Το πραξικόπημα του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραξικόπημα του Ερντογάν

Η πραγματική κατάσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας
Περίληψη: 

Τα βασικά συστατικά ενός επιτυχημένου δημοκρατικού συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεριζωθεί από την Τουρκία κατά την διάρκεια της βασιλείας τού Ερντογάν. Έτσι, θα χρειαστεί πολύς χρόνος και προσπάθεια ώστε η Τουρκία να επιστρέψει στον δρόμο τής δημοκρατίας.

Ο ERIK MEYERSSON είναι επίκουρος καθηγητής στο Stockholm Institute of Transition Economics (SITE) στο Stockholm School of Economics.
Ο DANI RODRIK είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Albert O. Hirschman στο Institute for Advanced Study in Princeton, στο New Jersey.

Η δυτική αντίληψη σχετικά με την τουρκική πολιτική έχει επιτέλους αρχίσει να πλησιάζει στην –αυταρχική- πραγματικότητα. Μόλις τον Μάιο του 2012, ο Steven Cook, βασικός συνεργάτης στο Council on Foreign Relations, δήλωνε [1] με βεβαιότητα ότι «το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει κάνει ό, τι μπορεί» για να σφυρηλατήσει «μια πιο δημοκρατική, ανοικτή χώρα». Ενάμιση χρόνο αργότερα, Cook θα παραπονείτο [2] για τον «δημοκρατικό αντικατοπτρισμό» τής Τουρκίας, καταγράφοντας την τάση τού Ερντογάν να «χρησιμοποιεί τα θεσμικά όργανα του κράτους για αντίποινα και πολιτικό εκφοβισμό» και να χειραγωγεί το δικαστικό σώμα για «δικούς του πολιτικούς σκοπούς».

Δεδομένης τής συμπεριφοράς τού Ερντογάν, η διόρθωση αυτή είναι πλήρως δικαιολογημένη. Αλλά, δυστυχώς, η νέα αφήγηση της Δύσης πάσχει από αρκετές δικές της αδυναμίες και παραλείψεις. Η αυταρχική στροφή τής Τουρκίας, συνήθως απεικονίζεται ως πρόσφατη, ακολουθώντας τα βήματα αυτού που συνήθως περιγράφεται ως «σημαντικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» κατά την τελευταία δεκαετία υπό τον Ερντογάν. Με την τελευταία ανατροπή, για την οποία ευθύνεται ξεκάθαρα ο Ερντογάν, υπάρχει μια σχετικά μικρή απόσταση ως την αισιοδοξία για τις προοπτικές που θα έχει η δημοκρατία μετά από αυτόν. Αυτό είναι το αίσθημα που αντανακλάται στο πρόσφατο άρθρο του οικονομολόγου τού MIT, Daron Acemoglu, στο Foreign Affairs, «Ο αποτυχημένος μονοκράτορας» [3].

Συμφωνούμε σε πολλά σημεία με τον Acemoglu, ιδίως σε σχέση με τις δυνατότητες ενός λαού που φαίνεται «διψασμένος για πολιτική συμμετοχή και δημοκρατία» περισσότερο από ποτέ. Όμως, ο απολογισμός του συγχέει τον εκδημοκρατισμό με αυτό που ήταν ουσιαστικά μια μετατόπιση μακριά από την κοσμική ελίτ. Επίσης, υποτιμά την θεσμική παρακμή υπό τον Ερντογάν, η οποία θα αφήσει μια προβληματική κληρονομιά στον όποιο διάδοχό του. Επιπλέον, δεν δίνει προσοχή στην συμβολή πολλών άλλων δρώντων σε αυτήν την κληρονομιά, συμπεριλαμβανομένων και των κάποτε συμμάχων τού Ερντογάν, τους γκιουλενιστές. Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, αναδύεται μια διαφορετική εικόνα για τις δημοκρατικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Τουρκία, με ή χωρίς τον Ερντογάν.

