Η λιτότητα βλάπτει σοβαρά την υγεία… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λιτότητα βλάπτει σοβαρά την υγεία…

Υγεία, σύστημα υγείας και κοινωνική ευημερία: Mια αποσιωπημένη σχέση με μοιραία αποτελέσματα

Η τελευταία μελέτη περίπτωσης για τη διερεύνηση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στον τομέα της υγείας είναι η κρίση των χωρών της Ανατολικής Ασίας που σημειώθηκε το 1997. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι εκείνη την περίοδο ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και το Μεξικό, αντιμετώπιζαν επίσης προβλήματα ως προς τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Ανασκοπώντας τα δεδομένα για διάφορες χώρες διαπιστώνεται ότι στην Ινδονησία μεταξύ 1997 και 1999 υπήρξε μείωση κατά 20% της κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας και κατά 25% των δημόσιων δαπανών υγείας. Η υποτίμηση της ρουπίας είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι πραγματικές δημόσιες δαπάνες υγείας και η αγοραστική ικανότητα των νοικοκυριών. Μεταξύ 1996 και 1997 η πραγματική δαπάνη για φάρμακα μειώθηκε κατά 25%, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι τιμές των φαρμάκων κατά 170% λόγω της υποτίμησης του νομίσματος. Η χρήση των υπηρεσιών φροντίδας υγείας από παιδιά φτωχών οικογενειών μειώθηκε κατά 17% σε σύγκριση με μείωση 8% από αυτά των πλουσιότερων οικογενειών. Η εμβολιαστική κάλυψη έπεσε σχεδόν κατά 25% μεταξύ 1995 και 1999. Οι δείκτες χρήσης των υπηρεσιών υγείας από τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος μειώθηκαν από 26% έως 47%.

Κατά τη διετία 1997-1998, οι επισκέψεις σε δημόσιες υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης μειώθηκαν κατά 25,4% και σε ιδιωτικές υπηρεσίες κατά 9%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και στα κρατικά έσοδα υπονόμευσε τη βιωσιμότητα των προσπαθειών της κυβέρνησης να εισάγει μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας (Hotchkiss and Jacobalis 1999, Simms and Rowson 2003, Waters et al. 2003). Παρόμοιες τάσεις σε σχέση με τις περικοπές των δαπανών για την υγεία και χαμηλότερη χρήση των υπηρεσιών υγείας παρατηρήθηκαν επίσης στην Κορέα (Yang et al. 2001), ενώ στην Ιαπωνία, το Χονγκ-Κόνγκ και την Κορέα σημειώθηκε αύξηση των αυτοκτονιών κατά 10.400 περιπτώσεις μεταξύ 1997-8 (Chang et al. 2009). Εξαίρεση αποτέλεσε η Μαλαισία, η οποία δεν εφάρμοσε τις συμβουλές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας για μείωση των δαπανών υγείας, με αποτέλεσμα να μην απαξιωθεί το σύστημα και το επίπεδο υγείας της όπως συνέβη στις παραπάνω χώρες (Hopkins 2006).

Στη Λατινική Αμερική, η εμπειρία της Αργεντινής δείχνει ότι η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2001 επιδείνωσε τα προβλήματα του συστήματος υγείας. Οι γεωγραφικές ανισότητες στο επίπεδο υγείας, στην πρόσβαση και την χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας διευρύνθηκαν και το σύστημα υγείας έγινε πιο κατακερματισμένο και αναποτελεσματικό. Η ασφαλιστική κάλυψη για υγεία μειώθηκε δραστικά και η πρόσβαση στις υπηρεσίες περιορίστηκε, ιδιαίτερα για τα φτωχότερα στρώματα, τα οποία υπέστησαν μείωση της ασφαλιστικής τους κάλυψης τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή των μη φτωχών.

Η κρίση έπληξε επίσης την αποτελεσματικότητα προγραμμάτων και υπηρεσιών δημόσιας υγείας υψηλής προτεραιότητας και επιδείνωσε την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση πολλών ασφαλιστικών φορέων και προμηθευτών υπηρεσιών υγείας, αυξάνοντας έτσι τα ελλείμματα του υγειονομικού τομέα. Επιπροσθέτως, η συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας μειώθηκε από 669 δολάρια ΗΠΑ το 1997 σε 242 δολάρια το 2002 (Cavagnero and Bilger 2010, World Bank 2003). Στο Μεξικό, η κρίση του 1995-6 μείωσε το εισόδημα και τους πόρους που μπορούσαν να διατεθούν για προϊόντα που βελτιώνουν ή διατηρούν την υγεία, όπως οι άμεσες πληρωμές για αγορά υπηρεσιών υγείας ή τροφίμων. Επίσης, συνέτεινε στον περιορισμό των δημόσιων δαπανών υγείας και συνεπώς επηρέασε αρνητικά τις κοινωνικές ομάδες που εξαρτώνται άμεσα από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας κατά 5-6% για τον πληθυσμό ηλικίας 60 ετών και άνω και κατά 7% για τα παιδιά ηλικίας 0-4 ετών, σε σύγκριση με την αναμενόμενη κατάσταση με βάση τις τάσεις που εμφανίζονταν προ κρίσης (Cutler et al. 2002).

Από την ανασκόπηση που προηγήθηκε φαίνεται ότι η ύφεση επιδρά αρνητικά στην υγεία. Καθώς η οικονομική κρίση βαθαίνει, η υγεία επιδεινώνεται και η πίεση που δέχονται οι φορείς παροχής φροντίδας υγείας αυξάνεται. Οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί η περικοπή των προϋπολογισμών για την υγεία, η μείωση του υγειονομικού προσωπικού, καθώς και ο περιορισμός των προγραμμάτων υγείας και της ασφαλιστικής κάλυψης του πληθυσμού. Οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και η έμφαση στον περιορισμό του κόστους, καθώς και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, καθιστούν τις υπηρεσίες υγείας απρόσιτες για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η οικονομική ύφεση έχει θετικές επιπτώσεις στην υγεία (Breman and Shelton 2001, Walker 2010). Καθώς η οικονομική κρίση βαθαίνει, όλο και λιγότερα άτομα διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για να συνεχίσουν να υιοθετούν ανθυγιεινές συμπεριφορές όπως η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της υγείας και τη μειωμένη χρήση υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη προσέγγιση είναι απόρροια των σύγχρονων εξελίξεων και της τρέχουσας οικονομικής κρίσης η οποία διαφέρει από αυτές που εξετάστηκαν μέχρι τώρα στο παρόν κείμενο, δεδομένου ότι αφορά τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2000 και η οποία εξέταζε τη σχέση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και της υγείας, ο Christopher Ruhm ανέλυσε τις διακυμάνσεις της θνησιμότητας στις ΗΠΑ μεταξύ 1972 και 1991 και διαπίστωσε ότι η αύξηση της ανεργίας κατά μια ποσοστιαία μονάδα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής θνησιμότητας κατά 0,5% έως 0,6%. Ο Ruhm υποστήριξε ότι η τάση αυτή ήταν συνέπεια της μείωσης των θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων και των θανάτων από καρδιαγγειακές παθήσεις, παθήσεις του ήπατος ή γρίπη/πνευμονία και απέδωσε αυτή τη μείωση σε συμπεριφορικές αλλαγές που έλαβαν χώρα σε σχέση με την παχυσαρκία, το κάπνισμα, τη διατροφή και την άσκηση, λόγω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.