Όταν τα αδύναμα κράτη δεν αποτυγχάνουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν τα αδύναμα κράτη δεν αποτυγχάνουν

Οι πηγές τής διατηρήσιμης εξουσίας στην Κεντρική Ασία
Περίληψη: 

Γιατί κάποια αδύναμα κράτη επιβιώνουν, ενώ κάποια άλλα καταρρέουν; Για το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, τουλάχιστον, το μυστικό έγκειται στην ικανότητα του κράτους να διαχειρίζεται την διαφθορά.

Ο LAWRENCE P. MARKOWITZ είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Rowan. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο State Erosion: Unlootable Resources and Unruly Elites in Central Asia.

Το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν περιλαμβάνονται συνήθως μεταξύ των αδύναμων κρατών τού κόσμου. Το 2012, σύμφωνα με τον Δείκτη Αντιληπτής Διαφθοράς (Corruption Perception Index) που χρησιμοποιεί η «Διεθνής Διαφάνεια» (Transparency International) κατέταξε το Ουζμπεκιστάν ως την πέμπτη πιο διεφθαρμένη χώρα στον κόσμο ανάμεσα σε 178 κράτη. Το Τατζικιστάν ήταν η 16η πιο διεφθαρμένη χώρα. Το ίδιο έτος, ο Δείκτης Κρατικής Αποτυχίας (State Failure Index) που συντάσσει το «Ταμείο για την Ειρήνη» (Fund for Peace) τοποθέτησε τις δύο χώρες μεταξύ των 50 πιο αδύναμων κρατών. Και, όπως και πολλές χώρες στην κατηγορία αυτή, συχνά περιγράφονται ως ότι βρίσκονται στα πρόθυρα της κρατικής αποτυχίας. Στη δεκαετία τού 1990, το Τατζικιστάν όντως κατέρρευσε: ένας βάναυσος εμφύλιος πόλεμος μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε 50.000 Τατζίκους νεκρούς και 800.000 άλλους εκτοπισμένους. Το Ουζμπεκιστάν δεν κατέρρευσε. Αντ’ αυτού, έχτισε έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς μηχανισμούς ασφαλείας στην μετα-σοβιετική Ευρασία. Από τότε, και τα δύο κράτη έχουν επιζήσει με τους δικούς τους όρους, παρά τις τακτικές προβλέψεις περί επικείμενης κατάρρευσης. Μπορεί να φαίνεται σαν ένα μυστήριο γιατί μερικά αδύναμα κράτη, όπως το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, κρατιούνται ενώ άλλα αποτυγχάνουν, αλλά στην Ευρασία, το κλειδί είναι η ικανότητα του κράτους να διαχειρίζεται και να χειραγωγεί τον ανταγωνισμό για τους τοπικούς πόρους προς όφελος της κυβέρνησης και των σωμάτων ασφαλείας.

Στο Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, οι τοπικοί πόροι ήσαν οι καλλιέργειες που παράγουν χρήμα, όπως το βαμβάκι και το σιτάρι. Οι καλλιέργειες αυτές αποτελούν «ακίνητο κεφάλαιο», δεδομένου ότι δεν μπορούν να εξαχθούν, να μετακινηθούν ή να πωληθούν χωρίς την συμμετοχή τής κυβέρνησης: οι μπάλες από βαμβάκι ή τα φορτία σιτηρών είναι απλώς πάρα πολύ μεγάλα και πολύ βαριά για να μαζευτούν και να πουληθούν στα κρυφά. Οι ελίτ των γαιοκτημόνων αντιμετωπίζουν έτσι ένα θεμελιώδες πρόβλημα: πώς μπορούν να δημιουργήσουν και να εκτρέψουν παράνομα κέρδη από την πώληση των εν λόγω καλλιεργειών στις τσέπες τους. Έτσι, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν πολιτικούς προστάτες, οι οποίοι με την σειρά τους έχουν προωθήσει την διαφθορά, την ευνοιοκρατία και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Στο Ουζμπεκιστάν, καλλιέργειες αυτές ενίσχυσαν την συνοχή τού κράτους με το να δεσμεύσουν τις τοπικές Αρχές με την κυβέρνηση. Η χώρα άντεξε την δεκαετία τού 1990 και εγκαθίδρυσε την κρατική εξουσία μέσα από ένα ευρύ σύστημα πατρωνίας που συνδέεται με την γεωργία. Αντίθετα, το Τατζικιστάν δεν μπορούσε να βασιστεί στην εν λόγω προστασία, λόγω της εξαιρετικά άνισης συγκέντρωσης αυτών των καλλιεργειών σε ολόκληρη την χώρα, και στις φτωχές από πόρους περιοχές λόγω της αδυναμίας των τοπικών ελίτ να βρουν προστάτες στην κυβέρνηση με τους οποίους να κάνουν αμοιβαία επωφελείς επιχειρηματικές συμφωνίες. Ως αποτέλεσμα, οι ιδιοκτήτες γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οι διευθυντές εργοστασίων και οι αξιωματούχοι τής τοπικής αυτοδιοίκησης συναγωνίζονται μεταξύ τους για ένα μερίδιο οικονομικού κέρδους, κάτι που με την σειρά του, υπονόμευσε την κρατική ασφάλεια και τελικά οδήγησε σε ανοιχτές εξεγέρσεις ενάντια στην κυβερνητική εξουσία. Η στρατηγική τού Ουζμπεκιστάν να επεκτείνει το μερίδιο των παράνομων κερδών στην τοπική ελίτ διατήρησε την πολιτική τάξη βραχυπρόθεσμα. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έχει ενισχύσει τους περιφερειακούς θύλακες των ελίτ που αναζητούν γεωργικά μίσθια, οι οποίες λυμαίνονται τις τοπικές οικονομίες, υπονομεύουν το κράτος δικαίου και προωθούν την λαϊκή δυσαρέσκεια. Από την εποχή τού εμφυλίου πολέμου, το καθεστώς τού Τατζικιστάν περιόρισε τα μίσθια σε έναν μικρότερο κύκλο ελίτ, γεγονός που επιδείνωσε τις εσωτερικές διαιρέσεις, διαιώνισε την αστάθεια, και μέχρι που οδήγησε σε εξεγέρσεις κατά του καθεστώτος. Και οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει με τρόπο συγκεχυμένο αλλά και επισφαλή.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