Κατ’ αρχάς, η θεσμική υποβάθμιση της Τουρκίας [4] δεν είναι μια πρόσφατη υπόθεση. Ξεκίνησε πολύ πριν τις προδήλως αδέξιες και πολωτικές αντιδράσεις τού Ερντογάν στις διαδηλώσεις τού καλοκαιριού τού 2013 για το πάρκο Gezi και με την έρευνα για διαφθορά τον χειμώνα τού 2013. Η βίαιη καταστολή των μέσων ενημέρωσης κατά το τελευταίο έτος, δεν είναι παρά η τελευταία φάση σε μια συνεχή διαδικασία καταστολής εναντίον τού ανεξάρτητου Τύπου. Και ο Ερντογάν και οι γκιουλενιστές έχουν από καιρό χειραγωγήσει το δικαστικό σώμα, χρησιμοποιώντας το για να παρενοχλούν και να φυλακίζουν αντιπάλους τους με κατηγορίες που κυμαίνονται από εντελώς αδύναμες μέχρι κατασκευασμένες.

Από τότε που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν (ΑΚΡ) ανήλθε στην εξουσία το 2003, η διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας έχει παρεισφρήσει στην διαδικασία ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης να συγκρατούν την κριτική τους για την κυβέρνηση φοβούμενες ότι θα χάσουν προσοδοφόρες συμβάσεις για τις επιχειρήσεις τους. Και όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μίλησαν ανοιχτά, η κυβέρνηση κατέφυγε σε αυθαίρετες φορολογικές κυρώσεις, όπως για παράδειγμα το τεράστιο πρόστιμο που επέβαλλε το 2009 στην Dogan Holding [5], την εκδότρια εταιρεία τής κορυφαίας ανεξάρτητης ημερήσιας εφημερίδας, Χουριέτ. Οι αγωγές κατά ιδιωτών αποτελούν ένα άλλο κανάλι καταστολής: Μέχρι το 2005, δύο χρόνια μετά την έναρξη της θητείας του, ο Ερντογάν είχε ήδη αποκομίσει περίπου 440 χιλιάδες δολάρια [6] από αγωγές για συκοφαντία. Και η κυβέρνηση Ερντογάν υπήρξε ηγέτις στην φυλάκιση δημοσιογράφων. Μεταξύ 2007 και 2011, η παγκόσμια κατάταξη της Τουρκίας όσον αφορά την ελευθερία τού Τύπου έπεσε [7] από την 101η στην 148η θέση ανάμεσα σε περίπου 180 χώρες. Από τότε, έχει πέσει άλλες έξι θέσεις.

Όπως ορθώς επισημαίνει ο Acemoglu, το τουρκικό δικαστικό σώμα δεν ήταν ποτέ πλήρως ανεξάρτητο. Ιστορικά, ενήργησε ως όργανο της κοσμικής ελίτ και υπήρξε εχθρικό προς τις ομάδες εκτός από εκείνες που ακολουθούσαν τον Κεμαλισμό – αποτέλεσε έτσι ένα σημαντικό συστατικό τού παραδοσιακού δημοκρατικού ελλείμματος της χώρας. Όταν το ΑΚΡ ανέλαβε την εξουσία το 2003, το κόμμα δεν είχε δικά του στελέχη για να αντικαταστήσει τις κοσμικές ομάδες που είχαν κυριαρχήσει στην γραφειοκρατία και στο δικαστικό σώμα. Έτσι, ο Ερντογάν βασίστηκε στο κίνημα Γκιουλέν, το οποίο ήταν πάρα πολύ πρόθυμο να συνεργαστεί, αφού είχε ακολουθήσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική τοποθέτησης συμπαθούντων του στον κρατικό μηχανισμό. Η γκιουλενιστική αστυνομία και το δικαστικό σώμα, που στα τελευταία χρόνια τής τελευταίας δεκαετίας ενεργοποίησαν τις διαβόητες [8] αντι-στρατιωτικές (Εργκένεκον και Balyoz) και αντι-κουρδικές (KCK) δικαστικές υποθέσεις, απολάμβαναν ελευθερία δράσης ως την στιγμή που ο Ερντογάν αποφάσισε να χωρίσει τον δρόμο του από το κίνημα. Οποιοσδήποτε εξέταζε αυτές τις πολιτικές δίκες, ακόμα και στα πρώτα τους στάδια [9], δεν θα είχε καμία ψευδαίσθηση ότι είχαν οποιαδήποτε σχέση με το κράτος δικαίου. Μεταξύ 2007 και 2011, η παγκόσμια κατάταξη της Τουρκίας [10] για την δικαστική ανεξαρτησία έπεσε από την 56η θέση στην 83η ανάμεσα σε περίπου 140 χώρες, και θα πέσει επιπλέον δύο θέσεις το 2014.