ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
To Foreign Affairs, The Hellenic Edition παρουσιάζει την θέση τών Κατερίνα Βουτσινά, Γιώργου Καλπαδάκη και Γιάννη Κεχαγιάρα σχετικά με τους «Άξονες εξορθολογισμού στην άσκηση Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής μετά την κρίση». Πρόκειται για το αποτέλεσμα της εργασίας τους εντός τής «ομάδας σκέψης (think tank) Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων» στο πλαίσιο του Συλλόγου Αποφοίτων τού London School of Economics and Political Science.
Η Δρ. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ κατέχει διδακτορικό δίπλωμα σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το London School of Economics. Σήμερα εργάζεται ως λέκτορας στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Ελλάδας (DEREE) και ως ερευνήτρια στο εργαστήριο Στρατηγικής & Επιχειρηματικότητας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ).
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΠΑΔΑΚΗΣ είναι διεθνολόγος και διδάσκει στο τμήμα Νομικής τού Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Σπούδασε στο University College London, το London School of Economics και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών από το οποίο το 2009 αναγορεύθηκε διδάκτωρ στις διεθνείς σχέσεις.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΧΑΓΙΑΡΑΣ, με σπουδές στη Διεθνή και Ευρωπαϊκή Πολιτική και το Μάνατζμεντ, έχει ασχοληθεί με την έρευνα και συγγραφή θεμάτων που άπτονται της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής. Έχει εργαστεί σε ερευνητικά ινστιτούτα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σήμερα, εργάζεται ως ασκούμενος στη Διεύθυνση Διεύρυνσης της Γραμματείας τού Συμβουλίου τής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως βασικός βραχίονας μιας Υψηλής Στρατηγικής, η Ελληνική διπλωματία οφείλει να κατανείμει τους επιχειρησιακούς της ρόλους με βάση έναν κεντρικά οριζόμενο στρατηγικό σχεδιασμό σε μορφή πυραμίδας. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθούν διάφοροι τρόποι εναρμόνισης του γραφειοκρατικού-ρυθμιστικού υποστρώματος των ελληνικών δομών διαμόρφωσης κι άσκησης διπλωματίας αντίστοιχα με μεταρρυθμιστικές τομές σε άλλα ανεπτυγμένα κράτη. [2] Στην κορυφή αυτής της επιχειρησιακής πυραμίδας, είναι επιτακτική η τοποθέτηση και θέσπιση μιας Ειδικής Γραμματείας Στρατηγικού Σχεδιασμού. Παράλληλα, η διάρθρωση των δομών της Ελληνικής διπλωματίας εκτός από την πολιτική διάσταση (Γενική Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων) οφείλει να περιλάβει τις στρατηγικές προτεραιότητες, όπως αυτές παρουσιάζονται στην Ενότητα ΙΙ και αφορούν την θέσπιση Υπηρεσίας Δημόσιας Διπλωματίας, την καθιέρωση Επιτελικής Γραμματείας Οικονομικής Διπλωματίας (ή παρεμφερούς θεσμού σε άλλο/α συναφές/ή υπουργείο/α με δι-υπουργική δομή σύνδεσης ή τη συγκρότηση αυτόνομου υπουργείου διεθνούς εμπορίου), καθώς και την θεσμοθέτηση της συμμετοχής των φορέων της ελληνικής κοινωνίας πολιτών με τη ριζική βελτίωση της διαδικασίας χρηματοδότησης των ΜΚΟ από την Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας.
Τέλος, η σύνδεση μιας Υψηλής Στρατηγικής με επιχειρησιακούς ρόλους συνεπάγεται και έναν προσαρμοσμένο λειτουργικό εξορθολογισμό τόσο στην επιλογή και στελέχωση του ανθρώπινου δυναμικού της Ελληνικής διπλωματίας (π.χ. μέσα από στοχευμένη στελέχωση –οικονομολόγων, Ασιατολόγων και επικοινωνιολόγων) όσο και στην αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού (π.χ. εξορθολογισμένη διπλωματική ανέλιξη βάσει σταθμισμένων κριτηρίων αξιολόγησης με έμφαση στην χειραφέτηση του Έλληνα διπλωμάτη). Ταυτόχρονα, είναι επιβεβλημένη μια «ομαλή ροή δι-υπηρεσιακής διαδικασίας» (Drezner, 2009), η οποία θα συντονίζει επιχειρησιακούς ρόλους εκτός γραμμής εντολών και θα διευκολύνει στην αποτροπή αλληλεπικαλυπτόμενων ενεργειών και δράσεων. Και οι δυο προσεγγίσεις στοχεύουν στην αύξηση της αποδοτικότητας της γραφειοκρατικής δομής.
ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ & ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κατά σύμβαση, ο εξορθολογισμός προϋποθέτει ένα στρατηγικό σχεδιασμό που ξεπερνά την εσωτερική πολιτική, και τις λεγόμενες «παρεμβαλλόμενες μεταβλητές» στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής από τους υπεύθυνους διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων (για τον όρο αυτόν, δες Ripsman, 2009). Η απομάκρυνση του σχεδιασμού είτε από συχνές κυβερνητικές μεταβολές και αλλαγές πολιτικού προσωπικού, είτε από ζητήματα εσωτερικής πολιτικής που σχετίζονται με την εκλογική βάση αποτελούν εξ ορισμού μέρος του εξορθολογισμού στη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικότερου και μακροχρόνιου σχεδιασμού και στην εφαρμογή του.
Ουσιαστικά, τη δυσκολία που προκαλούν οι παρεμβαλλόμενες μεταβλητές αλλά και ο «ψυχολογικός-ανθρώπινος» παράγοντας προσπαθεί να θεραπεύσει ένας στρατηγικός εξορθολογισμός δημιουργώντας κατευθυντήριες γραμμές, κανόνες και δεσμευτικές διαδικασίες. Η «Στρατηγική 2020» δίνει έμφαση στην κατάρτιση μέσο- και μακροπρόθεσμων δεσμευτικών κειμένων (στρατηγικής και αντίληψης) γενικού ή εξειδικευμένου χαρακτήρα που θα προκύπτουν από την πολιτική ανάλυση του κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού της Ελληνικής διπλωματίας με δυνατότητα επαναθεώρησης, στα πρότυπα διακηρυκτικών κειμένων όπως, ενδεικτικά, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών [3], η Αντίληψη Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας [4] ή η ετήσια Διπλωματική Λευκή Βίβλος της Δημοκρατίας της Κορέας [5].
Την ίδια στιγμή, η θεσμοθέτηση δεσμευτικών διαδικασιών, κειμένων και άλλων πράξεων στρατηγικού σχεδιασμού από πολιτικά όργανα δίνει την δυνατότητα να υπάρχει μεγαλύτερος κοινωνικός έλεγχος στην άσκηση της Εξωτερικής Πολιτικής μιας δημοκρατικής χώρας. Άλλωστε η «Στρατηγική 2020» προτείνει μια νέα διάσταση στον τρόπο που ασκείται η Εξωτερική Πολιτική, διευρύνοντας το φάσμα των ενδιαφερομένων μερών, τόσο σε εθνικό επίπεδο ως προς τις πηγές διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής, όσο και σε διεθνές επίπεδο ως προς τις μονάδες στόχευσης της εξωτερικής πολιτικής. Και στις δυο περιπτώσεις, η εμπλοκή μη κρατικών δρώντων και ευρύτερα της κοινωνίας των πολιτών, της τοπικής αυτοδιοίκησης, του ακαδημαϊκού και εκπαιδευτικού χώρου και δημόσιων φορέων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης διπλωματίας. Ωστόσο, προϋπόθεση για το παραπάνω είναι η εμπλοκή να αποτελεί αντικείμενο ενός γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού που θα εξυπηρετεί το Εθνικό Συμφέρον κι όχι μέρος μιας επιδερμικής αντιμετώπισης της διαδικασίας άσκησης Εξωτερικής Πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι δυνητικά κομβικής σημασίας μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση που θα πρέπει να εφαρμοστούν βάσει του στρατηγικού σχεδιασμού και των προτεραιοτήτων της νέας Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