Ποιος πρέπει να πάει στην Fed; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιος πρέπει να πάει στην Fed;

Η Yellen, ο Kohn, ή ο λαός

Η μάχη για το ποιος θα διαδεχθεί τον Ben Bernanke στην θέση τού προέδρου τής Federal Reserve των ΗΠΑ (στμ: της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, δηλαδή της Κεντρικής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών) εξελίσσεται, παίρνοντας μεγαλύτερες διαστάσεις και αυξάνοντας την πολυπλοκότητά της. Είναι εύκολο να μπλεχτεί κανείς στην συζήτηση για τα πλεονεκτήματα των διαφόρων υποψηφίων, αλλά έτσι χάνει την ουσία. Η πραγματική ιστορία εδώ είναι η ένταση του αγώνα, η οποία αποτελεί απόδειξη της μετατόπισης της εξουσίας προς τους κεντρικούς τραπεζίτες, η οποία ξεκίνησε υπό τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν και έχει επιταχυνθεί από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008.

Υπήρξε μια εποχή, πριν από χρόνια, που ο διορισμός τού νέου προέδρου τής Fed δεν ήταν και πολύ σημαντική υπόθεση. Το καλοκαίρι τού 1969, δεν υπήρχε τίποτα σαν την σημερινή φασαρία, όταν ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε το διορισμό στην κορυφαία θέση της Federal Reserve, τού Arthur F. Burns, ο οποίος ως τότε ήταν επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Council of Economic Advisers). Ομοίως, η απόφαση του προέδρου Τζίμι Κάρτερ το 1977 να αντικαταστήσει τον Μπερνς με τον τού G. William Miller ήταν μια ήσυχη υπόθεση σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν τώρα.

Αλλά εκείνη ήταν μια διαφορετική εποχή, όταν η Federal Reserve έπαιζε έναν λιγότερο σημαντικό ρόλο. Η αρχή τής αυτονομίας τής Fed ήταν λιγότερο εδραιωμένη, και πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πραγματική εξουσία τής νομισματικής πολιτικής εδραζόταν στον Λευκό Οίκο. (Μια ανάλυση της εφημερίδας New York Times το 1969 έγραψε ξεκάθαρα για «τον μύθο τής ανεξαρτησίας τής Federal Reserve»). Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν λιγότερο ανεπτυγμένες, και δεν ήταν τόσο αποτελεσματικές στο να τιμωρούν τις χώρες των οποίων οι νομισματικές πολιτικές φαίνονταν να πηγαίνουν στραβά. Και σε κάθε περίπτωση, η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθούσε να θεωρείται ως ένα σημαντικό εργαλείο οικονομικής διαχείρισης, το οποίο παρέμενε σταθερά στα χέρια τού Κογκρέσου των ΗΠΑ. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είχε τόσο πολύ σημασία ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Fed.

Ο κόσμος άλλαξε μετά το 1980. Οι οικονομολόγοι έγιναν πιο σκεπτικοί σχετικά με τα πλεονεκτήματα της χρήσης τής δημοσιονομικής πολιτικής για την διαχείριση της συνολικής οικονομίας, εν μέρει λόγω των αμφιβολιών τους για την ικανότητα των πολιτικών να χειρίζονται το εργαλείο αυτό με σύνεση. Ήταν, επίσης, πεπεισμένοι για την ανάγκη να τεθεί η νομισματική πολιτική σε χέρια τεχνοκρατών που θα μπορούσαν να αγνοήσουν τις πολιτικές πιέσεις και να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό πιο αυστηρά. Ως εκ τούτου, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, έδωσαν επισήμως στις κεντρικές τους τράπεζες αυτονομία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αρχή τής ανεξαρτησίας τής Fed επίσης ελήφθη πιο σοβαρά υπόψη. Αυτό το περιθώριο επέτρεψε στον Πολ Βόλκερ (Paul Volcker), πρόεδρο της Federal Reserve την περίοδο 1979-1987, να ξεκινήσει την σύγχρονη εποχή τού ισχυρού κεντρικού τραπεζίτη. Ο Άλαν Γκρίνσπαν (Alan Greenspan), πρόεδρος την περίοδο 1987-2006, τελειοποίησε τον ρόλο, επιτυγχάνοντας, όπως το έθεσε ο οικονομολόγος Mark Zandi το 2005, «την λάμψη ενός ροκ σταρ».

