Ψυχρότητα για την Τουρκία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ψυχρότητα για την Τουρκία

Μεταρρυθμίζοντας την Άγκυρα από έξω προς τα μέσα

Η ιστορία επαναλήφθηκε μετά την εκλογική νίκη τού ισλαμικού συντηρητικού AKP το 2002. Μόλις πέντε χρόνια πριν, ο στρατός είχε ανατρέψει μια ισλαμιστική κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να προστατεύσει το κοσμικό κράτος. Πολλοί στις τάξεις των αξιωματικών ήθελαν να κάνουν το ίδιο με το ΑΚΡ, και υπήρχαν αρκετές αποτυχημένες απόπειρες πραξικοπήματος το 2003 και το 2004. Τελικά, όμως, οι προσπάθειες αυτές δεν κατέληξαν πουθενά, επειδή το Γενικό Επιτελείο δεν τις ενέκρινε. Αυτό που έχει αλλάξει από το 1997 δεν ήταν η νοοτροπία του Γενικού Επιτελείου. Κυρίως, ήταν η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Μέχρι το 2001, μετά από μια δεκαετία πολιτικής κακοδιαχείρισης, βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Η Τουρκία χρειαζόταν να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών - και μια δέσμευση ότι θα ξεκινήσει η διαδικασία ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση - με κάθε κόστος. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ρεαλιστές τού Γενικού Επιτελείου ήξεραν ότι ένα πραξικόπημα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Οι στρατηγοί παρέδωσαν την εξουσία τους - και αργότερα υπέμειναν ακόμη και ταπείνωση όταν φυλακίστηκαν δεκάδες συνάδελφοί τους - υπό τον φόβο ότι η Τουρκία θα στερείτο της Δυτικής οικονομικής προστασίας.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βεβαίως, οι δημοκρατικές ελπίδες σύντομα περιέπεσαν σε απογοήτευση. Ο Αντνάν Μεντερές, ο οποίος ήρθε στην εξουσία στις πρώτες ελεύθερες, πολυκομματικές εκλογές στην Τουρκία σύντομα αποδείχθηκε ότι ήταν και ο ίδιος αυταρχικός. Φυλάκιζε επικριτικούς δημοσιογράφους και κατέστελλε βίαια την αντιπολίτευση. Η εξουσία τού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τού ΑΚΡ, παρομοίως έγινε αυταρχική, και η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ έχει σταματήσει. Και οι δύο ηγέτες όφειλαν την δύναμή τους στο γεγονός ότι οι αυταρχικοί πριν από αυτούς είχαν αποφασίσει να υποκρίνονται προσήλωση στην δημοκρατία και την ελευθερία προκειμένου να ευχαριστήσουν την Δύση. Αλλά όταν ο Μεντερές και αργότερα ο Ερντογάν άρχισαν να επιδεικνύουν αυταρχικά χαρακτηριστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες περίμεναν για πολύ καιρό πριν τους υπενθυμίσουν τις δεσμεύσεις των προκατόχων τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ωθήσει την Τουρκία προς την δημοκρατία, αλλά, κατά κανόνα, στην συνέχεια ήταν προετοιμασμένες να παραβλέψουν πολλά από τις δημοκρατικά εκλεγμένες τουρκικές κυβερνήσεις. Ο Αϊζενχάουερ αποκήρυξε τελικά τον Μεντερές στα τέλη τού 1959, αρνούμενος περαιτέρω οικονομική βοήθεια στην Τουρκία. Τότε, η πτώση τού Μεντερές από την εξουσία ήταν άμεση. Ποτέ δεν καταδίκασε τον βρώμικο πόλεμο που εξαπέλυσε η Τουρκία εναντίον τής κουρδικής μειονότητας κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1990. Και διαδοχικές κυβερνήσεις έκαναν σίγουρο ότι το Κογκρέσο δεν θα περνούσε ψηφίσματα σχετικά με την γενοκτονία των Αρμενίων. Σε μια συνέντευξή του το 2012, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έφτασε ακόμη και να συμπεριλάβει τον Ερντογάν μεταξύ των πέντε ηγετών τού κόσμου με τους οποίους είχε καταφέρει να σφυρηλατήσει «φιλίες και σχέσεις εμπιστοσύνης». Αλλά ως τότε ο Ερντογάν είχε ήδη δείξει τις αυταρχικές του τάσεις.