Κατά τα τελευταία χρόνια τής Σοβιετικής Ένωσης, οι εκκαθαρίσεις πολιτικών ηγετών για λόγους καταπολέμησης της διαφθοράς σε πολλές σοβιετικές δημοκρατίες απείλησαν την πρόσβαση των τοπικών ελίτ στους προστάτες τους και στα παράνομα κέρδη τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιες οι τοπικές ελίτ διαλύθηκαν, γεγονός που, στο Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, άλλαξε ριζικά τα μακροχρόνια σχέδια για το πώς θα μπορούσαν να ασκούν τις δραστηριότητές τους. Στο Τατζικιστάν, περιφερειακά αφεντικά εδιώχθησαν, αντικαταστάθηκαν από αντιπάλους τους από άλλες περιοχές, αλλά στην συνέχεια αποκαταστάθηκαν. Η άνοδος και η πτώση τής τύχης τους δημιούργησε τεράστια αβεβαιότητα, ιδίως σε περιοχές φτωχών καλλιεργειών όπου πολλές ελίτ αντιμετώπιζαν μόνιμο αποκλεισμό από ένα κράτος κυριαρχούμενο από την γεωργία.

Τελικά, ο ανταγωνισμός των ελίτ αποδείχθηκε τοξικός και προκάλεσε την κατάρρευση του Τατζικιστάν, η οποία εκτυλίχθηκε σε τέσσερις διακριτές φάσεις. Μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου τού 1992, διάστημα κατά το οποίο ο Emomali Rahmon έγινε ο αρχηγός τού κράτους (μια θέση που κατέχει από τότε), οι ελίτ ηγήθηκαν λαϊκών εξεγέρσεων εναντίον τής κυβέρνησης στις φτωχές από πόρους περιοχές Garm, Jirghatal και Kofarnihan, κάτι που με την σειρά του προκάλεσε τον σχηματισμό τοπικών δυνάμεων αυτοάμυνας υπέρ του καθεστώτος. Αυτό λειτούργησε ως χιονοστιβάδα για ευρύτερες βίαιες συγκρούσεις μεταξύ βιαστικά συγκροτημένων παραστρατιωτικών ομάδων υπό την ηγεσία των τοπικών πολιτικών Αρχών. Εξεγέρσεις και αντεξεγέρσεις εξαπλώθηκαν από τις περιθωριοποιημένες, φτωχές καλλιεργητικά περιφέρειες στις πλούσιες σε φυσικούς πόρους περιοχές, ρίχνοντας το Τατζικιστάν σε έναν πλήρους κλίμακας εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι το τέλος τού πολέμου, μεγάλο μέρος τής οικονομίας τού Τατζικιστάν επλήγη, ιδίως στις περιοχές καλλιέργειας τού βαμβακιού στο νότο και στην πρωτεύουσά της, Ντουσανμπέ, όπου διεξήχθη μεγάλο μέρος τού πολέμου.