Ορισμένοι αναλυτές περίμεναν ότι η οικονομική κρίση τού 2008 θα φέρει ένα τέλος σε όλα αυτά. Ο αριθμός των επαγγελματιών οικονομολόγων που απασχολούνται από την Federal Reserve και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες είχε αυξηθεί σημαντικά κατά τα χρόνια πριν από την κρίση, ακόμη και όταν άλλοι κυβερνητικοί τομείς αντιμετώπιζαν περικοπές. Αλλά, όλο αυτό το πνευματικό δυναμικό δεν ήταν αρκετό για να δει την καταστροφή που ερχόταν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια ομάδα οικονομολόγων εισηγήθηκε στην Βασίλισσα Ελισάβετ ΙΙ, ότι η κρίση «ήταν κυρίως μια αποτυχία τής συλλογικής φαντασίας πολλών έξυπνων ανθρώπων». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο τού φιλελεύθερου πολιτικού Ron Paul, «Το τέλος τής Fed», έφτασε στην κορυφή της λίστας των μπεστ σέλερ στην εφημερίδα New York Times.

Πέντε χρόνια αργότερα, όμως, η δύναμη τής Federal Reserve είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Οι δυσλειτουργίες τού Κογκρέσου και ο κομματικός πόλεμος έχουν απομακρύνει την πιθανότητα οικονομικής ανάκαμψης μέσω δημοσιονομικών μέτρων ή άλλων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Η νομισματική πολιτική και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν γίνει πια η τελευταία ελπίδα. Η Fed αντέδρασε δυναμικά με πρωτοβουλίες όπως η ποσοτική χαλάρωση (αγορά ομολόγων σε μεγάλες ποσότητες για να πιέσει προς τα κάτω τα μακροπρόθεσμα επιτόκια), η οποία ήταν μια άνευ προηγουμένου και μαζική άσκηση καινοτόμας πολιτικής. Όπως παρατήρησε ο οικονομολόγος Mohamed El-Erian το 2012, η Fed και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες είναι «χωμένες μέχρι τον λαιμό σε κατάσταση πειραματισμών ακραίας πολιτικής».

Ως αποτέλεσμα, τα δύο βασικά χαρακτηριστικά τής οικονομικής κρίσης ήταν το πολιτικό αδιέξοδο και η τεχνοκρατική κινητικότητα. Συγκρίνετε αυτό με την ανταπόκριση της χώρας στην τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση, την Μεγάλη Ύφεση. Εκείνες τις ημέρες, ήταν η πολιτική τάξη που πήρε την πρωτοβουλία, ενώ η Federal Reserve έπαιξε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ έδωσε ο ίδιος τον τόνο στην κυβέρνηση, δουλεύοντας μαζί με το Κογκρέσο για να περάσει μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. «Η χώρα χρειάζεται τολμηρό, επίμονο πειραματισμό», είπε ο Ρούσβελτ. «Πάρτε μια μέθοδο και δοκιμάσετε την. Αν αποτύχει, παραδεχθείτε το ειλικρινά και δοκιμάστε μιαν άλλη. Αλλά πάνω απ’ όλα, δοκιμάστε κάτι». Σήμερα, ισχύει το ίδιο ρητό - αλλά ισχύει για τους κεντρικούς τραπεζίτες, όχι τους πολιτικούς.

Υπό αυτή την έννοια, τα τελευταία χρόνια έχουν ανατρέψει την κατανόηση που έχουμε για τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών και την αιτία για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Πριν από την κρίση, κατά τη διάρκεια των ετών που οι χώρες είχαν αρχίσει να παίρνουν πιο σοβαρά την ιδέα τής αυτονομίας τής κεντρικής τράπεζας, πολλοί άνθρωποι ρωτούσαν πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η απάντηση από ορισμένους υποστηρικτές τής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών ήταν απλή. Οι τράπεζες είχαν έναν απλό στόχο - την σταθερότητα των τιμών - και καλά καθιερωμένες τεχνικές για την επίτευξη αυτού του στόχου. Δεν συμμετέχουν ιδιαίτερα σε καινοτόμες πολιτικές και, πάνω απ’ όλα, δεν ήταν δουλειά τους να κάνουν επιλογή μεταξύ νικητών και ηττημένων στην οικονομία. Με άλλα λόγια, η εξουσία που δινόταν στις κεντρικές τράπεζες ήταν περιορισμένη, έτσι ώστε η απειλή για τις δημοκρατικές αρχές δεν ήταν ουσιαστική.

