H νέα γερμανική Ostpolitik | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H νέα γερμανική Ostpolitik

Ένα παλαιό δόγμα εξωτερικής πολιτικής ανανεώνεται

Το αναθεωρημένο δόγμα τού Σμιτ έγινε ακόμη πιο εμφανές υπό έναν άλλο σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος κυβέρνησε από το 1998 έως το 2005. Ο Σρέντερ πρόσθεσε ένα δικό του στοιχείο στην παράδοση της Ostpolitik – μια έμφαση στην προσωπική διπλωματία. Ο τρίτος καγκελάριος του SPD στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανέπτυξε μια στενή πολιτική φιλία με τον Πούτιν κατά την διάρκεια της θητείας του, η οποία χρησίμευσε ως ένα μήνυμα προς τις γερμανικές βιομηχανίες ότι δεν πρέπει να διστάσουν να επιδιώξουν επενδύσεις στην Ρωσία. Κάνοντας τους δυτικούς συμμάχους κάπως νευρικούς, ο Σρέντερ επίσης ξεκίνησε πανηγυρικά έναν φιλόδοξο νέο υποβρύχιο αγωγό φυσικού αερίου που ονομάζεται Nord Stream. Ο αγωγός κατασκευάστηκε από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom και συνδέει την Ρωσία και την Γερμανία απευθείας μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας εντελώς την ανατολικο-κεντρική Ευρώπη. Τα ανθρώπινα δικαιώματα σαφώς έπαιξαν απλώς έναν δευτερεύοντα ρόλο στην εξωτερική πολιτική τού Σρέντερ απέναντι στην Ρωσία. Η αυξανόμενη αυταρχικότητα του Κρεμλίνου δεν εμπόδισε τον Σρέντερ από το να επιβεβαιώσει χωρίς ντροπή, σε ένα talk-show το 2004, ότι ο Πούτιν ήταν ένας «πεντακάθαρος δημοκράτης». (Ο Πούτιν βρήκε έναν τρόπο να τον ευχαριστήσει: Μετά την λήξη τής θητείας του, ο Σρέντερ διορίστηκε από την Gazprom ως πρόεδρος στο διοικητικό συμβούλιο του Nord Stream).

Ο Σταϊνμάγερ, στενός σύμμαχος του Σρέντερ από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, υπηρέτησε ως επικεφαλής τού επιτελείου του σε όλη την διάρκεια της καγκελαρίας του. Το 2005, αφότου οι εκλογές οδήγησαν αναγκαστικά σε μια ασυνήθιστη συνεργασία μεταξύ του SPD και των Χριστιανοδημοκρατών (τον λεγόμενο «μεγάλο συνασπισμό»), ο Σρέντερ άφησε την πολιτική και ο Σταϊνμάγερ έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Μέρκελ. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο να συνεχίσει τις συμβιβαστικές πολιτικές τής προηγούμενης κυβέρνησης απέναντι στην Ρωσία. Με τον διορισμό τού Gernot Erler, κορυφαίου ειδικού τού SPD επί της Ρωσίας, ως αναπληρωτή του, ο Σταϊνμάγερ ξεκίνησε την «Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό» με την Ρωσία, το 2008. Το πρόγραμμα αυτό βασίζεται σε μια ελπίδα ότι η Ρωσία, σύμφωνα με τον τότε πρόσφατα εγκατεστημένο πρόεδρό της, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας ως μέσο για την σταδιακή ενίσχυση της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών και για να γίνει η ρωσική πολιτική πιο πλουραλιστική. Κατά την πρώτη συνάντησή του με τον Μεντβέντεφ στο Yekaterinburg το 2008, ο Σταϊνμάγερ εξήρε την δεδηλωμένη δέσμευση του Μεντβέντεφ στις αρχές τού κράτους δικαίου.

Η Μέρκελ έδωσε γενική υποστήριξη προς την ρωσική πολιτική τού Σταϊνμάγερ, αλλά φαινόταν πιο σκεπτική σχετικά με το να στηρίζεται στον Μεντβέντεφ όσο ο Πούτιν παραμόνευε στο παρασκήνιο ως πρωθυπουργός τής Ρωσίας. Η θέση τής Μέρκελ δικαιώθηκε κατά τον σύντομο ρωσο-γεωργιανό πόλεμο το 2008, κατά τον οποίο φάνηκε ότι τις διαταγές τις έδινε ο Πούτιν. Όμως, σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα, λίγο μετά τον πόλεμο, ο Σταϊνμάγερ εξακολουθούσε να λέει ότι απέναντι στην προσέγγισή του «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική». Μετά τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές τού 2009, το SPD πέρασε στην αντιπολίτευση και ο Σταϊνμάγερ αντικαταστάθηκε από τον Γκουίντο Βεστερβέλε, μέλος τού φιλελεύθερου Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών επικεντρώθηκε περισσότερο στις ανησυχίες των χωρών τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει πιο ανοιχτά τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ρωσία και αλλού.

Όταν ο Σταϊνμάγερ επέστρεψε στο Υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας αριθμός προβεβλημένων επικριτών, συμπεριλαμβανομένου του Jörg Lau, του συντάκτη επί των εξωτερικών υποθέσεων στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit του Αμβούργου, προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να επανεμφανιστεί η πολιτικής προσέγγιση τύπου Σρέντερ για την Ρωσία. Οι φόβοι φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν ο Σταϊνμάγερ όρισε τον παλιό συνεργάτη του, Erler, ως νέο συντονιστή τής γερμανικής κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στην Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη.

Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία αποκάλυψε έναν νέο Σταϊνμάγερ, που φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ορισμένες από τις προσπάθειες της προηγούμενης θητείας του ήταν άστοχες. Στην εναρκτήρια ομιλία του, στις 17 Δεκεμβρίου, ο Σταϊνμάγερ καταδίκασε «τις πράξεις βίας από τις ουκρανικές δυνάμεις ασφαλείας εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών στην πλατεία Μαϊντάν». Δεν δίστασε να επικρίνει τον ρόλο τής Μόσχας στην κρίση, χαρακτηρίζοντάς «εξωφρενικό το πώς η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε την απελπιστική οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας για να μπλοκάρει την συμφωνία σύνδεσής της με την ΕΕ». Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ ήταν το πρώτο μέλος τής γερμανικής κυβέρνησης που κατέδειξε την υποστήριξη του Βερολίνου για την επιβολή κυρώσεων κατά της κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ενός στενού συμμάχου τού Πούτιν. Και σε μια επίσκεψη στη Μόσχα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ εμμέσως αναγνώρισε ότι η Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό ήταν μια αποτυχία και δήλωσε ανοιχτά ότι οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Γερμανίας έχουν διαφορετικές ιδέες σε ό,τι αφορά στην σημασία τού κράτους δικαίου.