Κλήση από… Λόντονγκραντ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κλήση από… Λόντονγκραντ

Η επικίνδυνη εξάρτηση της Βρετανίας από το ρωσικό χρήμα
Περίληψη: 

Οι πλούσιοι Ρώσοι ομογενείς φαίνεται να ασκούν σημαντική επιρροή στο πώς προσεγγίζει η βρετανική κυβέρνηση την κρίση τής Ουκρανίας, κάτι που υπογραμμίζει τον βαρύνοντα ρόλο αυτών των υπερ-πλουσίων στην βρετανική πολιτική σκηνή. Αλλά όλα αυτά τα ξένα χρήματα αποκαλύπτουν βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες στην βρετανική οικονομία.

Ο JONATHAN HOPKIN είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Διακυβέρνησης στο London School of Economics.
Ο MARK BLYTH είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown.

Τον Μάρτιο, ένα αστείο ιντερνετικό δημοψήφισμα στην ανατολική ουκρανική πόλη Ντόνετσκ πρότεινε να επιλυθεί το αδιέξοδο μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, με την προσχώρηση της πόλης στο Ηνωμένο Βασίλειο [1], δεδομένων των Ουαλικών καταβολών τού ιδρυτή τής πόλης τον 19ο αιώνα, του βιομήχανου John Hughes. Το δημοψήφισμα, το οποίο πήρε το όνομα του βρετανικού εθνικού ύμνου, «God Save the Queen», έλαβε μερικές χιλιάδες ψήφους καθώς και κάμποση προβολή στα ξένα ΜΜΕ. Ένα μάλλον πιο αληθοφανές σενάριο, βέβαια, είναι ότι αυτή η ρωσόφωνη πόλη θα διολισθήσει στην σφαίρα επιρροής τής Μόσχας.

Αν και η σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι απίθανο να κυματίσει πάνω από το Ντόνετσκ οποτεδήποτε σύντομα, ορισμένοι παρατηρητές ανησυχούν για μια ρωσική σημαία που κυματίζει πάνω από το Λονδίνο, τουλάχιστον μεταφορικά. Πλούσιοι Ρώσοι ομογενείς φαίνεται να ασκούν σημαντική πολιτική επιρροή στην βρετανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα σχετικά με την προσέγγισή της στην Ουκρανική κρίση. Τα αποδεικτικά στοιχεία: στις 3 Μαρτίου, ένα ενημερωτικό έγγραφο της κυβέρνησης, το οποίο ένας υπουργός κρατούσε απρόσεκτα μπροστά από μια φάλαγγα φωτογράφων έξω το κτίριο στο Νο 10 της Downing Street ενόψει μιας συνάντησης, αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον θα αντιταχθεί σε κάθε κύρωση που θα αποκλείει το οικονομικό κέντρο τού Λονδίνου από τα ρωσικά χρήματα. Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι κατέχουν σήμερα δύο κορυφαίες εφημερίδες τής Βρετανίας, μερικές από τις κορυφαίες ομάδες ποδοσφαίρου, και ένα μεγάλο κομμάτι τής ακριβής αγοράς ακινήτων στο Λονδίνο.

Στην πραγματικότητα, η κρίση τής Ουκρανίας έχει αποκρυσταλλώσει μια ευρύτερη τάση στην βρετανική πολιτική σκηνή: την όλο και πιο υποτονική στάση τής κυβέρνησης απέναντι στους σούπερ-πλούσιους της πρωτεύουσας, πολλοί από τους οποίους δεν είναι Βρετανοί πολίτες. Το City του Λονδίνου έχει από καιρό ασκήσει δυσανάλογη επιρροή επί των εκλεγμένων ηγετών τής Βρετανίας, κάτι που απορρέει από την ιστορική κατάσταση της πρωτεύουσας ως το κέντρο τού χρηματοοικονομικού και εμπορικού συστήματος του κόσμου. Ακόμη και στην κορύφωση της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1960 και το 1970, όταν ο πρωθυπουργός υποδεχόταν συνδικαλιστές στο Νο 10 και το κράτος κατείχε μεγάλες βιομηχανίες, το City διατήρησε αποφασιστική επιρροή επί της βρετανικής πολιτικής. Η οικονομική κοινότητα ήταν σε θέση να κερδίσει χάρες, ακόμη και από τις κυβερνήσεις των Εργατικών, όπως το άνοιγμα των ευρωδολαριακών αγορών στην δεκαετία τού 1960, ή τις απελπισμένες προσπάθειες να στηριχθεί το κύρος τής βρετανικής λίρας στις διεθνείς αγορές, κάτι που κατέστρεψε την φήμη τού Εργατικού Κόμματος σχετικά με την ικανότητά του στα οικονομικά την δεκαετία τού 1970. Από το 1980, η σημασία τού City μόνο έχει αυξηθεί και έχει αλλάξει ριζικά, με έναν τρόπο που επηρέασε σημαντικά την βρετανική πολιτική.

