο ισχυρή χώρα τής Ευρώπης, το «απαραίτητο έθνος» τής ΕΕ, αλλά θα ήταν δύσκολο να το πει αυτό κανείς κρίνοντας από την τρέχουσα εκλογική περίοδο. Οι κορυφαίοι πολιτικοί τής χώρας έχουν επικεντρωθεί σε τέτοια σπουδαία θέματα, όπως το αν οι αλλοδαποί θα πρέπει να χρεώνονται για το προνόμιο της οδήγησης στους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους ή πώς να ρυθμίσουν τα όρια συνταξιοδότησης για τους δημοσίους υπαλλήλους. Στα μάτια των παρατηρητών εντός και εκτός της χώρας, η εκλογική μάχη δεν είναι απλώς βαρετή - είναι επίσης βαθιά ανεύθυνη, καταπιέζοντας ηθελημένα τα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), ο πιο εξέχων διανοούμενος της Γερμανίας, έχει κατηγορήσει τις ελίτ για «συλλογική αποτυχία».

Αξίζει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι για το τι είδος αποτυχίας είναι αυτό. Το ότι το γερμανικό κοινό έχει στερηθεί μια συζήτηση για την ηγεσία τής καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι ιδιαίτερα τραγικό. Από κάθε άποψη, η πολιτική της να προχωράει κουτσά-στραβά είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των Γερμανών. Ακόμα και αν στους Γερμανούς παρουσιαστεί μια πιο ξεκάθαρη εναλλακτική έναντί της από όσο εκείνη του Πέερ Στάινμπρουκ, του υποψηφίου τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κατά πάσα πιθανότητα θα πάνε με την Μέρκελ. Η πραγματική αποτυχία είναι ότι, στις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές τής Γερμανίας μετά το ξέσπασμα της ευρωκρίσης το 2010, η μοίρα τού ευρωπαϊκού σχεδίου δεν έχει παρουσιαστεί καθόλου. Μέχρι τώρα, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να έχουν ξυπνήσει για το γεγονός τής βαθιάς οικονομικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης στην ευρωζώνη – παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να διεξάγουν εκλογές, σαν να ήταν αμιγώς εθνικές υποθέσεις.

Η περίεργη υπνηλία τής προεκλογικής εκστρατείας έχει να κάνει με δύο ασυνήθιστες συνθήκες. Η μια είναι ότι η Μέρκελ επεδίωξε να ανακυκλώσει την στρατηγική που λειτούργησε υπέρ της τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η οποία έχει το παράξενο όνομα «ασύμμετρη αποστράτευση». Η Μέρκελ είτε λέει όσο το δυνατόν λιγότερα για τα αμφιλεγόμενα θέματα είτε ρητά υιοθετεί πολλές από τις θέσεις των αντιπάλων της, με την ελπίδα ότι οι υποστηρικτές των κομμάτων τής αντιπολίτευσης θα αισθανθούν ότι δεν διακυβεύονται και πολλά, και ως εκ τούτου, θα μείνουν μακριά από τις κάλπες. Είναι το ακριβώς αντίθετο της προσέγγισης που υιοθέτησε στις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές που έλαβε μέρος, το 2005. Στη συνέχεια, η Μέρκελ χάραξε ξεκάθαρες θέσεις στο όνομα της πρωταρχικής πολιτικής αξίας της, της «ελευθερίας» - ειδικότερα, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα περικοπής τού κράτους πρόνοιας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παραλίγο να χάσει μια εκλογική μάχη που υποτίθεται ότι θα πήγαινε εύκολα υπέρ της. Το μάθημα που πήρε ήταν σαφές: δεν μπορούν να σου επιτεθούν για κάτι που δεν είπες, και δεν γίνεται να τιμωρηθείς επειδή ακολούθησες την κοινή γνώμη, αντί να προσπαθείς να την διαμορφώσεις.

Το μάθημα μπλόκαρε όταν ήρθε η ώρα της Μέρκελ να κυβερνήσει. Οι επικριτές την έχουν κατονομάσει ως την πρώτη «μετα-πολιτική» καγκελάριο - ότι είναι μια ηγέτις χωρίς κανένα ίχνος ιδεολογικής δέσμευσης. Αντ’ αυτού, είναι αφοσιωμένη στην διαδικασία αντί στην ουσία, και πρόθυμη να υιοθετήσει οποιαδήποτε πολιτική θέση, αρκεί να δίνει την εντύπωση της επάρκειας και της συναίνεσης. Εκεί οφείλεται η εκπληκτική στροφή τής Μέρκελ για την πυρηνική ενέργεια, μετά την κατάρρευση των πυρηνικών αντιδραστήρων της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία. Παρά το γεγονός ότι προηγουμένως ήταν μια από τους κορυφαίους υποστηρικτές στην χώρα για την παράταση της ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων τής Γερμανίας, γρήγορα άλλαξε πορεία, πιέζοντας για ένα άμεσο μορατόριουμ για την χρήση τους. Η μετατόπιση της Μέρκελ της έφερε το πρόσθετο τακτικό πλεονέκτημα της δημιουργίας ενός δυναμικού κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ τού κόμματός της των Χριστιανοδημοκρατών και του Κόμματος των Πρασίνων.

Σε αυτήν, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις - ιδίως της ευρωκρίσης – η Μέρκελ εντόπισε το κέντρο της γερμανικής πολιτικής και κατέλαβε ξεκάθαρα τον χώρο αυτόν. Εξασφάλισε επίσης ότι κανένας σοβαρός αντίπαλος δεν θα την απειλεί μέσα από το δικό της κόμμα. Και όμως, παρ’ όλο που είναι προφανώς το πιο ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της χώρας, έχει καταφέρει να μονώσει τον εαυτό της από την ευθύνη για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πολιτικό εξαγόμενο μέσω της άρνησής της να συνδέεται πολύ στενά με τις λεπτομέρειες της κάθε πολιτικής.