Το βρώμικο χρήμα τής Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το βρώμικο χρήμα τής Τουρκίας

Γιατί η Άγκυρα είναι ακόμα στην Γκρίζα Λίστα τής FATF
Περίληψη: 

Από το 2011, η FATF, ο διεθνής φορέας που είναι επιφορτισμένος με την ανάπτυξη πολιτικών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είχε την Τουρκία στην «γκρίζα λίστα» των υψηλού κινδύνου και μη συνεργάσιμων χωρών. Ιδού το γιατί.

Ο TOM KEATINGE, είναι πρώην επενδυτικός τραπεζίτης στην J.P. Morgan, είναι αναλυτής χρηματοδότησης τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών οργανώσεων. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @keatingetom.

Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, χρηματιστές, τραπεζίτες και επενδυτές περίμεναν με αγωνία να δουν εάν η Τουρκία, έχοντας περάσει ένα νόμο το 2013 για την παρεμπόδιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα έβγαινε από την λίστα τής Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force, FATF) για τις υψηλού κινδύνου και μη-συνεργάσιμες χώρες.

Το αποτέλεσμα; Απογοητευτικό. Η Τουρκία θα παραμείνουν με άβολη συντροφιά στην «γκρίζα λίστα» των χωρών τις οποίες η FATF (το σώμα που ίδρυσε το G7 και το επιφόρτισε με την ανάπτυξη και την εφαρμογή των διεθνών προτύπων για την αντιμετώπιση της παράνομης χρηματοδότησης) θεωρεί ότι έχουν ελλείψεις στις προσπάθειές τους να καταπολεμήσουν το ξέπλυμα χρήματος και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το σώμα ανησυχούσε περισσότερο σχετικά με το αδύναμο πλαίσιο της Τουρκίας για τον εντοπισμό και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών - για παράδειγμα, ο ορισμός τής «χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» είναι πολύ στενός και η διαδικασία δέσμευσης των περιουσιακών της στοιχείων είναι πολύ αργή - και παρότρυνε τους επενδυτές και άλλες χώρες να σκεφτούν δύο φορές πριν ενσκήψουν.

Για την Τουρκία, το πλήγμα τού να παραμείνει στην γκρίζα λίστα τής FATF, όπου είναι από το 2011, ήταν ακόμη πιο οδυνηρό διότι αμφότερες η Κένυα και η Τανζανία βγήκαν από αυτήν, λόγω της προόδου τους στην ουσιαστική εφαρμογή τού σχεδίου δράσης που έχει συμφωνηθεί με την FATF. Η Τουρκία ήλπιζε ότι, με το νέο νόμο και την πρόσφατη απόφαση για το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων που είναι γνωστό ότι έχουν δεσμούς με την αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, θα αντιμετωπιζόταν με το ίδιο τρόπο. Δεν έγινε έτσι.

Σίγουρα, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι και χειρότερο. Πριν από την σύνοδο της FATF στα μέσα Φεβρουαρίου στο Παρίσι, υπήρχαν συζητήσεις περί υποβάθμισης του καθεστώτος τής Τουρκίας από γκρι σε σκούρο γκρι, μια κατάταξη που δεν συμπεριλαμβάνει για την ώρα άλλες χώρες και που είναι μόνο ένα επίπεδο πάνω από την κατηγορία στην οποία βρίσκονται το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Αυτό ήταν πάντοτε μάλλον απίθανο. Αλλά για ορισμένους, η ταυτόχρονη άνοδος της Κένυας και της Τανζανίας στην κατάταξη ήταν τόσο προσβλητική όσο και η ρητή υποβάθμιση της Τουρκίας – στο κάτω-κάτω, η οικονομία τής Τουρκίας, ο τραπεζικός της τομέας και η γεωπολιτική της επιρροή επισκιάζουν μακράν εκείνες της Κένυας και της Τανζανίας.

Αλλά, κατ’ αρχήν, πώς έφτασε η FATF να χαρακτηρίσει την Τουρκία, που είναι μέλος τού ΝΑΤΟ, ως υψηλού κινδύνου και μη-συνεργάσιμη; Και πώς μπορεί η Τουρκία ενδεχομένως να αντιμετωπίζει την προοπτική της ολίσθησης προς τον κόσμο τού οικονομική εγκλήματος;

Για να εκτιμήσει τις συνεχιζόμενες ανησυχίες τής FATF, κάποιος πρέπει να κοιτάξει ένα-δύο χρόνια πίσω. Το 2007, η FATF δημοσίευσε την τρίτη ετήσια αξιολόγηση της χώρας [1], η οποία ήταν μέλος με καλό κύρος στην ομάδα από το 1991. Ανάμεσα στα σημαντικότερα ευρήματά της ήταν το γεγονός ότι, δεδομένου του μεγέθους τής τουρκικής οικονομίας, οι τουρκικές τράπεζες ανέφεραν σχετικά λίγες ύποπτες συναλλαγές. Και η ευρύτερη τουρκική οικονομική κοινότητα δεν ανέφερε καμία. Επιπλέον, ο αριθμός των διαπιστωμένων παραβιάσεων και καταδικαστικών αποφάσεων ήταν χαμηλός. Η FATF διαπίστωσε επίσης να λείπουν τουρκικά προληπτικά μέτρα.

Κατά το 2010, απογοητευμένη από την αποτυχία τής Τουρκίας να αντιδράσει στην προηγούμενη έκθεση, η FATF επανέλαβε τις ανησυχίες της. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είχε βελτιώσει το καθεστώς κατά του ξεπλύματος χρήματος και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η έκθεση σημείωνε ότι παρέμεναν ορισμένες «στρατηγικές ελλείψεις [2]». Δηλαδή, η Τουρκία ούτε είχε ποινικοποιήσει επαρκώς την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ούτε είχε εφαρμόσει ένα κατάλληλο πλαίσιο για τον εντοπισμό και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών, τα δύο πρότυπα που η FATF θεωρεί ως βασικά προαπαιτούμενα. Παραλείποντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά, η Τουρκία πιθανώς εξέθετε ξένες τράπεζες και επενδυτές στο να συνδέονται με την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Κατά την διάρκεια των επόμενων 18 μηνών, η FATF επανέλαβε τις συμβουλές της ότι η Τουρκία θα πρέπει να βελτιώσει την εφαρμογή των δυο βασικών προαπαιτούμενων, και αποθαρρυνόταν όλο και περισσότερο από την έλλειψη αποφασιστικότητας της Τουρκίας. Ήταν το 2011 όταν το σώμα πρόσθεσε την Τουρκία στην γκρίζα λίστα [3] των χωρών εκείνων που δεν είχαν σημειώσει επαρκή επανορθωτική πρόοδο, συμπεριλαμβανομένων της Βολιβίας, της Αιθιοπίας, της Κένυας, της Μιανμάρ (επίσης γνωστή ως Βιρμανία, η οποία την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να κυβερνάται από μια στρατιωτική χούντα και υπόκειτο σε διεθνείς κυρώσεις), της Σρι Λάνκα και της Συρίας. Με την τοποθέτηση της Τουρκίας σε αυτή την λίστα, η FATF εφιστούσε ακόμη περισσότερο την προσοχή στους κινδύνους [4], κατά την άποψή της, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών με την χώρα και το τραπεζικό της σύστημα, ιδιαίτερα στο ότι οι συναλλαγές θα μπορούσαν να φθάσουν στην διευκόλυνση της παράνομης χρηματοδότησης και να οδηγήσουν σε διεθνείς κυρώσεις.