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ TOY CITY

Το Big Bang του 1986, κατά το οποίο η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ απελευθέρωσε τα χρηματιστήρια του Λονδίνου και κατάργησε τα εμπόδια για την είσοδο ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εδραίωσε τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως βασική κινητήρια δύναμη της βρετανικής οικονομίας και εδραίωσε το Λονδίνο ως το ιδανικό μέρος για το αποδημητικό διεθνές κεφάλαιο. Σημαντικά διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πλημμύρισαν την βρετανική αγορά, αφανίζοντας πολλές καθιερωμένες εμπορικές τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου. Το City, το οποίο είχε από καιρό το δικό του ξεχωριστό διοικητικό καθεστώς – το δικό του κυβερνητικό σώμα, η Εταιρία τού Λονδίνου, βρίσκεται ξεχωριστά από τις υπόλοιπες συνοικίες τού Λονδίνου, με τις χρηματοοικονομικές εταιρείες, και όχι τους κατοίκους, να αποτελούν το εκλογικό του σώμα – απλώς απομακρυνόταν περαιτέρω από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Η διεθνοποίησή του, κυριαρχούμενη από αμερικανικές, ιαπωνικές και γερμανικές τράπεζες, το απομόνωσαν από τα πολιτικά δράματα - και το χιούμορ - της βρετανικής κοινωνίας.

Καθώς το Λονδίνο έγινε μαγνήτης για το διεθνές κεφάλαιο, έγινε επίσης και το σπίτι των διεθνών καπιταλιστών και των οικογενειών τους. Οι κανονισμοί για τις βίζες που διευκόλυναν την είσοδο στους σούπερ-πλούσιους, ένα ελαφρύ φορολογικό καθεστώς για τους κατοίκους που δεν έχουν εκεί την έδρα τους (που επικαλούνται διαμονή στο -ή εισόδημα από- το εξωτερικό), οι χαμηλοί φόροι ιδιοκτησίας, τα αναγνωρισμένου κύρους σχολεία και η εγγύτητα με τα ιδρύματα που επενδύουν τα χρήματά τους, έχουν κάνει το Λονδίνο ένα ελκυστικό καταφύγιο για δισεκατομμυριούχους. Αρκετοί προέρχονται από την Ρωσία, αν και το υψηλό προφίλ [2] μερικών δισεκατομμυριούχων σοβιετικής προέλευσης υπερεκτιμά την πραγματική ρωσική παρουσία: η απογραφή του 2011 κατέγραψε μόλις 26.603 ρωσόφωνους στο Λονδίνο, σε σύγκριση με 70.602 αραβόφωνους. Αλλά το ρωσικό κεφάλαιο είναι πιο σημαντικό. Μια εκτίμηση [3] θέτει τις ρωσικές αγορές high-end ακινήτων στο Λονδίνο (ακίνητα αξίας πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες) στο 7% του συνόλου, ένα αρκετά μεγάλο ποσό που φαίνεται πιθανό να αυξηθεί, χάρη στην αστάθεια στην Ουκρανία [4]. Πολλές από αυτές τις αγορές είναι επενδύσεις που δεν σχετίζονται με την κατοικία, κι έτσι δεκάδες σπίτια στις πιο αριστοκρατικές συνοικίες τού Λονδίνου μένουν κενά [5] εκτός από τους φρουρούς ασφαλείας που περιπολούν σε αυτά.