Ψεύτικοι φίλοι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ψεύτικοι φίλοι

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται σκληρές με την Τουρκία
Περίληψη: 

Ως σύμμαχος των ΗΠΑ, η Τουρκία απέχει για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά είναι μόλις πρόσφατα που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους. Αν η ξαφνική μεταστροφή τής Τουρκίας σε μια σειρά από ζητήματα αποτελεί μια κάποια ένδειξη, η κυβέρνηση Ομπάμα θα έπρεπε να είχαν θέσει ως προτεραιότητα εδώ και πολύ καιρό το να είναι όλο και πιο σκληρή με την Τουρκία.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, έκαναν κάτι το εξαιρετικό όταν έβγαιναν από μια διμερή συνάντηση στο περιθώριο της Συνόδου των Φίλων τής Συρίας στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου. Τέτοιες περιπτώσεις συνήθως χαρακτηρίζονται από προβλέψιμη στερεότυπη ρητορική για το πόσο παραγωγική ήταν η συζήτηση και πόσο στενά οι δύο χώρες συνεργάζονται για να λύσουν τα πιεστικά παγκόσμια προβλήματα, και τα σχόλια του Νταβούτογλου [3] ακολούθησαν το πρότυπο σενάριο. Αυτό που συνέβη στην συνέχεια ήταν τι ασυνήθιστο. Αφότου ο Νταβούτογλου τελείωσε την ομιλία του, ο Κέρι εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να επιπλήξει τον Τούρκο ομόλογό του επειδή παρέλειψε να αναφέρει ένα σημαντικό κομμάτι των συνομιλιών: την εμφατική απόρριψη από τον Κέρι [4] των τουρκικών ισχυρισμών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμειγνύονται στην πολιτική τής Τουρκίας και ότι προσπαθούν να επηρεάσουν τις τουρκικές εκλογές. Καθώς ο Νταβούτογλου κοιτούσε το πάτωμα συνεσταλμένα, ο Κέρι συνέχισε λέγοντας ότι ο ο Νταβούτογλου πλέον κατανόησε την επισήμανση, και είπε ότι οι δύο χώρες «πρέπει να ηρεμήσουν τα νερά και να προχωρήσουν προς τα εμπρός».

Οι δηλώσεις Κέρι ήρθαν ως απάντηση σε αυτό που έχει γίνει μια συνήθης στρατηγική τής τουρκικής κυβέρνησης, δηλαδή να μεταθέτει τις ευθύνες σε εξωτερικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν έρχεται αντιμέτωπη με κάθε είδους εσωτερική αντιπολίτευση. Κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί τον Ιούνιο, για παράδειγμα, τουρκικές κυβερνητικές προσωπικότητες κατηγόρησαν την Ουάσιγκτον, το CNN και τις «ξένες δυνάμεις» για υποκίνηση των ταραχών. Πιο πρόσφατα, όταν το εξελισσόμενο σκάνδαλο διαφθοράς ξέσπασε δημοσίως στα τέλη Δεκεμβρίου, Τούρκοι υπουργοί έσπευσαν να δηλώσουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το κρυφό χέρι πίσω από την ανίχνευση των δωροδοκιών. Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε να απελάσει τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, Φράνσις Ρικιαρντόνε [5] επειδή δήθεν προκαλεί την Τουρκία και «υπερβαίνει τα όρια», μια αναφορά στους ισχυρισμούς ότι ο πρέσβης κατά κάποιο τρόπο αναμειγνύεται στις τουρκικές υποθέσεις και σπρώχνει τις έρευνες για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον αυτοτραυματισμό της. Αλλά αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέλους αντέδρασαν δυναμικά. Και, αν η συμπεριφορά τής Τουρκίας μετά το ράπισμα αποτελεί κάποια ένδειξη (έκανε μια γρήγορη μεταστροφή σε μια σειρά από ζητήματα που έχουν ιδιαίτερα εξαγριώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες), η κυβέρνηση Ομπάμα θα πρέπει να κάνει προτεραιότητά της την λήψη μιας πιο σκληρής στάσης απέναντι στην Τουρκία.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΤΑΙΡΟΣ

Οι Τούρκοι αξιωματούχοι αρέσκονται να περιγράφουν τα τελευταία χρόνια ως μια χρυσή εποχή στις διμερείς σχέσεις. Ιδίως ο Νταβούτογλου, αρέσκεται να υπερβάλει σχετικά με την «εταιρική σχέση μοντέλο» μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό στο οποίο ανταποκρίνεται είναι η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών νωρίς κατά την πρώτη θητεία τού Ομπάμα να αντιμετωπίσει την Τουρκία με το γάντι, παρά την ολοένα και πιο μακρά ιστορία ανησυχητικής τουρκικής συμπεριφοράς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δύο βασικά κίνητρα. Το πρώτο ήταν η ελπίδα ότι η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα δημοκρατικό παράδειγμα για άλλες μουσουλμανικές χώρες. Για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της μοναδικής ιστορίας τής Τουρκίας [6] και του ξεχωριστού μίγματός της σχετικά με τα διαρθρωτικά ζητήματα, δεν επρόκειτο ποτέ να είναι ένα καλό μοντέλο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την Ουάσιγκτον από το να την προωθήσει ολόψυχα.

Το δεύτερο κίνητρο ήταν η πεποίθηση ότι η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως συνομιλητής μεταξύ τής Δύσης και της Μέσης Ανατολής. Έχοντας δεσμούς με ομάδες όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα και σχέσεις με το Ιράν, η Τουρκία θεωρήθηκε ως αναντικατάστατη, και η Ουάσιγκτον ήταν απρόθυμη να την αποξενώσει. Ακόμα και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαθίδρυσαν μια πολιτική άμεσα προορισμένη να αντιμετωπίσει την προβληματική τουρκική συμπεριφορά, εξακολούθησαν να δίνουν υπερβολικά μεγάλο χρονικό περιθώριο στην Τουρκία. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2013, όταν το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που απαγορεύει ρητά την εμπορία φυσικού αερίου με αντάλλαγμα χρυσό, ώστε να ανακόψουν το τουρκικό σπάσιμο των κυρώσεων κατά του Ιράν, χορηγήθηκε στην Τουρκία χρονική περίοδος προσαρμογής έξι μηνών. Το μόνο πράγμα που έκανε ήταν αυτή η καθυστέρηση να επιτρέψει ολοένα πιο τολμηρή τουρκική διάσπαση των κόκκινων γραμμών των ΗΠΑ.

Και ήταν όντως διάσπαση. Όπως έχει τεκμηριωθεί [7] επανειλημμένα [8], η τουρκική δημοκρατία υπήρξε εκτός γραμμής για κάποιο χρονικό διάστημα. Από τότε που κέρδισε την επανεκλογή του το 2007, το ΑΚΡ έχει συστηματικά καταπιέσει πολιτικούς αντιπάλους, παγίωσε την κρατική εξουσία, και κάνει ό, τι μπορεί για να περιθωριοποιήσει την αδύναμη αντιπολίτευση. Φυλάκισε δημοσιογράφους σε πρωτοφανείς αριθμούς, δίωξε πολίτες για εξύβριση του πρωθυπουργού, υπέβαλλε εταιρείες που δυσκόλεψαν την κυβέρνηση σε συντριπτικά πρόστιμα, και καταδίκασε αξιωματικούς τού στρατού με κατηγορίες βασισμένες σε πλαστά στοιχεία. Όλο αυτό το διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καθίσει σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο με κλειστό το στόμα. Αξιωματούχοι τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ επαναλάμβαναν το σύνθημα ότι η Τουρκία είναι πιο δημοκρατική από ό, τι υπήρξε ποτέ, και το 2012, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εξέλαβε τον Ερντογάν ως έναν από τους πέντε ηγέτες τού κόσμου [9] με τους οποίους έχει την στενότερη και πιο έμπιστη σχέση.