Από τον Αϊζενχάουερ μέχρι τον Ομπάμα, οι αμερικανικές κυβερνήσεις διστάζουν να απαιτήσουν πάρα πολλά από τις «δημοκρατικές» τουρκικές κυβερνήσεις, υπό τον φόβο ότι κάτι τέτοιο θα τις απομακρύνει, θα τις ωθήσει να είναι λιγότερο συνεργάσιμες σε στρατιωτικά και στρατηγικά θέματα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περισσότερη μόχλευση από όση αντιλαμβάνονται. Η προοπτική ότι θα εγκαταλειφθούν από την Αμερική είναι κάτι που τρομάζει τους Τούρκους ηγέτες. Το CHP και ο στρατός ήταν αρκετά φοβισμένοι για να παραιτηθούν. Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ένας βετεράνος συντηρητικός πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος, ο οποίος άρχισε να ανησυχεί όλο και περισσότερο όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν τα διπλωματικά ανοίγματα στην Κίνα κατά την διάρκεια των ετών τού Νίξον, έθεσε το ερώτημα ξεκάθαρα: «Δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψετε τώρα, έτσι δεν είναι;», φέρεται να είπε στον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον.

Η Τουρκία μπορεί να φαίνεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση σήμερα. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια ανερχόμενη δύναμη. Ο Ερντογάν δεν δίστασε να επιπλήξει δημόσια τον Ομπάμα για την απροθυμία του να εμπλακεί στην Συρία. Οι προκάτοχοι του Ερντογάν ποτέ δεν θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Παρά το γεγονός ότι η ρητορική του μπορεί να δείχνει το αντίθετο, όμως, ο Ερντογάν φοβάται μην εγκαταλειφθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο φοβόταν και ο Ντεμιρέλ. Ήταν απεγνωσμένος στο να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες στον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία, στον οποίο η Τουρκία συμμετέχει ενεργά. Φοβάται ότι, διαφορετικά, η Τουρκία πρόκειται να μείνει μόνη της για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του πολέμου. Και η πίεση των ΗΠΑ στην ΕΕ υπήρξε κρίσιμη στην διατήρηση ζωντανής τής ενταξιακής προοπτικής τής Τουρκίας. Αν αυτά εξαφανιστούν, η τουρκική οικονομία θα πληγωθεί. Ακόμη και ως «ανερχόμενη δύναμη», η Τουρκία δεν στέκεται στα πόδια της. Παραμένει εξαρτημένη όσο ποτέ από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Δύση για την ασφάλεια και την ευημερία της.

Η ιστορία διδάσκει ότι, όταν αφήνεται στην τύχη της, η Τουρκία δεν εγκαταλείπει τις ανελεύθερες συνήθειές της. Αλλά διδάσκει επίσης ότι ο φόβος τής Τουρκίας να στερηθεί την Δυτική προστασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προκληθεί να προχωρήσει σε δημοκρατικές μεταβάσεις. Οι Αμερικανικές και Δυτικές δυνάμεις έκαναν την διαφορά πριν, και μπορούν να το κάνουν τώρα και πάλι. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον Ερντογάν με τον τρόπο που αντιμετώπισε τον Ινονού: με το να του υπενθυμίζει ότι η Τουρκία θα πρέπει να ανταποκριθεί στις δυτικές δημοκρατικές προδιαγραφές, αν θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη τού να υπολογίζεται ως μια Δυτική δύναμη.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141353/halil-karaveli/cold-turkey