Αλλά το παιχνίδι έχει αλλάξει. Οι στόχοι της χάραξης πολιτικής τής κεντρικής τράπεζας δεν είναι πλέον τόσο απλοί: για παράδειγμα, υπάρχει ένα ενεργός διάλογος μεταξύ κεντρικών τραπεζιτών για την σχετική σημασία μεταξύ δημιουργίας θέσεων εργασίας και ελέγχου τού πληθωρισμού. Την ίδια στιγμή, οι τεχνικές για την επίτευξη των στόχων αυτών είναι λιγότερο σίγουρες. Τέλος, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες εμπλέκονται πλέον χωρίς αμφιβολία στην επιλογή νικητών και ηττημένων στην οικονομία. Πρόσφατες μελέτες κατέδειξαν τον βαθμό στον οποίο οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών όπως η «ποσοτική χαλάρωση» έχουν προσδώσει μέγα πλούτο σε ορισμένες ομάδες, ενώ τιμώρησαν άλλες. Μια μελέτη από την Τράπεζα της Αγγλίας το 2012 παραδέχτηκε ότι τα οφέλη τού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης «δεν μοιράστηκαν ισομερώς» [1], με τα πλούσια νοικοκυριά να επωφελούνται δυσανάλογα πολύ.

Αλλά το κρίσιμο σημείο είναι το εξής: αν και έχει καταρρεύσει η λογική με βάση την οποία οι Αμερικανοί πολιτικοί και το κοινό δέχθηκαν αρχικά την εκχώρηση εξουσιών στις ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, αυτή η εκχώρηση επιμένει. Στην πράξη, η δύναμη των κεντρικών τραπεζών έχει διευρυνθεί, ενώ η νομοθετική εξουσία έχει ατροφήσει. Και τούτο ισχύει επίσης και σε άλλες χώρες. Πρόκειται για μια ανησυχητική μεταβολή, και δεν έχει πάρει την προσοχή που της αξίζει. Οι άνθρωποι που υποστήριξαν την ανεξαρτησία τής κεντρικής τράπεζας στην δεκαετία τού 1980 και του 1990 έκαναν το επιχείρημά τους ξεκάθαρο, δεδομένου ότι, σε πολλές χώρες, ζητούσαν νομοθετική αλλαγή. Όμως, η σημερινή μετατόπιση συνέβη με έναν τρόπο ad hoc, υπό την πίεση της στιγμής, χωρίς μια συγκλίνουσα εξήγηση για το πώς μπορεί να ταιριάξει με τις δημοκρατικές αρχές.

Ίσως αυτό να είναι ένα μεταβατικό φαινόμενο - κάτι που θα επιβιώσει μόνο όσο η χώρα καταλαβαίνει ότι είναι στη μέση μιας οικονομικής κρίσης, και η Ουάσιγκτον υποφέρει από πολιτικό αδιέξοδο. Ή ίσως όχι. Μια πιο μακροπρόθεσμη σκοπιά υποδηλώνει ότι η επιρροή τείνει να ρέει προς την Federal Reserve και άλλες κεντρικές τράπεζες από τότε που ο Ρήγκαν ξεκίνησε την απελευθέρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από την άποψη αυτή, οι εξελίξεις από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση είναι απλώς ένα βήμα πιο πέρα σε ένα γνώριμο μονοπάτι. Ένα αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι πιο η έντονη συζήτηση σχετικά με το ποιος θα ηγηθεί της Federal Reserve. Σήμερα, οι Αμερικανοί επιχειρηματολογούν έντονα για αυτόν τον διορισμό με τον ίδιο τρόπο που ανέκαθεν επιχειρηματολογούσαν σχετικά με τους υποψηφίους για αρχιδικαστές τού Ανωτάτου Δικαστηρίου, και για τον ίδιο λόγο: επειδή εκεί είναι όπου βρίσκεται η εξουσία.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139947/alasdair-roberts/who-shoul...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.bankofengland.co.uk/publications/Pages/news/2012/073.aspx

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr