Η λιτότητα βλάπτει σοβαρά την υγεία… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λιτότητα βλάπτει σοβαρά την υγεία…

Υγεία, σύστημα υγείας και κοινωνική ευημερία: Mια αποσιωπημένη σχέση με μοιραία αποτελέσματα

Σε μια ανασκόπηση παρόμοιων μελετών, ο Stephen Bezruchka (2009) κατέληξε σε αντίστοιχες διαπιστώσεις. Ωστόσο, τα συμπεράσματα μελέτης που διεξήχθη από τους Stuckler et al. (2009) έρχονται σε αντίθεση με τις θέσεις του Ruhm και του Bezruchka. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη αυτή δείχνει ότι η μείωση των θανάτων από τροχαία κατά τη διάρκεια των υφέσεων που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μεταξύ 1970 και 2007 αντισταθμίστηκε από την αύξηση των αυτοκτονιών και των ανθρωποκτονιών. Ειδικότερα, για κάθε μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης της ανεργίας βρέθηκε ότι αντιστοιχεί μείωση στους θανάτους από τροχαία ατυχήματα κατά 1,39%, αύξηση των αυτοκτονιών κατά 0,79% και αύξηση των ανθρωποκτονιών επίσης κατά 0,79%. Επιπροσθέτως, οι Stuckler et al. άσκησαν κριτική στους Ruhm και Bezruchka ότι δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι στους δείκτες θνησιμότητας δεν αποτυπώνεται η επίδραση των μη θανατηφόρων ασθενειών ή των θανατηφόρων ασθενειών οι οποίες όμως χρειάζονται αρκετά χρόνια μέχρι να εκδηλωθούν, όπως είναι για παράδειγμα ο καρκίνος.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί λοιπόν ότι το βάθος, η έκταση και η ένταση της ύφεσης είναι ένας σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας του επιπέδου υγείας αλλά και της εφαρμοζόμενης πολιτικής υγείας. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ο ρόλος των διεθνών οργανισμών και των παρεμβάσεών τους ως προς τις υποδείξεις τους σχετικά με τις πολιτικές που υποχρεώνονται να εφαρμόσουν οι δανειζόμενες χώρες σε κρίση. Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν να διερευνηθούν οι επιπτώσεις των υποδείξεων του ΔΝΤ στην υγεία και την πολιτική υγείας, δεδομένου ότι το ΔΝΤ αποτελεί βασικό δανειστή της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας η οποία δημοσιεύθηκε το 1996 και συνοψίζει την έως τότε δεκαπενταετή εμπειρία των αναπτυσσόμενων χωρών από την εφαρμογή σε αυτές των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής του ΔΝΤ, το αποτέλεσμα ήταν να καταστούν οι προϋπολογισμοί υγείας περισσότερο ευάλωτοι στις περικοπές των κρατικών δαπανών που εφαρμόστηκαν, η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας υποβαθμίστηκε, αυξήθηκε η συχνότητα εμφάνισης μεταδοτικών ασθενειών και γενικότερα χειροτέρευσε το επίπεδο υγείας των πληθυσμών (Peabody 1996).

Μια σχετικά πιο πρόσφατη έρευνα αναφερόμενη στις πολιτικές του ΔΝΤ στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής καταλήγει σε εξίσου αρνητικά συμπεράσματα (Buckley and Baker 2008). Οι πολιτικές του ΔΝΤ αποδείχθηκαν καταστροφικές για τον τομέα υγείας των χωρών αυτών, απομυζώντας πόρους από τις αναγκαίες υπηρεσίες υγείας τούς οποίους έστρεψαν προς την αποπληρωμή των δανείων, ωθώντας στην ιδιωτικοποίηση και τον περιορισμό της πρόσβασης των φτωχών σε βασικές υπηρεσίες υγείας και μειώνοντας τους μισθούς με συνέπεια τη μετανάστευση ιατρικού δυναμικού σε άλλες χώρες.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η έρευνα των Stuckler et al. (2008), οι οποίοι διερεύνησαν την τάση στους δείκτες θνησιμότητας από φυματίωση σε 21 πρώην σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης κατά την περίοδο 1991-2002, αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι δανειακής σύμβασης με το ΔΝΤ. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, οι χώρες με δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ εμφάνισαν 16,6% μεγαλύτερη θνησιμότητα από φυματίωση συγκριτικά με τις χώρες που δεν είχαν τέτοια σύμβαση. Για κάθε χρόνο επιπλέον παραμονής στο ΔΝΤ η θνησιμότητα από φυματίωση αυξάνονταν κατά 4,1% και για κάθε επιπλέον 1% ποσό δανείου από το ΔΝΤ η θνησιμότητα από φυματίωση αυξάνονταν κατά 0,9%. Οι χώρες που διέκοπταν τις συμβάσεις τους με το ΔΝΤ παρουσίαζαν μείωση της θνησιμότητας από φυματίωση κατά 30,7%. Οι χώρες που σύναπταν δάνεια με άλλους εταίρους πλην του ΔΝΤ είχαν στατιστικά καλύτερους δείκτες θνησιμότητας από φυματίωση σε σχέση με εκείνες που μπήκαν στο ΔΝΤ.

Συμπερασματικά, σε χώρες που ζήτησαν βοήθεια από το ΔΝΤ, οι οικονομικοί και δημοσιονομικοί περιορισμοί που τέθηκαν κατά την περίοδο αποπληρωμής των δανείων, η μείωση του ΑΕΠ, η σημαντική αύξηση της ανεργίας και η μείωση των εσόδων επέδρασαν αρνητικά στο οικογενειακό εισόδημα, τις δημόσιες δαπάνες και τις δυνατότητες του εθελοντικού τομέα, προκειμένου να αναπτυχθούν αποτελεσματικές δράσεις στον τομέα της υγείας. Λόγω της πτώσης του οικογενειακού εισοδήματος, οι πολίτες στράφηκαν στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και καθώς οι κυβερνήσεις περιέκοψαν τις δαπάνες υγείας, η ποιότητα της φροντίδας επιδεινώθηκε, η πρόσβαση στις υπηρεσίες περιορίστηκε και οι πόροι και οι υποδομές υγείας απαξιώθηκαν. Άμεσα προκύπτει το ερώτημα για το ποια είναι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στον τομέα υγείας της Ελλάδας, από τη στιγμή που αποφασίστηκε η προσφυγή της χώρας στη δανειοδότηση από το ΔΝΤ.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Το αίτημα της Ελλάδας για βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2010 και η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου συνοδεύτηκαν από την εφαρμογή σκληρών, ακραία φιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας και τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών. Στο πλαίσιο αυτό, συντελέστηκε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που απέρρεαν από της δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι των πιστωτών της. Σημαντικό μερίδιο των μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν, αλλά και συνεχώς προωθούνται, κατέχει ο τομέας της υγείας. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν εντάσσονται σε ένα ευρύ φάσμα επιλογών που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες: μέτρα για τον έλεγχο των δαπανών και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, μέτρα που σχετίζονται με την ένταση και την ποιότητα των δημόσια χρηματοδοτούμενων υπηρεσιών υγείας και μέτρα για τον έλεγχο του κόστους.

Στα μέτρα για τον έλεγχο των δαπανών και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας εντάσσονται οι προσπάθειες μείωσης των δημόσιων δαπανών υγείας, η αύξηση των εσόδων μέσω της φορολογικής πολιτικής, η εξέλιξη των ασφαλιστικών εισφορών και η αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών, ενώ δευτερογενείς επιδράσεις προκύπτουν και από την εφαρμοζόμενη πολιτική απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων.