Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού

Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί τής ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Η ολοκλήρωση των πολύμηνων διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με την Τρόικα επιτρέπει μια ακριβέστερη αποτίμηση της ελληνικής στρατηγικής. Μπορεί πλέον να κριθεί, σε ποιο βαθμό η ελληνική πλευρά κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους που έθεσε ή εξαναγκάσθηκε σε υποχωρήσεις. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να εξεταστούν οι ίδιοι οι στόχοι – με άλλα λόγια, το περιεχόμενο, οι λόγοι για τους οποίους επελέγησαν και η καταλληλότητά τους. Κι αυτή η ανάλυση δεν μπορεί να γίνει, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της εθνικής μακροοικονομικής στρατηγικής και των μεταβαλλόμενων εσωτερικών πολιτικο-οικονομικών αναγκαιοτήτων.

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ

Η στρατηγική τής ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με το Μνημόνιο και την Τρόικα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση «παιγνίου δύο επιπέδων» κατά την κλασική πλέον θεωρία τού Robert D. Putman [1]. Σύμφωνα με τον Putnam, η μέσω διαπραγματεύσεων επίλυση των διεθνών προβλημάτων δεν εξαντλείται στο υπερεθνικό επίπεδο, όπου οι εκπρόσωποι των εμπλεκομένων κρατών (που κατά τα φαινόμενα αποτελούν ενιαία σύνολα, με σαφή αίσθηση των συμφερόντων τους) επιδιώκουν δια της συνδιαλλαγής να επιτύχουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τούς στόχους τους. Αντιθέτως, περιλαμβάνει και μια εσωτερική πολιτική πτυχή, η οποία επιδρά καθοριστικά ως προς το περιεχόμενο των στόχων που υιοθετεί η κάθε πλευρά και των «κόκκινων γραμμών» που χαράσσει. Οι διαπραγματεύσεις, με άλλα λόγια, διεξάγονται ταυτοχρόνως και παραλλήλως στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό του εθνικού πολιτικού συστήματος. Οι δε διαπραγματευτές υποχρεούνται εκ της πολιτικής πραγματικότητος να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο εντός των συνόρων τής χώρας ακροατήριό τους.

Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι μιας χώρας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις δεν παύουν ούτε στιγμή να είναι παίκτες στο εσωτερικό παιγνίδι εξουσίας και, συνεπώς, να λαμβάνουν σοβαρότατα υπ’ όψιν τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι διεθνείς επιλογές τους στην διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών. Αντιδρώντας στις εσωτερικές πιέσεις και τις διαφαινόμενες πολιτικές ευκαιρίες ή κινδύνους, λοιπόν, οι διαπραγματευτές φροντίζουν, όχι απλώς να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την χώρα τους εν γένει, αλλά και να διασφαλίσουν πολιτικό όφελος, ή πάντως να περιορίσουν το πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό ενσωματώνουν στην διαπραγματευτική τους στάση τις ανησυχίες των εσωτερικών ομάδων πίεσης, τις επιδιώξεις τής πολιτικής τους παράταξης και τις ανάγκες συντήρησης και, ει δυνατόν, διεύρυνσης των πολιτικών τους συμμαχιών. Κυρίως, προσδιορίζουν το περιεχόμενο των «κόκκινων γραμμών» τους με βάση τις εσωτερικές πολιτικές αναγκαιότητες. Ελάχιστοι διαπραγματευτές θα δεχθούν λύσεις που διακυβεύουν την πολιτική τους βιωσιμότητα. Αντιθέτως, στον διεθνή στίβο η εκάστοτε εθνική ηγεσία θα είναι σε θέση να προσυπογράψει κάποιο συμβιβαστικό πακέτο μόνον εφ’ όσον αυτό είναι «νικηφόρο» και από την εσωτερική σκοπιά – δηλαδή, μπορεί να γίνει αποδεκτό από εκείνες τις εγχώριες δυνάμεις που θα κληθούν να επικυρώσουν το αποτέλεσμα των εξωτερικών διαπραγματεύσεων ή, γενικότερα, να παράσχουν στήριξη στην κυβέρνηση.

Επειδή ανάλογοι περιορισμοί δεσμεύουν όλους τους διεθνείς παίκτες, είναι προφανές ότι μεταξύ τους συμφωνία μπορεί να επέλθει τελικώς, μόνον εφ’ όσον το συμβιβαστικό πακέτο είναι αποδεκτό με βάση αυτό το εσωτερικό κριτήριο για κάθε πλευρά χωριστά. Εξ ίσου προφανές είναι ότι, αφού στο εσωτερικό μέτωπο η αναγκαία συμμαχία δεν είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνει τους πάντες, τα εφικτά αποτελέσματα δεν είναι απαραίτητο να είναι «νικηφόρα» για όλους, ούτε να συμπίπτουν με την βέλτιστη λύση, υπό την έννοια της λύσης που μεγιστοποιεί το όφελος για την χώρα, την οικονομία ή τους πολίτες συνολικώς.

Παραδόξως, οι αναγκαιότητες και οι περιορισμοί τού εσωτερικού μετώπου μπορεί να διευκολύνουν τους διαπραγματευτές στο διεθνές επίπεδο. Οι τελευταίοι, επικαλούμενοι τις εσωτερικές αντιδράσεις ως προς ορισμένες δυσάρεστες επιλογές και, εν τέλει, την έλλειψη της αναγκαίας για την επικύρωσή τους στήριξης, μπορούν να τις αποκλείσουν από τον τελικό συμβιβασμό, ενώ διαφορετικά θα ήταν αναγκασμένοι να τις αποδεχθούν. Ασφαλώς, όμως, η διεθνής επίκληση τέτοιων εσωτερικών δεσμεύσεων και περιορισμών είναι δυνατή μόνον εάν η απειλή της μη επικύρωσης είναι πειστική. Για να συμβαίνει αυτό, θα πρέπει στις διαπραγματεύσεις να υπάρχει κάποια στοιχειώδης ισορροπία δυνάμεως – τουλάχιστον υπό την έννοια ότι η πλευρά που επικαλείται τις εσωτερικές πολιτικές δυσκολίες δεν αντιμετωπίζει απαγορευτικό κόστος, σε περίπτωση που φύγει από το τραπέζι χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία.

Η ελληνική στρατηγική στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα και, γενικότερα, με τους δανειστές εξηγείται πολύ καλά, εάν αναλυθεί σε αυτό το πλαίσιο.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΕΣ

Σημείο αναφοράς για την ελληνική στρατηγική αποτελεί η υπόσχεση που έδωσαν οι εταίροι τής χώρας στο Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012 [2] περί ελαφρύνσεως του ελληνικού χρέους υπό την προϋπόθεση της επίτευξης των στόχων τού προγράμματος. Μια υπόσχεση που δεν αποτελεί νομική δέσμευση, ενώ υπόκειται σε προϋποθέσεις αυστηρές και ταυτόχρονα ασαφώς οριοθετημένες, έτσι ώστε να είναι ανοικτή σε επανερμηνείες και υπαναχωρήσεις. Και που πάντως, ακόμη και αν υλοποιηθεί όπως αρχικά δόθηκε από τους δανειστές, δεν αρκεί από μόνη της για να επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η υλοποίηση –και μάλιστα, σε διευρυμένη μορφή- της παραπάνω υπόσχεσης αποτελεί τον ορίζοντα, βάσει του οποίου διαμορφώθηκαν οι άξονες της ελληνικής εσωτερικής-οικονομικής και εξωτερικής-διαπραγματευτικής στρατηγικής.

Η κυβέρνηση έθεσε ως ύψιστη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων τού προγράμματος για το 2013, και ειδικότερα την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.

Για την υπηρέτηση του στόχου αυτού, επεβλήθησαν βαρύτατα, συχνά άδικα και τεχνικώς προβληματικά εισπρακτικά μέτρα. Ασχέτως των όσων μπορεί να ειπώθηκαν από ορισμένες πλευρές (προφανώς για την τιμή των αντιπολιτευτικών όπλων) περί «τεχνητού πρωτογενούς πλεονάσματος», δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι η μέθοδος αυτή απέδωσε και ο στόχος για το 2013 επετεύχθη.

Η πολιτική αυτή ήταν αναμενόμενο να πλήξει την ρευστότητα της οικονομίας και να επιδεινώσει τα προβλήματα του ιδιωτικού τομέα (τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών). Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες ώστε το μείγμα να συμπληρωθεί με ορισμένες επιτυχίες στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Καθ’ εαυτά, τέτοια θετικά οικονομικά γεγονότα δεν αρκούν για να μεταβληθεί η δυσχερής γενική κατάσταση. Ενδέχεται, όμως, να ενέχουν υψηλή συμβολική σημασία και να επηρεάζουν την ψυχολογία τής αγοράς. Γι’ αυτό, κάθε φορά που συμβαίνουν, υπογραμμίζονται εμφατικά από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, και αξιοποιούνται κατά το δυνατόν, προκειμένου να δημιουργηθεί στην διεθνή επιχειρηματική κοινότητα η αντίληψη ότι τα πράγματα αλλάζουν και η χώρα κινείται, αλλά και να εμπεδωθεί στο εσωτερικό η αίσθηση ότι υπάρχει φως στο τέλος τού τούνελ. Παρ’ ότι τα αποτελέσματα στο πεδίο αυτό ήταν πιο περιορισμένα, έτσι ώστε να μην δικαιολογείται πλήρως η σχετική κυβερνητική ρητορική, αυτή υπήρξε η ουσία τής πολιτικής τού «success story».

Ο χρόνος ανάπτυξης της δημοσιονομικής προσπάθειας υπήρξε ασφυκτικός. Αλλά και η εξαργύρωση του επιτεύγματος της υλοποίησης των ενδιάμεσων στόχων τού προγράμματος, και ιδίως του πολιτικο-οικονομικώς κορυφαίου στόχου τού πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν μπορεί να περιμένει.

Πρώτον, διότι η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει σήμερα ένα ρητορικό πλεονέκτημα έναντι των συνομιλητών της («αξιοπιστία» και επιτυχή πορεία ως προς την υλοποίηση του προγράμματος), αλλά και μια ικανότητα βραχυχρόνιας αντοχής, σε περίπτωση που δεν γίνουν οι αναμενόμενες εκταμιεύσεις από το δεύτερο πακέτο στήριξης. Οι παράγοντες αυτοί βελτιώνουν προσωρινά την διαπραγματευτική της θέση.

Δεύτερον, διότι η εξαετής πλέον ελεύθερη πτώση τής οικονομίας πρέπει να διακοπεί και να αναστραφεί πάραυτα, αλλιώς το όλο πρόγραμμα προσαρμογής κινδυνεύει να καταρρεύσει – οπότε και η πολιτική βάση της κυβέρνησης θα εξαφανιστεί.

Και τρίτον, διότι, παρά τα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, τα χρησιμοποιούμενα εισπρακτικά-φορολογικά μέσα έχουν σύντομη οικονομική, αλλά και πολιτική ημερομηνία λήξεως. Πολλά από αυτά, μόνον ως έκτακτα μέτρα, επιβαλλόμενα από συνθήκες ανάγκης, μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Μικρή σημασία έχει ότι παρουσιάζονται από το Υπουργείο Οικονομικών ως μόνιμες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Εξεταζόμενα ως μόνιμο φορολογικό καθεστώς, στερούνται λογικής. Οι υψηλές έως μη εξυπηρετήσιμες φορολογικές απαιτήσεις δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τους φορολογουμένους. Η πρακτική εφαρμογή τους στηρίζεται στον εκφοβισμό δια της επιβολής σκληρών, αλλά τυχαία επιβαλλόμενων και συχνά αυθαίρετων κυρώσεων στους «παραβάτες». Τέτοια μέτρα μπορεί να λειτούργησαν θετικά για το δημόσιο ταμείο για μια χρονιά. Όμως, η διαιώνισή τους δεν είναι δυνατή, αφού συνδυάζουν την οικονομική εξάντληση των φορολογουμένων με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή τους. Είναι έτσι καταδικασμένα να δρουν ως ισχυρά αντικίνητρα για τις παραγωγικές δραστηριότητες. Εν ολίγοις, τα μέσα που βραχυπρόθεσμα επέτρεψαν να επιτευχθεί ο κεντρικός στόχος δεν μπορούν να διαιωνιστούν χωρίς να πλήξουν την αναπτυξιακή προοπτική τής οικονομίας μας, έτσι ώστε εμμέσως να αυτοϋπονομεύεται και η δημοσιονομική προσπάθεια.

Αλλά και από πολιτικής σκοπιάς, είναι προφανείς οι καταστροφικές για τον κυβερνητικό πολιτικό συνασπισμό οργανωτικές και εκλογικές συνέπειες της επιμονής στο παρόν μείγμα δημόσιας πολιτικής. Εξ ου και η πρόσφατη έμφαση στις «αναγκαίες διορθώσεις», που όμως, υπό την πίεση κοινωνικών ομάδων με ισχυρή πολιτική φωνή, όπως οι αγρότες, κινδυνεύουν να αποκτήσουν αποσπασματικό και αντιφατικό χαρακτήρα, ακυρώνοντας την ευρύτερη προσπάθεια για διατηρήσιμη ανάταξη των δημοσίων οικονομικών και δίκαιο και σταθερό μοντέλο φορολόγησης.
Αλλά και εντός της ίδιας της κυβέρνησης, ο πολιτικός χρόνος τρέχει, μεταβάλλοντας συνεχώς τις αναγκαιότητες κρίσιμων παικτών (όπως ο υπουργός Οικονομικών, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και κυρίως η διαρκώς συρρικνούμενη και σπαρασσόμενη κοινοβουλευτική ομάδα του ΠαΣοΚ, η οποία όμως είναι απαραίτητη για την διατήρηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπέρ τού προγράμματος). Ως εκ τούτου, την ώρα που ο διαθέσιμος χρόνος στερεύει για την ελληνική πλευρά, αυξάνουν καθημερινά και αποκτούν όλο και πιο τμηματικό και υπέρ «ειδικών συμφερόντων» περιεχόμενο οι πολιτικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό. Με άλλα λόγια, πυκνώνουν οι «κόκκινες γραμμές», πλην όμως σε μια κατεύθυνση που δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκην με τα ευρύτερα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της συνολικής οικονομίας ή με την ορθολογική και δίκαιη κατανομή των βαρών τής προσαρμογής μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων.

ΤΟ «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗΜΟΝΙΟΥ» ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Γενικότερα, για την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί μείζονα εσωτερικό πολιτικό στόχο να στεφθούν οι οικονομικές της επιλογές από αδιαφιλονίκητη επιτυχία. Επιτυχία ως προς τι, όμως; Στο σημείο αυτό, καθίσταται κρίσιμη η πλαισίωση του ζητήματος – δηλαδή, οι όροι υπό τους οποίους αυτό διατυπώνεται και τα κριτήρια επιτυχίας που έχουν τεθεί. Η σταθερή επιλογή τής κυβέρνησης για «έξοδο στις αγορές» το ταχύτερο δυνατόν δεν είναι, ως εκ τούτου, απλώς οικονομικός στόχος, ούτε μπορεί να κριθεί με αποκλειστικό γνώμονα το κατά πόσον συμβάλλει στην μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της οικονομίας μας. Επί της οικονομικής ουσίας, ως γνωστόν, στο θέμα αυτό οι απόψεις διίστανται.

Πολλοί πιστεύουν ότι η έξοδος στις αγορές είναι αντιπαραγωγική, διότι θα αυξήσει έστω και οριακά το κόστος δανεισμού τού κράτους, χωρίς να διασφαλίζει την μόνιμη απεξάρτηση από τους σημερινούς διακρατικούς δανειστές, στην στήριξη των οποίων η χώρα θα είναι αναγκασμένη να προσφύγει στην πρώτη δυσκολία. Επί πλέον, η κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών από ένα τρίτο πακέτο επίσημης βοήθειας έχει το πλεονέκτημα να μετατρέπει τις μεταρρυθμίσεις σε διεθνείς δεσμεύσεις τής χώρας, και συνεπώς να κρατά ζωντανή την μεταρρυθμιστική προσπάθεια, για την οποία δεν υπάρχει επαρκής εγχώρια υποστήριξη, αφού οι έντονες αντιδράσεις των θιγομένων ομάδων και η γενική κόπωση των πολιτών από τις βίαιες προσαρμογές έχουν εξαντλήσει τα αποθέματα πολιτικής βιωσιμότητας ενός αυτοφυούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να επιδιώκει ένα τρίτο πακέτο χρηματοδοτική βοήθειας. Το «τέλος τού Μνημονίου» και η προσφυγή στις αγορές ενέχει, από την σκοπιά της, τεράστια συμβολική αξία και δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος. Σε συνδυασμό με τις νέες συνθήκες αποκλιμάκωσης των επιτοκίων τού δημοσίου χρέους διεθνώς, η πολιτική αυτή έχει ισχυρές πιθανότητες πρακτικής υλοποίησης, όπως πιστοποιεί η ταχεία συρρίκνωση των ελληνικών spreads. Δημιουργεί δε την ελπίδα ότι η επιτυχής άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, έστω και για περιορισμένα ποσά, θα ανοίξει έναν ευρύτερο «ενάρετο κύκλο» για την ελληνική οικονομία στο χρηματοοικονομικό επίπεδο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των μεγαλύτερων μονάδων του ιδιωτικού τομέα στην διεθνή τραπεζική ρευστότητα, αλλά και να ενισχυθεί το διεθνές ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ

Εν τέλει, το πραγματικό πολιτικό περιθώριο κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης προσδιορίζει την οικονομική και διαπραγματευτική της συμπεριφορά και την εν γένει στάση της ως προς τα προαπαιτούμενα του Μνημονίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να διαπραγματεύεται σκληρά για ζητήματα που δεν είναι βασικά, ούτε εξυπηρετούν τους μακροπρόθεσμους αναπτυξιακούς στόχους τής χώρας, διασφαλίζουν όμως ένα minimum πολιτικής ανοχής για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Όπως ήδη επισημάνθηκε, όσο οι ανάγκες ατομικής εκλογικής επιβίωσης των κοινοβουλευτικών υποστηρικτών τής κυβέρνησης συμπλέκονται με τα αιτήματα κρίσιμων ομάδων πιέσεως, από τους δικαστικούς και τους ένστολους έως τους αγρότες, ενώ στο δημόσιο λόγο κυριαρχεί η απαξιωτική για τους εταίρους ρητορική, τόσο το πεδίο των «κόκκινων γραμμών» διευρύνεται και το περιεχόμενό τους τείνει να υποβαθμίζεται σε παλαιάς κοπής μικροπολιτικές αναδιανεμητικού χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαία από την άποψη αυτή η επιμονή τής ελληνικής πλευράς σε διανομή μεγάλου μέρους τού πρωτογενούς πλεονάσματος σε εφ’ άπαξ «κοινωνικές» παροχές, παρ’ ότι μια θεωρητικώς καλύτερη προσέγγιση θα αξιοποιούσε το πλεόνασμα για την κάλυψη τμήματος των τρεχουσών αναγκών χρηματοδότησης ή για την επιστροφή «μερίσματος» (παραδείγματος χάριν, με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης) στους φορολογουμένους, που το δημιούργησαν με τόσες θυσίες το 2013 και θα πρέπει να συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον.

Από την άλλη πλευρά, όπως απέδειξε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα, δεν είναι αυταπόδεικτη η δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να εμμένει στις «κόκκινες γραμμές» της. Λόγω της εξαιρετικά ευάλωτης θέσης τής οικονομίας μας, οι ισχυροί κλυδωνισμοί και οι κάθετες συγκρούσεις με τους εταίρους μας καθίστανται εξαιρετικά ριψοκίνδυνοι. Σε οποιαδήποτε δε περίπτωση, θα υπονόμευαν την πολιτική αξιοπιστία του κυβερνητικού προγράμματος και θα ενίσχυαν τις αιτιάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι, συνεπώς, αμφίβολο, πόση «αποτρεπτική δύναμη» έχει στις διαπραγματεύσεις η ελληνική πλευρά. Εάν η συμφωνία είναι γι’ αυτήν μονόδρομος, τότε ασφαλώς η τελευταία λέξη ανήκει στους συνομιλητές της.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΤΡΟΪΚΑΣ

Από την πλευρά τής Τρόικας, οι τελικές στοχεύσεις είναι ασφαλώς διαφορετικές και η προοπτική τής εξόδου από το Μνημόνιο είναι λογικό να μην ενθουσιάζει. Τα μέλη τής Τρόικας προφανώς θα επιθυμούσαν να διατηρήσουν ακόμη και μετά την υποτιθέμενη λήξη τού παρόντος προγράμματος τη δυνατότητα ελέγχου τής ελληνικής κυβερνητικής συμπεριφοράς. Και μάλιστα, τόσο σε γενικό μακροοικονομικό επίπεδο, όσο και ως προς τα επί μέρους πεδία άσκησης της δημόσιας πολιτικής και την καθημερινή άσκηση της δημόσιας πολιτικής. Συνεπώς, δεν βιάζονται να εκταμιεύσουν ό,τι υπολείπεται από το δανειακό πακέτο, ούτε επιθυμούν αυτό να είναι το τελευταίο. Αντιθέτως, θα προτιμούσαν οι χρηματοδοτικές ανάγκες τής Ελλάδας να καλυφθούν από τρίτο πακέτο, μικρής σχετικά κλίμακας, που όμως να θεσμοθετεί επί μακρόν τον ρόλο των ελεγκτών.

Περαιτέρω, τα μέλη τής Τρόικας συγκλίνουν στην επιθυμία τους για όσο το δυνατόν αυστηρότερη εφαρμογή των συμπεφωνημένων. Αυτή τους η επιθυμία αντανακλά εσωτερικές γραφειοκρατικές προτιμήσεις. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, έχει και πρακτικούς λόγους. Αφορά, δηλαδή, την ανάγκη πειθαρχίας κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Από την πλευρά των δανειστών, είναι απαραίτητο να μην διαθέτει η δανειολήπτρια χώρα την πρωτοβουλία κινήσεων, επιλέγοντας ποια τμήματα του προγράμματος θα εφαρμόσει και ποια θα εγκαταλείψει, ή έχοντας την δυνατότητα να θέτει ζητήματα προς αναδιαπραγμάτευση. Αυτό ισχύει, ασχέτως του πόσο ορθές ή προβληματικές αποδεικνύονται πλέον οι αρχικές επιλογές.

Η τάση αυτή ενισχύεται από την δυσπιστία των μελών τής Τρόικας ως προς την αφοσίωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος στους στόχους τού προγράμματος προσαρμογής και την βούληση και ικανότητά του να το εφαρμόσει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να είναι προσβλητική για την ελληνική πλευρά, αλλά δεν είναι αδικαιολόγητη. Ως αφετηρία έχει την χρόνια κωλυσιεργία τριών διαδοχικών κυβερνήσεων στα ζητήματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και τον υψηλό βαθμό κόπωσης της ελληνικής κοινωνίας, που ενισχύει τους κινδύνους εγκατάλειψης της περαιτέρω προσπάθειας. Επιτείνεται δε από τις διαπραγματευτικές επιδιώξεις τής χώρας, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος ή την ορθολογικότερη εκδίπλωσή του, όσο στην κατοχύρωση εξαιρέσεων, την διαιώνιση κάποιων στρεβλώσεων (όπως η διάθεση μη συνταγογραφούμενων σκευασμάτων αποκλειστικά από τα φαρμακεία, το αγγελιόσημο, κ.λπ.) και την διασφάλιση της δυνατότητας για μικροπαροχές. Στα μάτια των συνομιλητών, αυτό αποδεικνύει την «κακή πίστη» τής ελληνικής πλευράς και την απουσία σοβαρότητας ή αποφασιστικότητας στην προσπάθειά της.

Επίσης, τα μέλη τής Τρόικας διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την διατηρησιμότητα των έως τώρα επιτυχιών τής Ελλάδας. Ακόμη και εάν η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι διατηρήσιμη, όπως διατείνεται η ελληνική πλευρά, δεν παύει να είναι ευκόλως αναστρέψιμη. Η αναστροφή τού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά στην δραστική μείωση των εισαγωγών, πράγμα που σημαίνει ότι η θεωρητική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μεταφράζεται μέχρι τώρα σε απτό αποτέλεσμα. Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων δεν έχει προχωρήσει ικανοποιητικά. Και η εφαρμογή ήδη νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων σε πολλές περιπτώσεις καρκινοβατεί.

Σε τέτοιο περιβάλλον, η Τρόικα έθεσε σημαντικά προσκόμματα στην κυβερνητική επιθυμία για διανομή «κοινωνικού μερίσματος» από το πρωτογενές πλεόνασμα και έδειξε ελάχιστη προθυμία να διευκολύνει πολιτικά την κυβέρνηση. Παρ’ ότι μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα έβλαπτε καίρια την «φιλική» προς το πρόγραμμα κυβερνητική πλειοψηφία, αυτό δεν φάνηκε να αποτρέπει τους ελεγκτές από την τήρηση μιας σκληρής και άτεγκτης γραμμής, ενδεχομένως επειδή μια τέτοια γραμμή, πέραν των άμεσων αποτελεσμάτων της, λειτουργεί ταυτόχρονα ως ένα ισχυρό προειδοποιητικό μήνυμα προς τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΟΪΚΑΣ;

Πάντως, η στάση τής Τρόικας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαία και αδιαίρετη. Ο κάθε πόλος υπακούει στις δικές του αναγκαιότητες και απευθύνεται στο δικό του κοινό. Παίζει, εν ολίγοις, το δικό του εσωτερικό παίγνιο, που έχει ειδικούς όρους.

Το ΔΝΤ έχει τα λιγότερα να χάσει από μια ενδεχόμενη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που αυτή την φορά θα πλήξει τους δανειστές τού δημόσιου τομέα. Οι δικές του απαιτήσεις απέναντι στην χώρα μας είναι διασφαλισμένες, αφού η πάγια διεθνής πρακτική τού επιφυλάσσει απολύτως προνομιακή μεταχείριση κατά την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων ενός κράτους. Συνεπώς, το ΔΝΤ έχει την πολυτέλεια να επιδιώκει την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ακόμη και αν αυτή απαιτεί την απομείωση των απαιτήσεων τρίτων μερών, όπως η Γερμανία και οι λοιποί Ευρωπαίοι δανειστές.

Το ΔΝΤ είναι, επίσης, πάντοτε έτοιμο να εγκαταλείψει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία τού προγράμματος προσαρμογής το ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι η συνέχιση της στήριξης. Η προθυμία του για υποχωρήσεις επί του περιεχομένου τού προγράμματος είναι, συνεπώς, εξαιρετικά περιορισμένη, ειδικά μάλιστα στον βαθμό που τα εκτός Ευρώπης μέλη του είναι αναδυόμενες οικονομίες, με σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, για τις οποίες δεν είναι καθόλου ευχάριστο να χρηματοδοτούν, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, την διάσωση μιας πλούσιας ευρωπαϊκής χώρας. Συνεπώς, για το ΔΝΤ η εγκατάλειψη του προγράμματος αποτελεί ρεαλιστική εναλλακτική λύση, και μάλιστα μικρού κόστους.

Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως και οριστικά την Ελλάδα, δηλαδή, ένα κράτος-μέλος τής Ένωσης. Ως ευρωπαϊκός γραφειοκρατικός μηχανισμός που ενδιαφέρεται για την συνέπεια και διοικητική ομοιομορφία των αποφάσεων, η Επιτροπή έχει ως υψηλή προτεραιότητα την εμπέδωση του πρόσφατου θεσμικού πλαισίου για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η Επιτροπή επιθυμεί να προχωρήσει το πρόγραμμα, χωρίς να παραβιάζεται η διαδικαστική πεπατημένη και τα ουσιαστικά όρια που έχουν τεθεί. Επί της ουσίας, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως με την γερμανική πολιτική, οφείλει να κρατά τις δανείστριες χώρες ικανοποιημένες και να αποφεύγει εμπλοκές με ευρύτερες συνέπειες, που μπορεί να οδηγήσουν σε γενικότερες διενέξεις ή παράλυση, όπως, για παράδειγμα, την άσκηση βέτο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης (EFSΜ ή ESM) ή την αμφισβήτηση της συμβατότητας των ευρωπαϊκών μηχανισμών και μέτρων διάσωσης με το γερμανικό σύνταγμα. Για την Επιτροπή, συνεπώς, γραφειοκρατικώς ορθές λύσεις, που συντηρούν την κατάσταση υπό έλεγχο, έστω και αν δεν αντιμετωπίζουν τα βαθύτερα προβλήματα, είναι αποδεκτές.

Η Επιτροπή δέχεται εξ άλλου την ισχυρή πίεση των κυβερνήσεων των χωρών τού κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Εν όψει ευρωεκλογών αλλά και εσωτερικών πολιτικών διεργασιών, οι κυβερνήσεις αυτές δεν μπορούν να αγνοούν την ραγδαία άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, που στις χώρες τους εκδηλώνεται ως έλλειψη αλληλεγγύης προς την περιφέρεια και, εν προκειμένω, ως απόλυτη απροθυμία να βοηθηθεί η «ανεύθυνη» Ελλάδα με κόστος των εγχώριων φορολογουμένων.

Η κατάσταση είναι ανάλογη για την ΕΚΤ, παρά την διακεκηρυγμένη και αναμφισβήτητη προθυμία τού προέδρου της, Μάριο Ντράγκι, να κάνει «ο,τιδήποτε απαιτείται» για την διατήρηση της Ευρωζώνης και την αποκατάσταση της οικονομικής ομαλότητας στο πλαίσιό της. Η ΕΚΤ θα επιθυμούσε οι ανακεφαλαιοποίησεις των τραπεζών να γίνονται κεντρικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό θα απήλασε την Ελληνική Δημοκρατία από ένα σημαντικό βάρος, αφού το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης σήμερα καταλογίζεται στο εθνικό δημόσιο χρέος. Πλην όμως, ως προς την παρούσα κρίση, αυτή η προοπτική έχει κλείσει ήδη από το 2012, λόγω των κάθετων και κατηγορηματικών γερμανικών αντιρρήσεων. Κατά τα λοιπά, η ΕΚΤ ενδιαφέρεται για την σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος συνολικώς, καθώς και την διασφάλιση των συμβατικών της απαιτήσεων από τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτει. Στον βαθμό που η Ελλάδα δεν απειλείται με άμεσο δημοσιονομικό αδιέξοδο, η ΕΚΤ δεν έχει σαφή λόγο να επιδεικνύει διαλλακτικότητα ή να συμμερίζεται τις πολιτικές ανησυχίες τής Αθήνας.

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΝΤ

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ επιθυμεί διακαώς και μονοσήμαντα την εφαρμογή στην Ελλάδα ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων ικανού να αποκαταστήσει σε μόνιμη βάση την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Το πακέτο μέτρων που προωθεί (και που πλέον αποτυπώνεται συνοπτικά στην «εργαλειοθήκη» τού ΟΟΣΑ και τις προτάσεις για τα εργασιακά) δεν είναι καθόλου εύπεπτο, ούτε αδιαφιλονίκητης ορθότητας. Δεν έχει δε καμία πιθανότητα να υιοθετηθεί από το εσωτερικό πολιτικό σύστημα εάν εκλείψει ο εξωτερικός εξαναγκασμός. Για τον λόγο αυτό, το ΔΝΤ επιθυμεί να δεσμεύσει ανεπιστρεπτί την χώρα στο νέο οικονομικό μοντέλο, προτού λήξει το πρόγραμμα βοηθείας και χαθεί έτσι η ικανότητά του να πιέζει αποτελεσματικά στην κατεύθυνση αυτή.

Για τον ίδιο λόγο, το ΔΝΤ δεν στερείται ομολογημένων ή ανομολόγητων υποστηρικτών μεταξύ των οπαδών τού οικονομικού φιλελευθερισμού και της ελεύθερης οικονομίας. Καθώς πολλοί εκ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονται στον κυβερνητικό συνασπισμό εξουσίας, και μάλιστα στην ελίτ του, θα αποτελούσε γι’ αυτούς βέλτιστη λύση να υιοθετηθεί το πλήρες πακέτο υπό την πίεση του ΔΝΤ και να εμφανιστεί ως «διαπραγματευτική υποχώρηση» της ελληνικής πλευράς. Από την πλευρά τους, αυτό θα διασφάλιζε το επιθυμητό αποτέλεσμα περιορίζοντας κατά το δυνατόν το πολιτικό κόστος, καθώς η ευθύνη για τις πολιτικώς επώδυνες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να επιρριφθεί στον εξωτερικό παράγοντα· ταυτοχρόνως, οι σαφώς αρνητικές για τμήματα του πολιτικού συνασπισμού συνέπειες θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν από τα θετικά και τις «επιτυχίες» τού συνολικού πακέτου και την προοπτική επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος και εξόδου από την κρίση.

Περαιτέρω, όμως, το ΔΝΤ επεδίωξε να εξαναγκάσει τις άλλες πλευρές τής Τρόικας και τις εθνικές κυβερνήσεις των δανειστών να αποδεχθούν μια γενναία και οριστική διευθέτηση του προβλήματος του χρέους. Αυτό προϋποθέτει διαγραφή χρέους ή βαθύτατη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας μέσω αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων της χώρας προς τους δανειστές της – μια μείωση από την οποία το ίδιο το ΔΝΤ, ως απολύτως προνομιούχος δανειστής, εξαιρείται. Πλην όμως, για να επιτύχει η στρατηγική τού ΔΝΤ και να καμφθούν (αν υποθέσουμε ότι είναι δυνατόν να καμφθούν, δηλαδή ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτές και εσωτερικά από τα πολιτικά τους συστήματα) οι αντιστάσεις των άλλων δανειστών, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Φινλανδία, θα έπρεπε πρώτα να καταδειχθεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι ανεπαρκές και η κατάσταση έχει εκτραπεί. Αυτό απαιτεί έντονο πεσιμισμό στις προβλέψεις και την προσπάθεια να αποτυπωθεί η δημοσιονομική κατάσταση με όσο το δυνατόν πιο μελανά χρώματα. Σε συνδυασμό με την επιθυμία διατήρησης του ελληνικού κυβερνητικού μηχανισμού υπό άμεσο έλεγχο, η παράμετρος αυτή εξηγεί, γιατί το ΔΝΤ καθ’ όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων έβρισκε παντού δημοσιονομικά κενά.

Αντικειμενικά, η καταληκτική επιδίωξη του ΔΝΤ (δηλαδή, η γενναία ελάφρυνση του χρέους) ήταν απολύτως σύστοιχη με τα συμφέροντα της χώρας μας. Όμως, η πορεία προς τον θετικό στόχο δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά, διότι προϋπέθετε να αναγνωριστεί ευθέως η μη βιωσιμότητα της μέχρι τώρα ακολουθούμενης πολιτικής, και μάλιστα προκαταβολικά, δηλαδή, χωρίς να έχει ήδη διασφαλιστεί το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν ένα ρίσκο, που η ελληνική πλευρά δεν ήταν πρόθυμη να πάρει – ειδικά, μάλιστα, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοακύρωσή της. Έτσι, μεταξύ της πολιτικής της «αδυναμίας πληρωμής» και εκείνης του «success story», η επιλογή της δεύτερης προέκυψε ως μονόδρομος για την κυβέρνηση. Συνεπώς, η ελληνική γραμμή ήταν και είναι ότι ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους επιβάλλεται, όχι επειδή το χρέος έχει καταστεί μη εξυπηρετήσιμο, αλλά επειδή αυτό επιτάσσουν η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και οι ρητές δεσμεύσεις των κρατικών δανειστών. Με άλλα λόγια, η περικοπή τού χρέους επιβάλλεται να γίνει απλώς και μόνον ως επιβράβευση για τις θυσίες και τις επιτυχίες τού ελληνικού λαού. Πρόκειται για μια ασθενή διαπραγματευτική βάση, αλλά και πάλι, την μόνη πολιτικώς εφικτή.

Έτσι, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια ρητορική αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ, στο οποίο αποδόθηκε (και μάλιστα με εύλογα επιχειρήματα) αδιαλλαξία. Η αντιπαράθεση για το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αποτέλεσε το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Την εικόνα συμπλήρωσε η απόδοση στον εκπρόσωπο του ΔΝΤ στην Τρόικα, κ. Poul Thomsen, της κύριας ευθύνης για την κωλυσιεργία στις διαπραγματεύσεις και την διαρκή διεύρυνση των αιτημάτων.

Η εκπεφρασμένη προτίμηση της κυβέρνησης για «ευρωπαϊκές» λύσεις, όμως, ενέχει τον κίνδυνο «επιτυχίας». Και στην περίπτωση αυτή, η Αθήνα θα βρίσκεται αντιμέτωπη μόνον με τους ευρωπαίους εταίρους της, οι οποίοι δεν επέδειξαν πολύ μεγαλύτερη υποχωρητικότητα από το ΔΝΤ σε βασικά βραχυχρόνια ζητήματα, ενώ, από την άλλη πλευρά, υποτιμούν το μακροπρόθεσμο πρόβλημα, το οποίο το ΔΝΤ ορθώς αναγνωρίζει. Ο κίνδυνος, συνεπώς, είναι η Ελλάδα να απομείνει δεσμευμένη μακροχρονίως από τους Ευρωπαίους εταίρους της σε μια ακατάλληλη πολιτική, χωρίς σαφή ορίζοντα εξόδου.

ΟΙ ΕΦΙΚΤΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στις συζητήσεις με την Τρόικα με ισχυρούς περιορισμούς και μάλλον ασθενή διαπραγματευτικά όπλα. Κύριο όπλο της υπήρξε το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό λειτούργησε τόσο σε ρητορικό όσο και ουσιαστικό επίπεδο, αφού η αποκατάσταση, έστω και προσωρινά, της δημοσιονομικής ισορροπίας κατέστησε λιγότερο ασφυκτική για την Αθήνα την προοπτική ανεπιτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων σε αυτή την φάση και ενίσχυσε την πειστικότητα των «κόκκινων γραμμών» της.

Στο ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο, οι κεντρικές στοχεύσεις τής ελληνικής πλευράς –δηλαδή, η έξοδος στις αγορές και η γενναία ελάφρυνση του χρέους– δεν κρίνονταν ούτε εδώ, ούτε τώρα. Το κρίσιμο, λοιπόν, για την ελληνική κυβέρνηση στην τελική διαπραγμάτευση με την Τρόικα ήταν να κρατήσει ανοικτές τις ελπίδες για επίτευξη των στόχων της αργότερα, κατάγοντας πάντως μικρές νίκες στα σημεία, που θα την βοηθούσαν στο εσωτερικό μέτωπο. Στο πλαίσιο, η βέλτιστη εφικτή κατάληξη θα περιελάμβανε αποδοχή τής εργαλειοθήκης τού ΟΟΣΑ (στην οποία η κυβέρνηση κατ’ αρχήν συναινεί, αλλά με σημαντικούς αστερίσκους) με ορισμένες εξαιρέσεις υψηλής για την Αθήνα πολιτικής σημασίας, μηδενικές έως ελάχιστες υποχωρήσεις στα εργασιακά και τις ομαδικές απολύσεις, καθώς και στο αίτημα για πρόσθετες απολύσεις στο Δημόσιο, και έγκριση της διανομής μέρους τού πρωτογενούς πλεονάσματος στα ειδικά μισθολόγια και τους συνταξιούχους.

Με αυτά τα κριτήρια, ο κύκλος των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα (που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προκριματικές σε σχέση με την διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους, που θα διεξαχθεί σε άλλο επίπεδο και με άλλους συνομιλητές) στέφθηκε από σημαντική επιτυχία για την ελληνική κυβέρνηση. Κάποιες από τις επιμέρους επιδιώξεις πραγματοποιήθηκαν. Κυρίως, όμως, η γενική στρατηγική παρέμεινε ενεργή, και μάλιστα σε βελτιωμένο περιβάλλον.

Με το τελικό αποτέλεσμα καθίσταται δυνατή η εκταμίευση των τελευταίων δόσεων του δανειακού πακέτου, περιορίζοντας το δημοσιονομικό κενό και κρατώντας ζωντανή την προοπτική καλύψεως των υπόλοιπων χρηματοδοτικών αναγκών της από τις αγορές. Ταυτοχρόνως, καταγράφονται μικρές διαπραγματευτικές «επιτυχίες» υπέρ πολιτικώς κρίσιμων κοινωνικών ομάδων (ενστόλων, συνταξιούχων, φαρμακοποιών, κ.λπ.), που μάλιστα δίνουν την εικόνα αντιπαράθεσης με τους δανειστές, απαντώντας στην αιτίαση περί «πλήρους υποταγής» τής κυβέρνησης στα κελεύσματα των τελευταίων. Και κυρίως, καθίσταται δυνατή, και μάλιστα με την εξαναγκασμένη έγκρισή τους, η διανομή τού «κοινωνικού μερίσματος» σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών. Ασφαλώς, δεν καλύφθηκαν όλοι οι επί μέρους στόχοι, και ειδικά στο ζήτημα του γάλακτος η δυσαρέσκεια των κτηνοτρόφων δημιούργησε αμέσως πολιτικά προβλήματα στην κυβέρνηση. Στα δε εργασιακά θέματα, επελέγησαν μεικτές και μάλλον αδιαφανείς λύσεις, που μεταθέτουν χρονικά την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων.

Από οικονομικής πλευράς, αρνητικότερη πτυχή τού τελικού συμβιβασμού ήταν ότι δεν έγινε αποδεκτό το αίτημα της Αθήνας για εκταμίευση προς δημοσιονομική χρήση εκείνου του τμήματος του δανειακού πακέτου που παραμένει δεσμευμένο, προκειμένου να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η κάλυψη ενδεχόμενων μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών τού ΤΧΣ. Εν τούτοις, η σημαντική βελτίωση της εικόνας τής Ελλάδας, λόγω της θετικής ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων, αλλά κυρίως της άρσης των επιφυλάξεων της Τρόικας και της ευθείας πλέον αναγνώρισης [3] της ύπαρξης υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, σημαίνει ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί πλέον να προχωρήσει σε ασφαλέστερο κλίμα, με βάσιμη την ελπίδα ότι θα σημαδευτεί από το έντονο ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα, ανατροφοδοτώντας την λογική τού «success story».

Όσο για την πραγματικά κρίσιμη διαπραγμάτευση –δηλαδή, την διαπραγμάτευση με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους–, αυτή αναγκαστικά αναβάλλεται για πολύ μετά τις ευρωεκλογές. Όσο κι αν θα το ήθελε, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να την επιταχύνει.

Κεντρικό σενάριο στο πεδίο αυτό παραμένει το «50/50/15», που φαίνεται να επιδιώκει η Γερμανία – δηλαδή, η επιμήκυνση των δανείων στα πενήντα έτη, η μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, αλλά και ένα νέο δανειακό πακέτο ύψους της τάξεως των 15 δισ. ευρώ. Το σενάριο αυτό είναι εύλογο, αλλά δεν διασφαλίζει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ούτε επιλύει τα πολιτικά προβλήματα της Αθήνας.

Από την σκοπιά της ελληνικής στρατηγικής, ελάχιστο ζητούμενο παραμένει να αποφευχθεί το τρίτο σκέλος τού σεναρίου, δηλαδή, το νέο δανειακό πακέτο, που θα σήμαινε και νέο μνημόνιο. Πάντως, το θέμα αυτό δεν θα κριθεί στο διαπραγματευτικό τραπέζι, αλλά νωρίτερα, από τον βαθμό επιτυχίας τής προσφυγής στις αγορές. Η οικονομική λογική αυτής της επιλογής είναι αμφιλεγόμενη. Το πολιτικό αποτέλεσμα, όμως, θα ήταν ισχυρό. Ασφαλώς, για την Αθήνα η «έξοδος από το Μνημόνιο» συνεπάγεται στο εσωτερικό μεγαλύτερη δυσκολία άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, αφού έτσι θα έχει εκλείψει ο αυτοματισμός τού προγράμματος και η δυνατότητα μεταθέσεως της ευθύνης για δυσάρεστα μέτρα στην Τρόικα. Όμως, το κόστος αυτό ωχριά μπροστά στο πολιτικό όφελος. Κι αυτό, διότι η αποφυγή νέου μνημονίου αποτελεί «δικαίωση» της πολιτικής που ακολουθείται την τελευταία διετία, απόδειξη αποτελεσματικότητας κατά την υλοποίησή της και ισχυρό συμβολικό μήνυμα ότι έχουμε φθάσει στο μεταίχμιο και η κρίση «ξεπερνιέται». Αυτός παραμένει ο βασικός στρατηγικός στόχος για την Αθήνα, αφού η γενναία περικοπή τού χρέους αποτελεί σήμερα περισσότερο ευχή, παρά ρεαλιστική επιδίωξη.

ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ:

[1] Robert D. Putnam, “Diplomacy and Domestic Politics: The Logic of Two-Level Games”, International Organization 42 (1988), 427-460, http://journals.cambridge.org/action/displayAbstract?fromPage=online&aid....
[2] «Eurogroup Statement on Greece» (27 Νοεμβρίου 2012),
[3] http://www.eurozone.europa.eu/media/367646/eurogroup_statement_greece_27....
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δελτίο τύπου, «Δήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με την Αποστολή Επανεξέτασης του Ελληνικού Οικονομικού Προγράμματος» (MEMO/14/202, 19 Μαρτίου 2014), http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-14-202_el.htm.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr